Σε μια σκηνή της τρίτης (και ευτυχώς) τελευταίας ταινίας των «Πενήντα Αποχρώσεων του Γκρι», ένας άνδρας επιτίθεται στην Ανα / πλέον κυρία Γκρέι, τη φιμώνει, την απειλεί με μαχαίρι, προσπαθεί να την απαγάγει... Η προσωπική της ασφάλεια (μην ρωτάτε...) τον ακινητοποιεί και τον εξουδετερώνει και η κυρία Γκρέι τρομερά ταραγμένη (πριν λίγο ήταν και ψιλομεθυσμένη) απαντά στις ερωτήσεις της αστυνομίας, νιώθει ενοχές που είπε ψέματα στον άντρα της ότι θα γυρίσει σπίτι αμέσως μετά τη δουλειά, είναι τρομοκρατημένη από το παρελθόν της που την κυνηγάει θέλοντας να της καταστρέψει τη ζωή. Τέλος σκηνής και στο επόμενο πλάνο, η Ανα / πλέον κυρία Γκρέι, λες και δεν έχει συμβεί τίποτα από όλα τα παραπάνω ακριβώς πριν, κοιμάται σαν πουλάκι μέσα στα σατέν σεντόνια της και το μόνο που σκέφτεται να κάνει είναι να μπει γυμνή στο ντους μαζί με τον (τσαντισμένο αλλά και τόσο γραμμωμένο) κύριο Γκρέι για να γίνουν όλα όπως ήταν πριν.
Αυτό είναι το «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι: Απελευθέρωση». Αυτό ήταν και το «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι» και το «Πενήντα πιο Σκοτεινές Αποχρώσεις του Γκρι». Μια (κατ’ ευφημισμό) ταινία που δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα μιας δραματουργίας που να ξεπερνάει τη λογική ενός μεγάλου εταιρικού βίντεο για το πώς θα μπορούσε να διαφημιστεί ένα cd με τις νέες (ξενέρωτες) ερωτικές επιτυχίες της εποχής ή μια νέα σειρά από πολυτελή έπιπλα που δεν εξαντλούνται στις φινιρισμένες τραπεζάριες και τα ενεργειακά τζάκια που στο σπιτικό των Γκρέι καίνε πρωί μεσημέρι βράδυ ανεξαρτήτως καιρού.
Στην πιο αδιάφορη (τι κατόρθωμα, θεέ μου) ταινία από τις τρεις, το ζευγάρι που όλοι μισούν να αγαπούν καταφέρνει κάτι που δεν αποπειράθηκε και τις δύο αφόρητες προηγούμενες φορές: να απενοχοποιηθεί, όχι σε σχέση με το σεξ, αλλά με κάθε πιθανή έννοια της σαχλαμάρας. Επιτέλους, οι σαδιστικές τάσεις του κύριου Γκρέι συναντούν με χαρακτηριστική λογική γκαγκ τις μαζοχιστικές επιθυμίες της κυρίας Γκρέι, όσο τους επιτρέπουν τα ταξίδια στην Κυανή Ακτή και τα χειμερινά θέρετρα που ολοκληρώνουν το lifestyle που θα οραματιζόταν κάθε πονεμένος θεατής.
Δεν υπάρχει στιγμή που να μην πιάνεις τον εαυτό σου να εξαντλείται από το πόσο επιτηδευμένα ανούσιο είναι αυτό που βλέπεις, την ίδια στιγμή που θες να σπάσεις την οθόνη από το πόσο αντιδραστική είναι η δήθεν μετα-φεμινιστική υποταγή μιας κοπέλας που θα γίνει ηρωίδα, αλλά μόνο επειδή πριν έχει δεχθεί με δόξα και τιμή το επώνυμο του συζύγου της. Είναι οι συνεχείς αντιφάσεις μιας ταινίας που θέλει να λειτουργήσει ως αφροδισιακό, ενώ τελικά λειτουργεί ως ο θρίαμβος του ξενέρωτου, που την κάνει (όσο αντέχει ο καθένας στο... τίποτα) κάτι που μπορεί τελικά να μην σε οδηγήσει σε κάποια απονενοημένη πράξη, αλλά στο να νιώσεις εξαντλημένος μετά τους τίτλους τέλους.
Στη λήξη αυτής της τραγωδίας (λέγε με και ένα από τα χειρότερα franchises που είδαμε ποτέ στη μεγάλη οθόνη), το ερωτικό θρίλερ γίνεται επιτέλους θρίλερ, με την ιστορία μιας απειλής από το παρελθόν να σκοτεινιάζει το παρόν του ζευγαριού Γκρέι που – φευ - θα βρίσκει πάντα καταφύγιο στο «κόκκινο δωμάτιο» για λίγο βρώμικο σεξ. Πριν και μετά από αυτό, η «απελευθέρωση» του τίτλου μοιάζει να αναφέρεται στη ανοησία που εκτοξεύεται σε ποσότητες που καλύπτουν κάθε πιθανή διάθεση να εκλάβεις όλο αυτό το αφόρητα συντηρητικό σχήμα ως κάτι cult.
Ακινητοποιημένος από το πόσο κακός ηθοποιός είναι ο Τζέιμι Ντόρναν (παρά το αδιαφιλονίκητο κομμάτι των κοιλιακών του) και πόσο έξυπνη ήταν η Ντακότα Τζόνσον που δέχτηκε να «δείξει βυζί» κρύβοντας επιμελώς το γεγονός πως παίζει σε έναν (αφόρητο) τόνο μια (αφόρητη) ηρωίδα σε όλη την ταινία, μπορεί να ζηλέψεις την ιδέα ενός παγωτού που πέφτει πάνω στις τρίχες του εφηβαίου και των δύο τους. Αλλά όταν η γλώσσα αναλάβει δράση, είναι πια πολύ αργά για να συγχωρήσεις οποιονδήποτε έγραψε, σκηνοθέτησε, φώτισε, έντυσε, έστησε (...) μια ταινία που το καλύτερο πράγμα που της συμβαίνει είναι ότι είναι η τελευταία μιας τριλογίας. Με έμφαση στο… τελευταία.