Ενας από τους βασικούς κανόνες του σινεμά είναι ότι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας (σχεδόν) ποτέ δε φτάνει στο ύψος του πρώτου, εκτός αν μιλάμε για το «Νονό». Όταν πρόκειται, αντιθέτως, για τις «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι», ένα από τα πιο αχρείαστα και βαρετά κινηματογραφικά franchises των τελευταίων χρόνων, πόσο (πιο) πάτο μπορεί να πιάσει;
Η απάντηση, δυστυχώς, είναι «αρκετά περισσότερο». Η αυτονόητα νομοτελειακή μετάβαση του εμπορικού φαινομένου της soft porn (και κατ’ ευφημισμό) λογοτεχνικής τριλογίας της Ε.Λ Τζέιμς στη μεγάλη οθόνη επιστρέφει με το δεύτερο μέρος της, τις «Πενήντα ΠΙο Σκοτεινές Αποχρώσεις του Γκρι», δύο χρόνια μετά το πρώτο, έτοιμη να κάνει τα ταμεία και τους θεατές να αναστενάξουν την εβδομάδα του Αγίου Βαλεντίνου, και ποντάροντας στα εκατομμύρια των αναγνωστών που αναστατώθηκαν πέρα από οποιαδήποτε λογική εξήγηση με αυτό τον ακατανόητο συγκερασμό σαδομαζοχιστικής erotica και αρλεκινίστικου φτηνού συναισθηματισμού.
Τρεις εβδομάδες μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, η Αναστάζια Στιλ και ο πολυεκατομυριούχος σκοτενός κύριος Γκρέι είναι ακόμα σε διάσταση, όμως δεν αντέχουν μακριά ο ένας από τον άλλο, όπως η βιντεοκλιπίστικη εισαγωγή υπό τη μουσική συνοδεία της διασκευής του The Scientist των Coldplay εύγλωττα θα μας δείξει, αν και προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, η πρώτη πιάνοντας δουλειά σε έναν εκδοτικό οίκο και ο δεύτερος συνεχίζοντας να την πολιορκεί διακριτικά, όσο ταυτόχρονα διευθύνει τον επιχειρηματικό κολοσσό του στο Σιάτλ. Μετά από την όχι ακριβώς σθεναρή αντίσταση της κατά τα άλλα ντροπαλής Ανα, το ζευγάρι (αλίμονο) θα επανενωθει κι αυτή τη φορά ο συναισθηματικά και σωματικά λαβωμένος Γκρέι θα προσπαθήσει να υπερκεράσει τα ψυχολογικά τράυματα που εκτός από αδίστακτο επιχειρηματία τον έκαναν αφέντη και κάτοχο μιας εντυπωσιακής συλλογής σεξουαλικών παιχνιδιών, νέα όμως εμπόδια θα αναδυθούν και καινούργιοι κίνδυνοι θα απειλήσουν να οδηγήσουν τη σχέση σε άδοξο τέλος, αυτή τη φορά στο πρόσωπο του προϊστάμενου της Ανα που την έχει βάλει στο στόχαστρο, μιας πρώην ψυχοπαθούς υποτακτικής του Κρίστιαν Γκρέι και της δασκάλας και μέντορα του στις χαρές του BDSM, η οποία δεν καλοβλέπει την προσπάθεια του μαθητή της να μπει στο δρόμο της μονογαμικής ευπρέπειας.
