Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μνημονεύει κανείς το «Μετά τα Μεσάνυχτα», την ταινία που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη έχει καθιερωθεί ως το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Νίκολας Ρεγκ: αποτελεί μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών, κουβαλά τη φήμη της διαβόητης (και για καιρό, υποτιθέμενα αληθινής) ερωτικής σκηνής ανάμεσα στον Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι (σε δύο από τις σημαντικότερες ερμηνείες της καριέρας τους), και πρόκειται για εκείνο το φιλμ –που μαζί με τον «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι– αποτύπωσε κινηματογραφικά την ιταλική πόλη ως ένα απαράμιλλα παρακμιακό σκηνικό ομορφιάς, μελαγχολίας, θανάτου, αποσύνθεσης και εμμονής.
Βασισμένη σε ένα διήγημα της Ντάφνι ντι Μοριέ, η ταινία μοιάζει στοιχειωμένη από δυσοίωνα προμηνύματα και ανείπωτες ενοχές, καθώς ακολουθεί το ταξίδι στη Βενετία ενός παντρεμένου ζευγαριού που πασχίζει να ξεπεράσει τον πρόσφατο θάνατο της κόρης τους από πνιγμό. Σε μια πόλη παραδομένη στη σήψη και την υγρασία, η συνάντησή τους με δύο αινιγματικές ηλικιωμένες αδελφές και μια σειρά από ανεξιχνίαστα εγκλήματα που έχουν αναστατώσει τα δαιδαλώδη κανάλια θα θέσουν σε κίνδυνο την ήδη τραυματισμένη σχέση τους και την εξίσου εύθραυστη επαφή τους με την πραγματικότητα.
Ομως παρά την αδιαπέραστη αύρα μυστηρίου που διατρέχει το φιλμ και τις ταυτισμένες με το σινεμά φρίκης κόκκινες πινελιές που σημαδεύουν τη φωτογραφία του Αντονι Ρίτσμοντ, το συναίσθημα εκείνο που περισσότερο απ’ όλα σφιχταγκαλιάζει ύπουλα ήρωες και θεατές είναι το πένθος που μοιάζει να παραμονεύει παντού: στο γυάλινο βλέμμα ενός τυφλού μέντιουμ, στα λαβυρινθώδη σοκάκια μιας νεκρής πόλης που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, σε ένα κόκκινο αδιάβροχο που μπορεί να κρύβει μια αχτίδα ελπίδας ή κάτι αποτρόπαια ζοφερό. Κι αν για πολλούς θιασώτες ενός πιο «παραδοσιακού» σινεμά τρόμου το «Μετά τα Μεσάνυχτα» φαντάζει σχεδόν αφόρητα καταθλιπτικό, αυτό είναι απλούστατα γιατί στην αόρατη αυτή απειλή που αιωρείται πάνω από το εγκαταλειμμένο τουριστικό θέρετρο συνυπάρχουν μια σπαρακτική σπουδή για την απώλεια και ένα αξέχαστο μεταφυσικό ταξίδι σε ανεξερεύνητες περιοχές του πεπρωμένου.
Στοχεύοντας, όπως πάντα, ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του, σε κάτι πολύ παραπάνω από μια κλασική ταινία είδους ή μια επιτηδευμένη ανατροπή των καθιερωμένων κανόνων, ο Ρεγκ επιτυγχάνει εδώ –περισσότερο από ποτέ στη φιλμογραφία του– την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο σασπένς και τον ερωτισμό, το συναίσθημα και τον αισθητικό πειραματισμό, τα εικονοκλαστικά παιχνίδια του φακού και, φυσικά, το παραπλανητικό μοντάζ που έγινε σήμα κατατεθέν του. Κυρίως, όμως, ενορχηστρώνει το μεγαλειώδες χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας ανακαλύπτοντας τον απόλυτο τρόμο όχι τόσο στο εμβληματικό, σοκαριστικό φινάλε και την αβάσταχτα αποπνικτική ατμόσφαιρα, αλλά στην ανατριχιαστική διαπίστωση ότι υπάρχουν πράγματα από τα οποία δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις, όσο κι αν προσπαθείς.