Παρότι κυκλοφορεί ως «επανέκδοση» στην Ελλάδα, η ταινία δεν προβάλλεται από καινούριες κόπιες.

Ενας άντρας, με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα, μπαίνει σ’ ένα αστυνομικό τμήμα. Διανύει διαδρόμους και αίθουσες μέχρι να φτάσει στον αστυνομικό υπηρεσίας. «Θέλω να καταγγείλω ένα φόνο». «Μάλιστα», θα πει ο αστυνομικός. «Ποιος είναι το θύμα;» «Εγώ». Ο αστυνομικός δε θα εκπλαγεί: μοιάζει να περιμένει τον Φρανκ Μπίγκελοου και καταχωρεί τα στοιχεία του. Από αυτό το σημείο, σ’ ένα συναρπαστικό φλας μπακ, ξεδιπλώνεται η ιστορία ενός προτετελεσμένου φόνου.

Αντί να διαβάσει κανείς τον ορισμό του φιλμ νουάρ, αρκεί να δει και να μελετήσει την ταινία του Ρούντολφ Ματέ – τα συστατικά και τα χαρακτηριστικά της συνοψίζουν την καρδιά του είδους. Το σασπένς και η σκηνοθετική έμπνευση στήνονται από την αρχή, από το εναρκτήριο μονοπλάνο, τόσο πρωτότυπο και καθηλωτικό που στέκεται στην κινηματογραφική ιστορία δίπλα σ’ εκείνο του «Touch of Evil» του Ορσον Γουελς, μια ζηλευτή σκηνή ριζοσπαστικού μεγαλείου.

Σκληροί, διεφθαρμένοι άντρες και γυναίκες με σάπια ψυχή αλλά όμορφες γάμπες κι αιματοβαμμένα χείλη, άφθονο αλκοόλ και τζαζ (ακόμα καλύτερα, jive!) σε σκοτεινά καταγώγια, η αμερικανική κοινωνία στην πλαστή άνθιση του ’50 κι ένας ήρωας εγκλωβισμένος σφιχτά σε μια αόρατη απειλή την οποία αγωνίζεται όχι να διώξει, αλλά να καταλάβει. Δεν πάει πολύ πιο ψηλά η αυθεντικότητα μιας ταινίας.

Εχοντας ήδη χτίσει την καριέρα του ως διευθυντής φωτογραφίας, ο Ματέ συνεργάζεται με τον Ερνεστ Λάζλο και παγιδεύει ένα σύμπαν σε σύνθετο άσπρο και μαύρο, έναν αστικό εφιάλτη χωρίς κάθαρση. Οσο θεαματική είναι η σκηνοθεσία του Ματέ, τόσο μεγαλύτερη γοητεία της δίνει το γεγονός ότι αυτό εδώ είναι στην ουσία του ένα b-movie, μια φτηνή ταινία, με ηθοποιούς που παίζουν μέτρια, με σκηνικά εκ των ενόντων και πολλά ιλιγγιώδη εξωτερικά, ένα περιτύλιγμα ωμό και βρώμικο για μια μεγάλη καλλιτεχνική δημιουργία.