Αν ενώνει κάτι τις ταινίες του Σωτήρη Γκορίτσα είναι ο δρόμος και τα λεφτά - λέξεις με βαθύτερο από την κινηματογραφική τους ετυμολογία νόημα, ήδη και πριν από εκείνο το διάσημο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου για το «Βαλκανιζατέρ» που τις έμπλεξε ευρηματικά σε έναν διαχρονικό ύμνο πάνω στο νεοελληνικό «είναι» και (κυρίως) «φαίνεσθαι».

Δρόμοι. Δρόμοι προς τη Θεσσαλονίκη («Δέσποινα»), από την Αλβανία προς το κέντρο της Αθήνας («Απ’το Χιόνι), από την Εδεσσα στη Ζυρίχη («Βαλκανιζατέρ»), προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» («Μπραζιλέρο»), πίσω στο κρυμμένο παρελθόν («Παρέες»), «τραυματικές» ατέλειωτες διαδρομές μέσα στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου («Απ΄τα Κόκαλα Βγαλμένα»), δρόμοι άδειοι, δρόμοι αδιέξοδοι, δρόμοι δικοί σου και των άλλων.

Και λεφτά. Λεφτά (που δεν) υπάρχουν, λεφτά που αλλάζουν εθνικότητα και χέρια, λεφτά χρωστούμενα, λεφτά μαύρα, λεφτά που κάποτε είχες, λεφτά κλεμμένα, λεφτά που ίσως να σου αλλάξουν τη ζωή, λεφτά που κάθε φορά μοιάζουν με το τέλος του δρόμου, αλλά κάθε φορά που σε βγάζουν εκεί έξω (ή και εκεί μέσα) σε αφήνουν για λίγο εκεί, μόνο, για να κάνεις τις απαραίτητες προσθαφαιρέσεις. Και να βγάλεις τη σούμα. Και κάπως έτσι να συνεχίσεις.

«Εκεί που Ζούμε» (σήμερα), οι δρόμοι βρίσκονται σε διαρκές μποτιλιάρισμα από «αγανακτισμένους» πολίτες (που «αγανακτούν» τους υπόλοιπους) και ο Αντώνης - τη μέρα των γενεθλίων του - δεν έχει λεφτά ούτε για το νοίκι του.

Τα δικά του «χρωστούμενα», τα χρωστάει στο επάγγελμα του δικηγόρου που ακολούθησε χωρίς πραγματικά να το θέλει. Τα χρωστάει στην πρώην του που θα βρει την μέρα να ανακαλύψει πως έκανε λάθος που τον παράτησε και παντρεύτηκε έναν άλλον, «χρεώνοντας» τον να αναλάβει ο ίδιος το διαζύγιο. Τα χρωστάει κυρίως στην κακή του τύχη, βλέπε, δηλαδή, τους γονείς του, δύο πάλαι πότε επαναστάτες της Αριστεράς που σήμερα διάγουν βίους χωριστούς και αλλοπρόσαλλους, η μητέρα σε αυτοσχέδια group therapy που έχουν μια λύση για όλα και ο πατέρας μονήρης αγριάνθρωπος στο Χαλκούτσι.

Χωρισμένο σε δύο μέρη, το νέο φιλμ του Σωτήρη Γκορίτσα, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, χαρτογραφεί την Ελλάδα του 2022, φτιαγμένη από κομμάτια που απέμειναν όρθια (;) μετά από χρόνια (οικονομικής) κρίσης. Στο κέντρο της βρίσκεται ένας ήρωας που ανοίγει διαρκώς τη συζήτηση ανάμεσα στη δική του (αυτή των σαραντάρηδων) και την προηγούμενη γενιά, όχι απαραίτητα επειδή τον ενδιαφέρει να βγάλει συμπεράσματα, αλλά γιατί από επαγγελματική εμμονή αναζητά «επιχειρήματα» για να κερδίσει τη δίκη (της ζωής του) και να γλιτώσει ακόμη μια καταδικαστική απόφαση που θα τον ακινητοποιήσει σε «μια από τα ίδια».

Το επιχείρημα είναι πάντα το ίδιο. «Για όλα φταίνε οι άλλοι». Το ανέκαθεν «ίδιον των Ελλήνων», θα αναφερθεί και αυτολεξεί στην ταινία πριν καταδικαστεί όμως αυτοστιγμεί, σαν μια υπενθύμιση για μια πληγή που συνεχίζει να τρέφει φαιδρότητες και τραγωδίες γύρω μας με την ίδια αδηφάγο όρεξη, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Το ίδιο φαίνεται να είναι το επιχείρημα όλων. «Για όλα φταίνε οι άλλοι». Από τους θαμώνες της Ευελπίδων (δικηγόρους, μάρτυρες, θύματα, κατηγορούμενοι, η δικαστής) μέχρι τον παιδικό του φίλο που βρίσκει τους «ενόχους» που τον βολεύουν για να μην στρέψει επουδενί το βλέμμα του προς τα μέσα (του) και από την πρώην του που βρίσκεται στο μη παρέκει των όποιων ευθυνών, μέχρι και τους γονείς του Αντώνη, για όλα φταίνε οι άλλοι. Στην πραγματικότητα και ο Αντώνης, παρά τα φαινόμενα, την καλή του καρδιά και το ρόλο του θύματος που (συνειδητά ή όχι) έχει επιλέξει, ρίχνει κι αυτός το φταίξιμο στους άλλους.