Κι ενώ στο πρώτο μέρος η σκηνοθεσία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον και το σενάριο της Κέλι Μαρσέλ προσπάθησαν (έστω κι αν απέτυχαν παταγωδώς, αφού δεν έσωσαν την ταινία από τον πανωλεθρίαμβο των πέντε Χρυσών Βατόμουρων) να προσδώσουν δραματουργικό βάθος και μια αισθητική και σεναριακή συνοχή στην ανερμάτιστη πλοκή της πένας της Τζέιμς, εδώ η διεκπεραιωτική παρουσία του Τζέιμς Φόλει πίσω από την κάμερα και οι βαρύγδουποι, κωμικοτραγικοί διάλογοι του (συζύγου της συγγραφέα) Νίαλ Λέοναρντ οδηγούν τις «Πενήντα Πιο Σκοτεινές Αποχρώσεις του Γκρι» στο ναδίρ της δημιουργικότητας και αναδεικνύουν όλα τα εγγενή ελαττώματα του πρωτογενούς υλικού: δύο αψυχολόγητους χαρακτήρες- καρικατούρες, γεμάτους αναληθείς αντιφάσεις, έναν ντεκαβλέ ερωτισμό που ακκίζεται πάνω στις ερωτικές φαντασιώσεις της white trash Αμερικάνας και τον υφέρποντα συντηρητισμό μιας συγκαλυμένης σεξουαλικής ορθότητας, πασπαλισμένης, όμως, με ενέσεις πιπεράτης σαδομαζοχιστικής σκανδαλιάς.
Επί δύο και πλέον ώρες η ταινία μηρυκάζεται πάνω στο ίδιο δραματουργικό μοτίβο της χλιαρής και φορτωμένης κλισέ έντασης που θα οδηγήσει στην επόμενη καυτή ερωτική σκηνή (για την οποία έχει πληρώσει άλλωστε ο θεατής το εισιτήριο), οι καταστάσεις εναλάσσονται ανάμεσα στο ρομάντζο, το μελόδραμα και το θρίλερ χωρίς καμία συνοχή, τα σεξουαλικά σύνεργα παρελαύνουν στην οθόνη αδιάφορα (εκτός αν η ταινία σας δώσει καμία ιδέα για να εμπλουτίσετε την ερωτική σας ζωή με μία επίσκεψη στο πλησιέστερο sex shop, οπότε ενδεχομένως αποδειχθεί έστω κι έτσι εποικοδομητική εμπειρία), όπως και οι σεξουαλικές στάσεις των δύο καλλίπυγων πρωταγωνιστών, ενώ η εργαλειοποίηση του ερωτισμού οδηγεί στην ολοκληρωτική κατάργησή του, με τα γυμνά σώματα να στερούνται οποιασδήποτε γοητείας και σεξουαλικότητας, δύο άψυχα αντικείμενα σε ένα ακόμα πιο άψυχο περιβάλλον.
Η Ντακότα Τζόνσον αποδεικνύεται και πάλι το πιο δυνατό χαρτί της ταινίας, καθώς προσπαθεί μάταια να μετατρέψει την αλλοπρόσαλλη ηρωίδα που υποδύεται σε έναν συνεκτικό και ρεαλιστικό χαρακτήρα, παραπαίει όμως ανάμεσα στις αντιφάσεις που ο ρόλος της καλέιται να καλύψει, ενώ ο Τζέιμς Ντόρναν παραμένει το ίδιο παγερά ανέκφραστος και μονοδιάστατος, με μια ερμηνευτική γκάμα που απλώνεται σε πέντε (με το ζόρι) γκριμάτσες. Την ταινία δεν μπορούν να σώσουν ούτε οι camp εμφανίσεις των βραβευμένων με Οσκαρ Κιμ Μπέισινγκερ και Μάρσια Γκέι Χάρντεν, με τη μεν πρώτη, αγνώριστη από τις πλαστικές επεμβάσεις, να εκτοξεύει φθονερά και bitchy βλέματα στο ρόλο της τέως dominatrix και τη δεύτερη να καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να φτιάξει έναν χαρακτήρα μέσα από τις σποραδικές εμφανίσεις της στην οθόνη ως θετή μητέρα του Κρίστιαν Γκρέι.
Απελπιστικά μονοδιάστατο και χωρίς καμία απόχρωση που να προκαλεί το ενδιαφέρον, πόσο μάλλον τον ερωτισμό, το «Πενήντα Πιο Σκοτεινές Αποχρώσεις του Γκρι» καταφέρνει τελικά το ακατόρθωτο, να γίνει μια άτολμη τολμηρή ταινία, άνευρη, ανέραστη και ανηδονική. Το γκρι δεν ήταν ποτέ το πιο ζεστό χρώμα.