Βρισκόμαστε στον Ιούνιο του 1940, με τους Γερμανούς να μπαίνουν στην Γαλλία και τη Γαλλική Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Πολ Ρεϊνό, σε δίλημμα για το αν θα πρέπει να παραδοθούν ή να συνεχίσουν τον αγώνα. Την προφανή λύση, αντίθετη της ανακωχής, προσπαθεί να δώσει ο άνθρωπος που θα παίξει κεντρικό ρόλο σε όλη την επόμενη περίοδο για τη χώρα, ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη γυναίκα του Ιβόν και την κόρη του με σύνδρομο Down Αν για να βρεθεί αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στην Αγγλία προκειμένου να πείσει τον Γούινστον Τσέρτσιλ να υποστηρίξει τον αγώνα του.
Ο,τι ακολουθεί στην ταινία του Γκαμπριέλ Λε Μπομάν, την πρώτη επίσημη κινηματογραφική βιογραφική ταινία για τον Σαρλ Ντε Γκωλ (οι μόνες του εμφανίσεις στο σινεμά είναι μικρά περάσματα, τα πιο διάσημα στο «Army of Shadows» του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, στο «The Day of the Jackall» του Φρεντ Τσίνεμαν, στο «Grace of Monaco» του Ολιβιέ Νταάν) είναι μια συνεχής συνδιαλλαγή ανάμεσα σε δύο δράσεις - τον αγώνα του Ντε Γκωλ να πείσει για την ανάγκη της αντίστασης και την περιπέτεια της οικογένειας του μέσα στα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενα παιχνίδι δηλαδή, διαρκές και βασανιστικό, ανάμεσα στον στρατιωτικό - πολιτικό άνδρα και τον σύζυγο-πατέρα, με φόντο μια από τις πιο βαρυσήμαντες σελίδες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, που στο χαρτί τουλάχιστον μοιάζει άκρως κινηματογραφικό για τη σκιαγράφηση του πάθους με το οποίο ο Ντε Γκωλ αντιμετώπιζε την πολιτική και τη ζωή, καταφέρνοντας, όχι πάντα με τον πιο διαφανή τρόπο, να προστατεύει τους ανθρώπους και τις αξίες για τις οποίες πίστευε ότι αξίζει κανείς να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του.
Εμβληματική προσωπικότητα, με δράση που ακουμπάει στο σήμερα και πτυχές, συχνά και σκοτεινές, που ιστορικά ανιχνεύονται, επαναδιατυπώνονται και επιστρέφουν με διαφορετική ορμή μέσα στις δεκαετίες, ο Σαρλ Ντε Γκωλ και όλο το βάρος που φέρνει το όνομα του δεν υπάρχει παρά αμυδρά σε μια ταινία που δηλώνει διαρκώς - αντίθετα με την ήρωα της - υπερβολικά τακτοποιημένη, επίπεδη και σε στιγμές ανιαρή. Δεν είναι μόνο η διαρκής διάθεση σεναρίου και σκηνοθεσίας να αντιμετωπίζει τον Ντε Γκωλ ως μια μονοδιάστατη προσωπικότητα, αγιογραφώντας τον τελικά ως έναν τέλειο πολιτικό και τέλειο σύζυγο και τέλειο πατέρα - σχεδόν σαν γήινο υπερήρωα ενός κόμικ που διαδραματίζεται στην πραγματικότητα. Είναι περισσότερο η έλλειψη του πάθους για τις αποφάσεις του (και στα δυο επίπεδα, πολιτικό και προσωπικό), που, ανεξάρτητα από την ιστορική τους βαρύτητα, χάνουν το κυριότερο που είναι η κινηματογραφική τους φλόγα.
Σε ένα ρόλο που ο Λαμπέρ Γουιλσόν πετυχαίνει τα μέγιστα, χωρίς να έχει ανάγκη ούτε την ψεύτικη μύτη για να πετύχει την ομοιότητα με τον ήρωα του ούτε φυσικά μια σκηνοθεσία ακαδημαϊκή που δεν του δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει περισσότερο τον ήρωα του, ο Ντε Γκωλ του Λε Μπομάν είναι γοητευτικός, φωτισμένος και ηρωικός, αλλά είναι μικρότερος και κυρίως πιο απλοϊκός από το ιστορικό του εκτόπισμα. Η τελική σκηνή της διάσημης εκφώνησης του λόγου του υπέρ της αντίστασης από τα στούντιο του BBC, είναι μόνη της καλύτερη από όλη την προηγούμενη ταινία, με εξαιρετικές λεπτομέρειες στο παίξιμο από τον Γουιλσόν και μακριά από την γλυκερή απεικόνιση του οικογενειακού δράματος που προσφέρει συγκίνηση και μια ανθρώπινη διάσταση στον ήρωα Ντε Γκωλ αλλά όχι και κινηματογραφική παθιασμένη, συναρπαστική εδραίωση μιας από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες της γαλλικής Ιστορίας.