Ενας καινούργιος νόμος που επιτρέπει για πρώτη φορά ερωτική επαφή ανάμεσα σε συζύγους στις φυλακές των Τιράνων. Η Ελσα ταξιδεύει από το μακρινό Πόγκραντετς μια φορά τον μήνα για να συναντήσει τον άντρα της στην φυλακή. Ο Σπετίμ επίσης επισκέπτεται την φυλακή για να δει την γυναίκα του. Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα τους θα αρχίσει να ζει έξω από την φυλακή μέχρι που τα πράγματα μετά από την Αμνηστία θα γίνουν πολύ δύσκολα και για τους δυο.

Μπαίνοντας αργά και εξερευνητικά – σαν ένας θεατής όχι μόνο μιας ταινίας αλλά και μιας άγνωστης χώρας - μέσα στο σύμπαν της «Αμνηστίας», καταλαβαίνεις γιατί ο Αλιμάνι αποφάσισε από νωρίς πως αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. Οχι μόνο γιατί οι εικόνες του διαγράφουν τις λεπτομέρειες του χώρου, του χρόνου και των διακυμάνσεων των ηρώων του περισσότερο από οποιαδήποτε πρόζα, αλλά κυρίως γιατί ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί την μικρή καθημερινή τραγωδία του διαθέτει μια διακριτική αίσθηση...ηδονοβλεψίας.

Εισβάλλοντας και ο ίδιος μέσα στις ζωές των δύο ηρώων του και κλέβοντας προσωπικές τους στιγμές, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει όλα όσα δεν θα ειπωθούν ποτέ όσο διαρκεί η ιστορία τους: τη ζωή που ζούσαν πριν τους συναντήσουμε, τη μοναξιά που κρύβει το μελαγχολικό τους βλέμμα, την αποστροφή τους για τις ερωτικές περιπτύξεις με τους συζύγους τους, τις αιτίες που τους οδηγούν να αναζητήσουν ο ένας τον άλλον.

Σχολαστικός παρατηρήτης της ρουτίνας τους, ο Αλιμάνι δεν επεμβαίνει παρά ελάχιστα στις (εσωτερικές και εξωτερικές) διαδρομές τους, αφήνοντας απλά ανοιχτό το δρόμο για τη συνάντηση τους. Αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο στις μοναχικές τους στιγμές, τους παρακολουθεί καθώς επαναλαμβάνουν μηχανικά τις κινήσεις μια ζωής που είναι φανερό πως δεν θέλουν πια να ζουν. Μέσα και έξω από τα θλιβερά διαμερίσματα τους, στη βασανιστική διαδρομή ενός λεωφορείου, στους σκοτεινούς χώρους εργασίας, σε μια φυλακή που δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν που επισκέπτονται κάθε μήνα για μια θλιβερή ερωτική περίπτυξη που ο νέος νόμος περιγράφει με δήθεν μεγαλοψυχία ως «σεξ».

Καμία επιλογή του Αλιμάνι δεν είναι τυχαία. Και καμία σκηνή από τις πολλές που μοιάζουν καταχρηστικές δεν είναι περιττή. Ολα στην ταινία του (με εξέχουσα την ιστορία της νεαρής κοπέλας που θα βοηθήσει την Ελσα δίνοντας της το κίνητρο να τολμήσει την αλλαγή) υπηρετούν την πραγματική ιστορία του, στην οποία αυτή η γυναίκα και αυτός ο άνδρας είναι μόνο συμπρωταγωνιστές που πλαισιώνουν τον πραγματικό πρωταγωνιστή της «Αμνηστίας» που δεν είναι άλλος από την Αλβανία. Μια χώρα σε απομόνωση (συναισθηματική, ηθική, νομική), μια χώρα που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε μια ελευθερία που κρατά «μια ώρα», μια χώρα που πασχίζει να περάσει σε μια νέα εποχή όταν ακόμη δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.

Πως λοιπόν μπορείς να συγχωρήσεις σε έναν σκηνοθέτη που έχει πετύχει μια τόσο δύσκολη «μεταφορά», έχει κατασκευάσει ένα ολοκληρωμένο φιλμικό σύμπαν από το τίποτα και έχει καταφέρει να αντλήσει συναίσθημα ακόμη και μέσα από ένα σε στιγμές υπερβάλλον στιλιζάρισμα, το γεγονός πως κλείνει την ιστορία του με έναν εντελώς σπασμωδικό και αχρείαστο τρόπο, χωρίς προηγουμένως να έχει χτίσει στο ελάχιστο μια τέτοια απότομη τροπή της πλοκής του; Και πως εξηγείται η ανάγκη του Αλιμάνι να καταδείξει με προφανείς σεναριακές λύσεις κάτι που σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης του προτίμησε να υποννοεί;

Η εύκολη απάντηση θα ήταν ότι πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός δημιουργού που είναι λογικό να βρίσκεται και αυτός μετέωρος, ακριβώς όπως και οι ήρωες του, ανάμεσα σε διλήμματα που χρειάζονται χρόνο για να γίνουν μεστές, ολοκλήρωμένες αποφάσεις. Αν, όμως, είναι κανείς σε θέση να απαιτήσει κάτι από έναν ταλαντούχο δημιουργό που με αυτήν την ταινία μπαίνει δικαιωματικά σε μια διεθνή λίστα πρωτοεμφανιζόμενων που θα απασχολήσουν το σύγχρονο σινεμά με το έργο τους, αυτό είναι σίγουρα να μην υποκύπτει σε...ευκολίες.