Δυο χρόνια μετά το «Iron Picker» και τον όποιο κινηματογραφικό αυθορμητισμό του, ο Ντάνις Τάνοβιτς επιστρέφει με μια ταινία στρατηγικά στοχευμένη στην κριτική των σημερινών Βαλκανίων και ειδικά της πολύπαθης Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το πεδίο του είναι ένα ξενοδοχείο, το πολυτελέστερο της πόλης αλλά και πάλι απομεινάρι καλύτερων εποχών, εκείνο που, όπως συχνά επισημαίνει ο διευθυντής του έχει φιλοξενήσει την Αντζελίνα Τζολί, το οποίο ονομάζεται, πώς αλλιώς, «Hotel Europa».

Στο κέντρο της πόλης, το «Hotel Europa» προσπαθεί να διατηρήσει την πρόσοψη και το λόμπι του περιποιμένα, πειθαρχημένα και καθαρά, στο εσωτερικό του όμως επικρατεί αναβρασμός. Το ίδιο βράδυ θα φιλοξενηθούν οι ηγέτες της Ευρώπης για μια σύνοδο, το προσωπικό, δυο μήνες απλήρωτο, ετοιμάζεται για απεργία, η ρεσεψιονίστ προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο του προσωπικού, ενώ η μητέρα της, στα πλυντήρια, είναι η επικεφαλής τους, ένας Γάλλος επίσημος προσκεκλημένος προβάρει το λόγο του στο δωμάτιό του, ο μαφιόζος ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου στο ισόγειο έχει αναλάβει την ασφάλεια, με αμφίβολης ηθικής αποτελέσματα και μια δημοσιογράφος στην ταράτσα κάνει συνεντεύξεις προσπαθώντας να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν της χώρας. Το 1914, ο Σερβοβόσνιος Γκαβρίλο Πρίντσιπ δολοφόνησε, δυο βήματα από το ξενοδοχείο, τον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας, πυροδοτώντας τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν ο Γκαβρίλο ήρωας ή τρομοκράτης; Και πώς θα μπορούσε η νεώτερη ιστορία της χώρας να είναι κάτι λιγότερο από εκρηκτικά βίαιη, με τέτοια θεμέλια;

Ο Ντάνις Τάνοβιτς έχει, κάθε φορά, μια νότα υπερφίαλου στο έργο του - εδώ το στοιχείο εκφράζεται με την επιλογή, ενώ ως Βόσνιος γνωρίζει καλύτερα απ' τον καθένα την ψυχοσύνθεση της πολύπαθης χώρας του, να βασιστεί στο θεατρικό έργο «Hotel Europa» του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Κι έτσι το αποτέλεσμα της «πολιτικής σάτιρας» είναι γεμάτο προφανείς συμβολισμούς, έναν έντονο (αντισερβικό) διδακτισμό και μια αποδοχή των κλισέ που ταιριάζει περισσότερο σε εξωτερικό παρατηρητή, παρά σε εκ των έσω γνώστη: η διαπλοκή, η διαφθορά, η δυσλειτουργία, η μιζέρια των Βαλκανίων παρουσιάζονται με βλέμμα κυνικό αλλά και φολκλόρ.

Από την άλλη πλευρά, ο Τάνοβιτς χτίζει πετυχημένα το σασπένς του φιλμ, καθώς ακολουθεί με την κάμερα και με εντατικά μονοπλάνα τους ήρωές του, όσο διανύουν ασταμάτητα τα πλάτη και τα ύψη του ξενοδοχείου, από τα σκοτεινά υπόγεια γκαράζ, στους διαδρόμους, τις κουζίνες, τα δωμάτια, τα γραφεία και τα μπαλκόνια, σ' έναν κοινωνικό στρόβιλο που ολοένα αποκτά δύναμη και ταχύτητα, αν όχι σεναριακή, σίγουρα σκηνοθετική.