Φθινόπωρο του 1990. Η Αλβανία ονομάζεται ακόμα «Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας». Αποτελεί ένα από τα τελευταία κομμουνιστικά προπύργια, ένα από τα τελευταία κράτη του ανατολικού μπλοκ που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Βέβαια, η χώρα βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο: αποσχισμένη από τη Σοβιετική Ενωση και την Κίνα, κοιτά πλέον προς την Ευρώπη. Μία Ευρώπη που δε θα ανεχθεί στους κόλπους της χώρα που καταπατά τα πολιτκά και ανθρώπινα δικαιώματα, για αυτό και η ιστορία μας ξεκινά εκείνο το φθινόπωρο, όταν μία αντιπροσωπεία διπλωματών από τη Δύση καταφθάνουν στην Αλβανία για έλεγχο. Παράλληλα, ο Λέο, ένας καθηγητής και αντιρρησίας της κυβέρνησης Χότζα που βρίσκεται εδώ και 15 χρόνια σε επαρχιακή φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος, αποφυλακίζεται. Ετσι ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, μία άλλη ομάδα (του Κόμματος) τον συνοδεύει στο δρόμο προς τα Τίρανα. Το σχέδιο τον θέλει να συναντά εκεί τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας, ο οποίος συμπτωματικά υπήρξε φίλος από τα φοιτητικά τους χρόνια στην Πράγα του 60, και να καταθέσει ότι τα ατομικά και πολιτικά του δικαιώματα δεν έχουν υποστεί καμία παραβίαση. Μόνο που στα μισά της διαδρομής, το αμάξι τους χαλάει και τους αφήνει στη μέση του πουθενά.
Ο Μπουγιάρ Αλιμάνι («Αμνηστία», «Krom») χρησιμοποιεί ιδανικά αυτή την παρομοίωση της βλάβης, για να αποκαλύψει τη φθορά μιας ολόκληρης χώρας. Εγκαταλελειμμένης στη μέση ενός ιστορικού πουθενά, όπου τίποτα δεν πάει καλά. Ολα καταρρέουν, ακόμα και η αλαζονική πεποίθηση των πάλαι ποτέ ισχυρών πρωτοπαλίκαρων του Κόμματος ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Εχουν ανάγκη τον Λέο, ο οποίος αρχικά τους αγνοεί, αλλά σταδιακά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τούς προκαλεί. Στη διαδρομή συναντούν την νέα Αλβανία - κάποιοι τους φοβούνται, κάποιοι ακόμα υποκλίνονται στο Κόμμα και νέοι άνθρωποι αμφισβητούν την εξουσία τους.
Ο Αλιμάνι συνθέτει τη δραματουργία με αυτοπεποίθηση. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές μέσα στη φυλακή, η εικόνα του είναι ρεαλιστική, αλλά επίτηδες αποχρωματισμένη, σάπια. Η κάμερά του στιβαρή πάνω στους ηθοποιούς του. Οι διάλογοι του (το σενάριο υπογράφει, και η ταινία του αφιερώνεται, ο Aρτάν Μιναρόλι) αποκαλύπτουν σταδιακά τις ισορροπίες, τους χαρακτήρες, την ηθική και τη διαφθορά των ανθρώπων. Το σύστημα τους κάνει ανήθικους, ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο - ανήθικοι άνθρωποι ισχυροποίησαν ένα σύστημα που κατέστρεψε ζωές; «Πήγες πανεπιστήμιο αλλά κοίτα που κατέληξες, στη φυλακή» λέει ο συνοδός του Λέο απαξωτικά στον επιστήμονα. «Αν είχες πάει κι εσύ πανεπιστήμιο, δε θα ήμουν φυλακή» του απαντά ήσυχα εκείνος.
Ο Αλιμάνι παίζει με τα σύμβολα (ο ήρωας που περπατά ενάντια στο ρεύμα του ποταμού), κάνει σχόλιο πάνω στην ιστορική μνήμη (η γριά μητέρα του Λέο που πάσχει από Αλτσχάιμερ), κοροϊδεύει φανερά (σκηνές φλερτάρουν με το παράλογο) αλλά πάνω από όλα, σοβαρεύει και κοιτά τον άνθρωπο - μέσα σε ομάδες, απέναντι σε Κόμματα, ή αντιπροσωπείες. Τον ενδιαφέρει αν το σύνολο σε ενισχύει ή σε συνθλίβει. Γίνεσαι ήρωας αν αντισταθείς και χάσεις τη ζωή σου, ή αν είχες φύγει από τη χώρα κι ακολουθούσες μία άλλη πορεία θα είχες μια άλλη τύχη; Αφησες το στίγμα σου, είχαν σημασία οι αγώνες σου;
Η τελευταία σκηνή, μία κυνική, σχολαστική καταγραφή της ανθρώπινης ζωής, κουβαλά μία μοναξιά, μια θλίψη, μια ματαιότητα, που αποτελεί την απαξιωτική, σκληρή απάντηση του Αλιμάνι.