Ο «Κροκόδειλος» είναι το ψευδώνυμο ενός άστεγου νεαρού άντρα που ζει κάτω από μια γέφυρα στον Ποταμό Χαν στη Νότια Κορέα. Βγάζει τα προς το ζην βουτώντας στο ποτάμι και «κλέβοντας» τα πορτοφόλια όσων αυτοκτονούν μπροστά στα μάτια του. Μαζί του σε μια αυτοσχέδια οικογένεια φτιαγμένη από ανάγκη επιβίωσης: ένα μικρό αγόρι, ένας σοφός ηλικιωμένος που όλοι τον γνωρίζουν ως Παππού και μια κοπέλα που ο «Κροκόδειλος» θα σώσει από την αυτοκτονία.
Χαμένο κορμί, με εκρήξεις βιαιότητας, θύτης και (κυρίως) θύμα ενός περιθωρίου που τον βυθίζει σταδιακά (και κυριολεκτικά) στον πάτο του ποταμού, εκεί όπου χτίζει αντικείμενο το αντικείμενο το δικό του καταφύγιο, ο «Κροκόδειλος» είναι τρία πράγματα μαζί: ένας κινηματογραφικός ήρωας που έρχεται να συναντήσει όλους τους outsiders αυτού του κόσμου, ο πρώτος ήρωας - σύμβολο του Κιμ Κι Ντουκ, πρότυπο για πολλούς από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές των ταινιών του και μαζί μια χώρα, η Νότια Κορέα των '90s, που κρύβεται από το «όνειρο» έχοντας προ πολλού απωλέσει κάθε ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Ο Κιμ Κι Ντουκ, άρτι αφιχθείς από τη σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής, είναι ολοφάνερο ότι επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1996 φέρνει στις βαλίτσες του την πολιτισμική έκρηξη των «Εραστών της Γέφυρας» του Λεός Καράξ (αλλά και ολόκληρου του κινήματος του cinéma du look των Μπενέξ και Μπεσόν), τραβώντας στα άκρα τις (όμορφες) εικόνες της εξαθλίωσης και της βίας αλλά κυρίως αυτές (τις όμορφες εικόνες επίσης) του νιχιλισμού, της απόλυτης κοινωνικής απαισιοδοξίας και της έννοιας της αμαρτίας και της τιμωρίας όπως θα αναπτύσσονταν ταινία με την ταινία τα επόμενα χρόνια.
Οι αυθεντικές εικόνες της καθημερινότητας των αστέγων, οι νυχτερινές σκηνές στο ποτάμι, οι υποβρύχιες λήψεις - για τις οποίες το «Crocodile» είναι δικαιολογημένα διάσημο - ο τρόπος με τον οποίο ο Κιμ Κι Ντουκ προσπαθεί να γεννήσει ρομαντισμό, καλοσύνη και αθωότητα μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, έρχονται να συναντήσουν εδώ με χαρακτηριστική ωμότητα την πλευρά του έργου του που, κυνικά, στέκει ως μια πηγή πρόκλησης για την πρόκληση (βλ. «Το Νησί») σε μια θεώρηση που θέλει την αγριότητα να μεγαλώνει όσο τα συναισθήματα προσπαθούν να βρουν μια γωνιά για να χωρέσουν σε έναν αποτρόπαιο κόσμο.
Ο (επαναλαμβανόμενος) βιασμός που ακολουθεί τη σωτηρία της νεαρής κοπέλας από την αυτοκτονία, το (προφανώς) «σύνδρομο της Στοκχόλμης» που έπεται, η άρνηση του Κιμ Κι Ντουκ να κάνει τον ήρωά του έστω και ελάχιστα συμπαθή (όσο κι αν σιχαίνεται τον εαυτό του και ο ίδιος όσο και οι θεατές), αλλά και η καταφανής του θεώρηση για την τιμωρία που όσο κι αν έρχεται «ονειρικά» παραμένει μια σκληρή κοινωνική καταδίκη, γίνονται εδώ τα πρώτα ψήγματα μιας αμφιλεγόμενης φιλμογραφίας που συγκινούσε πάντα ισόποσα για το μείγμα αγριότητας και ομορφιάς.
Το πρωτόλειο του πράγματος, καθώς και τα περιορισμένα μέσα που ο Κιμ Κι Ντουκ δεν έχει ακόμη μάθει να τιθασεύει για να μοιάζουν απόλυτα ενταγμένα στο κατασκευασμένο σύμπαν του προδίδουν πολλαπλώς το «Crocodile» ως μια μεν τολμηρή και «επαναστατική» πράξη νεανικού σινεμά που επιθυμεί να ενοχλήσει για να αλλάξει τους όρους της αφήγησης, αφήνοντας ωστόσο τον θεατή αμήχανο με έναν τρόπο που μοιάζει ίσως σήμερα παρωχημένος, πολιτικά ανορθόδοξος χωρίς ακριβώς λόγο και ελαφρώς έως και βαριά στα όρια του exploitation.
Must για τους φανατικούς του έργου του. Και για όσους θέλουν να δουν ένα σινεμά που δεν θα γυριζόταν ποτέ σήμερα - και δεν το λέμε ούτε για καλό, ούτε όμως για κακό.