Σε ένα πρώτο μέρος που πατάει στην κωμωδία, ο Σωτήρης Γκορίτσας ανοίγει την εικόνα της καθημερινότητας του Αντώνη, προσθέτοντας διαρκώς λεπτομέρειες στο πορτρέτο μιας χώρας που βρίσκεται σε διαρκή «δικάσιμο» και μόνιμη «αναβολή». Το κάνει άλλοτε με ξέφρενο ρυθμό και διάθεση σάτιρας, άλλοτε με αμήχανα αστεία, κλέβοντας μικρές στιγμές «ρεαλισμού» στο περιθώριο μιας (όχι και τόσο τελικά μπροστά στην πραγματικότητα) σουρεαλιστικής απεικόνισης των δικαστηρίων και του μικρόκοσμου που περιβάλλει τον ήρωα του. Οσο ο κλοιός γύρω από τον Αντώνη σφίγγει, η «απόδραση» - ακόμη και καταναγκαστική, μοιάζει σωτήρια. Οσο η ταινία αναζητά τους δικούς της «ενόχους», κι όπως ανακαλύπτει γρήγορα, μάλλον σε λάθος μέρη, τόσο η πινακίδα δείχνει τη σωστή κατεύθυνση - προς το δρόμο.

Οχι τυχαία, σε αντίθεση με το κέντρο της Αθήνας, η Εθνική (που ενώνει το Χαλκούτσι με την Αλίαρτο) είναι άδεια, φωτισμένη μόνο από κίτρινα φώτα, κόντρα αλλά και ιδανικό soundtrack για την Νταλιντά που φέρνει κάτι από το χαμένο ρομαντισμό της προηγούμενης γενιάς, σε αυτήν που ανήκει ο πατέρας του Αντώνη, ο Φώτης. Αυτός που παίρνει τη σύνταξη του αλλά θέλει κάτι να τον κάνει να νιώθει ακόμη χρήσιμος, τίμιος απατεώνας μιας εκτός αστικού ιστού επιβίωσης, ο «φταίχτης» για το γιο του (και για όλους εμάς;), ένας τελικά πιο αθώος άνθρωπος από το βάρος που μια ολόκληρη γενιά φρόντισε να ρίξει στους ώμους του.

Εκεί, πάνω σε φορτηγά, σε υπαίθρια πάρκινγκ, σε καφετέριες στη μέση του πουθενά με εν δυνάμει ερωμένες και νεόπλουτες βίλες με προκάτ έπιπλα και διαχωρισμο ανάμεσα στο «καλό» και το κακό» μπάνιο, ο Σωτήρης Γκορίτσας βρίσκει την πυξίδα μιας μικρής σε μέγεθος αλλά ικανής σε συναισθηματική έκταση και πηγαία (εδώ σε αντίθεση με το πιο «κομμένο και ραμμένο» πρώτο μέρος) αστείας ταινίας και την χαρίζει στον Αντώνη στη μορφή μιας ευρηματικής και μελαγχολικά σκηνοθέτημένης διακεκομμένης διαδρομής ψυχανάλυσης ανάμεσα στον ίδιο και τον πατέρα του.

Ανάμεσα σε έναν υπέροχο Προμηθέα Αλειφερόπουλο που κουβαλάει στο βλέμμα του τη μελαγχολία αλλά και την προσδοκία μιας ολόκληρης γενιάς και έναν σπουδαίο Στέλιο Μάινα, εδώ σε μια εκ βαθέων ερμηνεία που συγκινεί, ο δρόμος και τα λεφτά (άντε και η δόξα…) γίνονται ένας φόρος τιμής, όχι μόνο στο ίδιο το σινεμά του Σωτηρη Γκόρίτσα (με τρυφερό highlight τη συνάντηση των ηρώων του «Βαλκανιζατέρ», του Φώτη και του Σταυράκη - με τους Μάινα και Σκιαδαρέση να γνωρίζουν καλά που βρίσκονται οι «αδέσποτοι κι ωραίοι» του 1997), αλλά και σε ολόκληρη τη νεοελληνική μετα-παπανδρεϊκή ιστορία των τελευταίων 25 χρόνων.

Η τελική συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν τίποτα και ότι ίσως τελικά «για όλα φταίμε πρωτίστως εμείς» δεν είναι μόνο μια επώδυνη, θαρραλέα παραδοχή αλλά ταυτόχρονα ο μοναδικός τρόπος για να συμφιλιωθούν δύο (και περισσότερες γενιές), ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζονται.

«Εκεί που Ζούμε» δεν είναι τελικά η τρέλα των δικαστηρίων, του μουντζουρωμένου κέντρου της Αθήνας, των μικροαπατεώνων που γεμίζουν τον Κορυδαλλό, του gentrification και της δαιμονοποιημένης αριστείας, του άκρατου σεξισμού και της πατριαρχίας αλλά η συμφιλίωση με το παρελθόν και δύο γονείς που κάποτε σε πέταξαν στο κενό για να επιβιώσεις μόνος σου και εσύ έκανες σωστά όλα τα... λάθη που έπρεπε, για να ενηλικιωθείς χωρίς τη βοήθεια κανενός.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου - ο μόνος Ελληνας ηθοποιός που επιμένει να περιφέρει τη μανιέρα του, ανάγοντας την κάθε φορά σε σπουδαίες κινηματογραφικές στιγμές - στο ρόλο του παιδικού φίλου του Αντώνη είναι εδώ ο διάφανος καθρέφτης όλων των ηρώων: του Αντώνη, του Φώτη, της δικής του μητέρας που χάνεται κυριολεκτικά και αυτής του Αντώνη που εξαφανίζεται ανεξήγητα δραματουργικά στο φινάλε, όλων των ψευτο-γκάγκστερ της ελληνικής επαρχίας και όλων όσων ξέμειναν ένα πρωί με έναν ψευδό φίλο, μια υπόσχεση αγάπης και ένα «Χρόνια Πολλά» που αξίζουν στην τελική περισσότερο από τους δρόμους και τα λεφτά του κόσμου όλου.