Ο Χένρι Μπαρθ είναι αντικαταστάτης καθηγητής. Αυτό σημαίνει ότι το τηλέφωνό του χτυπάει όταν κάποιος κανονικός δάσκαλος αρρωστήσει ή αναγκαστεί να απουσιάσει. Τότε μπαίνει σε μια τάξη (πάντα διαφορετική) και διδάσκει μερικές σκόρπιες ώρες, μερικές προσωρινές βάρδιες, μια δυο βδομάδες το πολύ, σε μια χούφτα άγνωστα παιδιά. Χωρίς άγχος, χωρίς στόχο, χωρίς πραγματική ευθύνη απέναντί τους. Δε θα είναι εκεί για να δει αν θα αποφοιτήσουν ή όχι, αν έστω περάσουν την τάξη ή αν για άλλη μία φορά αποτύχουν. Φυσικά, δεν έχει διαλέξει αυτό το επάγγελμα τυχαία. Τα δικά του παιδικά τραύματα μετά την αυτοκτονία της μητέρας του τον έχουν αφήσει μισό άνθρωπο. Εχει απογοητεύσει τον εαυτό του, αλλά ειρωνικά ως δάσκαλος καλείται να εμπνέει στις ασχημάτιστες ακόμα προσωπικότητες των μαθητών του να μην το βάζουν κάτω. Να μην παραιτηθούν νωρίς και χάσουν την ευκαιρία να ξεφύγουν από τα σκοτάδια της εφηβείας τους.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Τόνι Κέι μας είχε αφήσει άφωνους με τα «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας», οπλίζοντας ένα δυνατό σενάριο με την ωστική υποκριτική δύναμη του νεαρού τότε Εντουαρντ Νόρτον και τη δική του βιρτουοζιτέ πίσω από την κάμερα. Σήμερα, ο σκηνοθέτης μοιάζει να το έχει χάσει. Οχι ακριβώς το ταλέντο. Τα πλάνα του, οι ιδέες (που κινούνται από ντοκιμαντερίστικες συνεντεύξεις στην κάμερα, μέχρι animation) η ηλεκτρισμένη σε στιγμές κινηματογράφησή του έχουν ακόμα άποψη, στιλ, έμπνευση.
Δεν έχουν όμως κανένα κέντρο βάρους, καμία ισορροπία, χάνουν τον αφηγηματικό στόχο. Το λάθος φυσικά δεν είναι όλο δικό του. Ξεκινώντας από το σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Καρλ Λαντ, τα «Μαθήματα Ζωής» βουλιάζουν κάτω από το βάρος της τραγωδίας τους. Οσοι κατοικούν το σύμπαν της ταινίας είναι βουτηγμένοι στην απελπισία: η μεσήλικη διευθύντρια που εξαναγκάζεται σε πρόωρη σύνταξη και η ζωή της στο σπίτι είναι επώδυνα συμβατική. Η υπέρβαρη μαθήτρια/καλλιτέχνης που θα ερωτευθεί τον καθηγητή της γιατί είναι ο μόνος που δεν την κοίταξε με απέχθεια. Δάσκαλοι παγιδευμένοι (συμβολικά και κυριολεκτικά) στον σχολικό φράχτη, νιώθουν αόρατοι, άχρηστοι και χαμένοι. Κι ο πρωταγωνιστής μας, δοχείο όλης αυτής της απελπισίας περιηγείται στην ταινία απαγγέλοντας, σχεδόν ηδονικά, λυρικό πεσιμισμό.
Κι αυτό δυστυχώς αφαιρεί κάθε δύναμη από την ταινία, μεταμορφώνει κάθε αληθινή στιγμή της σε τυποποιημένο μελόδραμα, υπονομεύει τις ερμηνείες. Το εξαιρετικό καστ προσπαθεί. Οι πιο βουβοί ρόλοι (όπως αυτός της Μάρσια Γκέι Χάρντεν) επιτυγχάνουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα, αλλά σε όσους έχουν γραφτεί σκηνές απόγνωσης μπροστά στο εκπαιδευτικό χάος, την παραδομένη στην αναρχία των δημόσιων σχολείων αμερικανική νεολαία, ή την δική τους κατάντια που τους ξέρασαν τα όνειρά τους πίσω από κούφια έδρανα, τα κλισέ είναι μονόδρομος.
Ο Εντριαν Μπρόντι, ειδικά, ένας ηθοποιός που έχει αποδείξει ότι με το σωστό σκηνοθέτη κερδίζει ακόμα και Οσκαρ, εδώ μοιάζει να έχει πέσει θύμα της σοβαροφάνειας του σεναρίου. Περιφέρεται ως τραγική φιγούρα του εαυτού του, παπαγαλίζοντας μυνήματα και σοφιστίες, μορφάζοντας πονεμένα βλέμματα και υπογραμμίζοντας με στόμφο τις δραματικές του παύσεις.
Oλα τα συστατικά συντελούν σε μία προσποιητή πόζα κι όχι σε μία επώδυνη αποτύπωση της σύγχρονης κοινωνικής και προσωπικής αποστασιωποίησης (όπως υποψιάζει ο αυθεντικός τίτλος).
Κι επειδή τελικά όντως η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, ίσως θα ήταν καλύτερα όλοι να επιστρέψουμε στη συλλογή από τα DVD μας και να ξαναδούμε το «Half Nelson».