Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι μοιάζει να κηρύσσει η ταινία, παρουσιάζοντας μια ιστορία Δαβίδ και Γολιάθ, της νίκης του Καλού επί του Κακού, με τρόπο διασκεδαστικό, γεμάτο νεύρο και σκηνοθετικά «στολίδια», που, ωστόσο, καθόλου δεν εμπλουτίζουν την απλοϊκότητα και το διδακτισμό του σεναρίου.
Το 2001, μόλις πριν δυο χρόνια και στην καρδιά της πανδημίας, όπου όλοι περνούσαμε το χρόνο μας μπροστά σε μια οθόνη, ο Κιθ Γκιλ, ένας έξυπνος αλλά κοινωνικά αδέξιος χρηματιστηριακός αναλυτής, δημοφιλής στο youtube και στο reddit, παρατήρησε ότι οι οικονομικοί κολοσσοί και οι μεσάζοντες που τους περιβάλλουν, σχεδίαζαν να σορτάρουν τη μετοχή της αλυσίδας καταστημάτων βιντεογκέιμ GameStop, με σκοπό να επωφεληθούν από την καταστροφή της. Ο Κιθ, αντίθετα, επειδή «του άρεσε αυτή η μετοχή», συνέχισε όχι μόνο να την αγοράζει, αλλά να προτρέπει τους φαν του, άπειρους, «ερασιτέχνες» επενδυτές, ν' αγοράσουν κι αυτοί, ανεβάζοντας τη μετοχή στα ύψη και προκαλώντας όχι μόνο έναν απρόσμενο, απίστευτο πλουτισμό γι' αυτούς, αλλά και την καταστροφή των δυνατών αντιπάλων τους.
Την πραγματική ιστορία του Κιθ Γκιλ μετέφερε σε βιβλίο ο Μπεν Μένζρικ (του «The Social Network» και του «21»), μ' έναν τίτλο που συνοψίζει ολόκληρο το περιεχόμενο για να μην παιδεύτεται κανείς: The antisocial network: The GameStop short squeeze and the ragtag group of amateur traders that brought Wall Street to its knees. Το οποίο αποφάσισε να μεταφέρει στην οθόνη, με τρόπο ομολογουμένως εκρηκτικό σε ενέργεια, ο Κρεγκ Γκιλέσπι, λάτρεις των απανταχού nerds όπως μάθαμε από το «Ο Λαρς και η Κούκλα του», του camp όπως έδειξε στην «Cruella» και των πραγματικών, έστω κι αν μονοδιάστατα διατυπωμένων, ιστοριών, σαν του «Εγώ, η Τόνια».
Ο Γκιλέσπι χρησιμοποιεί τεχνάσματα μπριόζικα, αλλά τόσο γνώριμα, ακολουθώντας, λες, τα χαρακτηριστικά κινηματογραφικά κολάζ του Ανταμ ΜακΚέι που συναντήσαμε στην άλλη χρηματιστηριακή επιτυχία του σινεμά, το «Μεγάλο Σορτάρισμα» κι απογείωσε, οριακά ενοχλητικά, στο «Μην Κοιτάτε Πάνω». Μεσότιτλοι που ενημερώνουν για τη χρονική στιγμή, την τοποθεσία, το «net worth» των ηρώων που ανεβοκατεβαίνει βράδυ και πρωί, ποπ γραφιστικά, σατιρικά ή υπονομευτικά βιντεάκια βγαλμένα από το tiktok, ανεβάζουν την ένταση μιας ιστορίας και μιας ταινίας μονοδιάστατης.
Αυτή είναι η αποθέωση του μικρού ανθρώπου, μιας κολλεγιάς αδυνάμων που τα έβαλαν με το σύστημα και κέρδισαν - μια ιδιόμορφη επανάσταση, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γιατί έγινε πριν μόλις δυο χρόνια, με τις μάσκες στο πρόσωπο και την τηλεργασία ως ευαγγέλιο. Αλλά κι οι περιφερειακοί ήρωες που επιλέγει ο Γκιλέσπι, ο αντιδραστικός slacker αδελφός, ο ονειροπαρμένος υπάλληλος του GameStop, η σκληρά εργαζόμενη Λατίνα νοσηλεύτρια και μητέρα, οι γεμάτες νεανικό ενθουσιασμό φοιτήτριες που βλέπουν την αγάπη τους ν' ανθίζει όπως οι μετοχές, είναι στερεοτυπικοί και χάρτινοι, πιο διάφανοι από ένα φρεσκοτυπωμένο δολάριο.
Με τον ίδιο τρόπο και, γύρω από έναν σαρωτικό Πολ Ντέινο, του οποίου η μοναδική όψη και μειλίχια αύρα ταιριάζει γάντι στον Κιθ Γκιλ, οι περιφερειακοί ηθοποιοί του «τερέν των κακών», ο Νίκ Οφερμαν, ο Σεθ Ρόγκεν, ο Σεμπάστιαν Σταν, δεν αναπτύσσονται ποτέ σε κάτι περισσότερο από περαστικές καρικατούρες.
Είναι μέσα στην αμερικανική παράδοση και ψυχή η πίστη ότι ο λαός θα κερδίσει, ότι ο «μικρός άνθρωπος» είναι αυτός που έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη δικαιοσύνη. Κι είναι πάντα συγκινητικές οι ιστορίες, πραγματικές ή όχι, όπου οι «μικροί άνθρωποι» συνασπίζονται για να τα βάλουν με τους δυνάστες τους, ειδικά εάν πρόκειται απ' αυτό να βγάλουν κέρδος πολλών χιλιάδων ή εκατομμυρίων. Βλέποντας, ωστόσο, το βαρυφορτωμένο κι επίμονο φιλμ του Γκιλέσπι, αναρωτιέσαι αν ο Φρανκ Κάπρα δεν τα είχε πει ήδη όλα και καλύτερα, μπόλικα χρόνια πριν τα social media και την επανάσταση του καναπέ.