«Το μόνο που χρειάζεσαι για μια ταινία είναι ένα κορίτσι κι ένα πιστόλι», είχε πει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, σε μια - ίσως την πιο ακέραια - από τις θρυλικές ατάκες μέσα στις οποίες φρόντισε από νωρίς να εγκλωβίσει τη μεγάλη ιδέα για ένα σινεμά απλό, ρεαλιστικό, ποιητικό, νουάρ, ανεξάρτητο, σημερινό και κλασικό την ίδια ακριβώς στιγμή.
Κανείς δεν το έκανε καλύτερα (σόρι Ζαν-Λικ…) πραγματικότητα από τον Λεό Καράξ που στην αυγή της δεκαετίας του ’90 υπήρξε πιο αποφασισμένος από ολόκληρη τη nouvelle vague μαζί να φτιάξει την ταινία που θα αποθέωνε οτιδήποτε σήμαινε (και σημαίνει ακόμη και σήμερα) μοντέρνο σινεμά, το Παρίσι, τους αφανείς ήρωες μιας ολόκληρης κοινωνίας, κάθε μικρή η μεγάλη ερωτική ιστορία γεννήθηκε και πέθανε στο σινεμά αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι της για όλες τις γενιές που θα ακολουθήσουν, από εκεί μέχρι και το τέλος του κόσμου.
Σε μια διαρκή (και σε στιγμές κοσμικών διαστάσεων) σύγκρουση ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ποίηση, την επιτήδευση και τον αυθορμητισμό, την αλήθεια της ζωής και αυτή του σινεμά που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να είναι τεχνητή, οι «Εραστές της Γέφυρας» φέρουν το βάρος της ίδιας τους της παραγωγής ενσωματωμένης μέσα στην «με κομμένη την ανάσα» αναδίπλωσή τους σαν ένα φιλμικό ποίημα που στίχο με το στίχο ξεχνάει τις ρίμες και την ομοιοκαταληξία, χάνει ακόμη και το ίδιο του το νόημα για να αποδεσμευτεί από οποιαδήποτε σύμβαση, κάθε κανόνα και να σταθεί σαν ένα μνημείο ελευθερίας (ειρωνικά και ισότητας και αδελφοσύνης…), μια γιορτή του σινεμά και της ζωής μαζί με το hangover που αφήνει ένα ξενύχτι όπου τα έκαψες όλα, σαν να μην υπήρχε αύριο.
Οι «Εραστές της Γέφυρας» ξεκίνησαν ως μια μικρή ταινία, μια φυσική συνέχεια της ιλιγγιώδους (σε δημοφιλία) φιλμογραφίας του Λεός Καράξ που είχε ξεκινήσει με το «Boy Meets Girl» του 1984 και συνεχίστηκε με το «Mauvais Sang» του 1986 - με αυτήν την ταινία να αποτελεί εκ των υστέρων μια μείξη και των δύο αφού ένα αγόρι συναντά ένα κορίτσι και μαζί προσπαθούν να βρουν έξοδο κινδύνου και αγάπης σε ένα δυστοπικό Παρίσι - με μοναδικη διαφορά πως εδώ όλα συμβαίνουν επί 1000 σε ένταση και απόηχο.
Η ταινία, με αρχικό κόστος κάτι σαν 9 εκατομμύρια φράγκα (περίπου 1.5 εκατομμύριο ευρώ) θα γυρίζοταν αρχικά σε ασπρόμαυρο με Super 8, με κεντρικό σκηνικό τη γέφυρα Pont-Neuf του Παρισιού, με τα γυρίσματα να μοιράζονται ανάμεσα στα πρωινά που θα γίνονταν στην ίδια τη γέφυρα και τα νυχτερινά που θα γίνονταν σε μια ρέπλικα της γέφυρας που θα κατασκεύαζε ο υπεύθυνος για τα σκηνικά της ταινίας, Μισέλ Βαντεστάιν, ανεβάζοντας τον προϋπολογισμό ήδη σε ακόμη 5 εκατομμύρια φράγκα. Σε μια Γαλλία που ανέκαθεν φρόντιζε η πόλη να αποτελεί το φυσικό σκηνικό του κινματογράφου της, ο δήμαρχος τότε του Παρισιού (με παρέμβαση και από το Υπουργείο Πολιτισμού με επικεφαλής τότε τον Ζακ Λανγκ), έδωσε στην παραγωγή τη Γέφυρα Pont-Neuf για γυρίσματα από τις 15 Ιουλίου μέχρι και τις 15 Αυγούστου, την εποχή δηλαδή που θα ήταν κλειστή για επισκευές. Λίγες ημέρες όμως πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ο πρωταγωνιστής Ντενί Λαβάν χτύπησε το χέρι του και έτσι τα γυρίσματα καθυστέρησαν.
