O Tζαφέρ, ένας σαραντάχρονος φαρμακευτικός μηχανικός, ζει σ' ένα μεσοαστικό προάστιο της Γερμανίας, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ενα απόγευμα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, τον περιμένει μία αηδιαστική έκπληξη: κάποιος έχει δέσει ένα ψόφιο ποντίκι στην πόρτα του. Ο γεννημένος στο Κόσσοβο Τζαφέρ, ανησυχεί ότι πρόκειται για ρατσιστική πρόκληση των συναδέλφων του. Συμπληρώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο γραφείο: mails που τον αφήνουν εκτός, meetings που αλλάζουν τόπο και χρόνο χωρίς να τον ειδοποιήσουν, ταξίδια που δεν τον συμπεριλαμβάνουν. Η Γερμανίδα γυναίκα του πιστεύει ότι είναι υπερβολικός: άλλωστε η χώρα της έχει πρόσφατο το στίγμα και τις πληγές του ρατσισμού, για αυτό και δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στους μετανάστες. Ο Τζαφέρ όμως δεν μπορεί να αγνοήσει τα σκληρά μηνύματα. Η μειωτική συμπεριφορά των συναδέλφων του τον προσβάλλει, τον πληγώνει και τον καθορίζει. Γίνεται επιθετικός, σταδιακά όλο και πιο καχύποπτος, χάνει τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, βυθίζεται στην παράνοια.

Ο σκηνοθέτης Βίσαρ Μορίνα («Ο Μπαμπάς μου») κι ο ίδιος γεννημένος στο Κόσσοβο αλλά μεγαλωμένος στη Γερμανία, συνθέτει ένα σκοτεινό, σουρεαλιστικό θρίλερ προσπαθώντας να απαντήσει σε μία ξεκάθαρη ερώτηση: ακόμα κι αν εσύ, ναι, είσαι παρανοϊκός, αυτό αποκλείει ότι οι άλλοι πράγματι σε καταδιώκουν;

Κινηματογραφεί τον ήρωά του σε μία αποστειρωμένη, παγερή, εχθρική Εξορία, ακόμα κι όταν αυτός βρίσκεται σ' ένα ασφυκτικά γεμάτο ασανσέρ, τον ακολουθεί στην οργή του, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να την περάσει από σιγαστήρα, τον βυθίζει σε μία σκοτεινή κόλαση, ακόμα κι όταν εκείνος επιστρέφει σπίτι. Εκεί, όπου θα έπρεπε να νιώθει ασφαλής, αλλά οι τοίχοι στενεύουν.

Ο Μορίνα συνθέτει αριστοτεχνικά ένα νεο-νουάρ κάτω από το φως - τις λάμπες φθορίου των ανοιχτών χώρων της εταιρίας. Ενα φως που δεν συγχωρεί ατέλειες, λάθη, διαφορετικότητα. Κι αν αυτό θυμίζει την παγερή, μονίμως απειλητική, ατμόσφαιρα του Χάνεκε, ο Μορίνα αγαπά και το σινεμά του Εστλουντ: στιγμές σουρεαλισμού διακωμωδούν με κοφτερό σχόλιο την υποκρισία μιας Γερμανίας που θάβει το ρατσιστικό της κύτταρο σ' ένα συλλογικό DNA ευγενικού καθωσπρεπισμού.

Με το μουσικό σκορ του Μπένεντικτ Σίφερ να μάς κρατά σε εγρήγορση και τους φωτισμούς του Ματέο Κόκο να εγκλωβίζουν τον Τζαφέρ στα σφιχτά κάδρα του, ο Μορίνα καταφέρνει να παραδώσει μία μελέτη στην ταυτότητα του ξένου και τον αυτοκαταστροφικό ετεροκαθορισμό του, αλλά και μια κοινωνική σπουδή στην σύγχρονη πραγματικότητα μιας Ευρώπης που σταδιακά παραδίδεται στο νέο κύμα φασισμού. Ακόμα κι αν αυτός εκδηλώνεται μέσα από μικροσυμπεριφορές, πράξεις που θα παραμείνουν αναπόδεικτες και πιστεύεις ότι τις γέννησε η φαντασία σου. Τουλάχιστον οι νεοναζί στους δρόμους φορούν ξεκάθαρα το μίσος τους. Ο φασίστας του διπλανού cubicle θολώνει την περιφρόνησή του με συγκαταβατικές αβρότητες.

O Μισέλ Ματίσεβιτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής εκφραστικότητας, με οικονομία, πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση. Το πρόσωπό του παραμένει στωικά ακίνητο, όσο ο κόσμος του κλονίζεται και η ψυχή του βουλιάζει. Η ταραχή, ο θυμός, η υστερία χτίζονται σταδιακά μέσα στα βλέμματά του, το κυρτό του βάδισμα, στις σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπό του. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως είναι το πώς ο Ματίσεβιτς επιτρέπει να εισβάλει, με χειρουργική ακρίβεια, το κατάμαυρο χιούμορ στον πανικό του ήρωά του. Πώς ακροπατεί ανάμεσα στον τρόμο και τη γελοιότητα.

Ο Μορίνα δε θα προσφέρει εύκολες απαντήσεις, γιατί δεν υπάρχουν. Ανοίγει όμως έναν αναγκαίο διάλογο, όπου όλοι καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Αν δεν προσέξουμε, τα δημοκρατικά σύνορα θα μετακινηθούν κι άλλο, αφήνοντας έξω περισσότερους εξόριστους. Ο επόμενος ξένος μπορεί να είσαι εσύ.