Ο Καράξ (που δεν υπήρχε περίπτωση να αντικαταστήσει τον Λαβάν, τον μοναδικό Αλεξ όλων των Αλεξ του σινεμά, όπως, είμαστε σίγουροι, θα προτιμούσε να μη γίνει η ταινία αν η Μισέλ δεν ήταν η Ζιλιέτ Μπινός και μόνο) ξεκίνησε να γυρίζει σκηνές που δεν απαιτούσαν την πλήρη παρουσία του Λαβάν και δεν διαδραματίζονταν στη Γέφυρα, αλλά η ασφαλιστική εταιρία πίεζε την παραγωγή για συνθήκες που θα εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα σκηνικών, συντελεστών και επένδυσης. Η εταιρία αποσύρθηκε τελικά, παραδίδοντας το πρότζεκτ στα βαθιά νερά της αβεβαιότητας, ενώ είχαν γυριστεί μόνο 25 λεπτά ωφέλιμου υλικού. Τον Ιούνιο του 1989, με το σκηνικό της Γέφυρας που είχε φτιαχτεί να έχει πλέον καταρρεύσει, οι δύο βασικοί χρηματοδότες της ταινίας, ο Ελβετός Φράνσις Βαν Μπιούρεν και ο παραγωγός Φιλίπ Βινιέτ έδωσαν ακόμη 18 εκατομμύρια φράγκα (το συνολικό budget πλησίαζε πλέον τα 80 εκατομμύρια φράγκα - πάνω από 12 εκατομμύρια ευρώ) που ευτυχώς ήταν αρκετά για να γυριστούν οι απαιτητικές σκηνές της σκηνές του εορτασμού των 200 χρόνων από την Γαλλική Επανάσταση.
Θα ξοδεύονταν ακόμη 80 εκατομμύρια φράγκα για να ολοκληρωθεί η ταινία - με το παρασκήνιο γύρω από την παραγωγή της να τυλίγεται μέσα στις δεκατίες από ένα σύννεφο φημών και αποκαλύψεων και κυριότερα σημεία την επιβολή ενός happy end που ο Καράξ δεν είχε στο αρχικό σενάριο (και που αρνείται ακόμη και σήμερα ότι το επιβλήθηκε), αλλά κυρίως τη «μεταμόρφωση» του ήδη τρομερου παιδιού του γαλλικού σινεμά στον απόλυτο σταρ μιας ολόκληρης (ευρωπαϊκής και δη, βεβαίως, γαλλικής) βιομηχανίας που ηθελημένα, αθέλητα, δεν έχει καμία σημασία, άφησε το σημάδι του ως ένας ζωντανός μύθος, ιδιότητα που για καλό ή για κακό του θα τον ακολουθούσε για πάντα.
Κι όμως, κλείνοντας τα μάτια στο παρασκήνιο και ανοίγοντας το βλέμμα στο… σινεμά, οι «Εραστές της Γέφυρας» είναι στ’ αλήθεια μια μικρή ταινία. Είναι η ιστορία του Αλεξ που ζει στην Γέφυρα Pont-Neuf, βγάζει χρήματα από τα πλανόδια ακροβατικά του και δεν μπορεί να κοιμηθεί παρά μόνο αν ο μεγαλύτερος του, άστεγος κι αυτός, Χανς τον προμηθεύσει με τη δόση του με το υπνωτικό. Είναι η ιστορία της Μισέλ, μιας ζωγράφου που χάνοντας σταδιακά την όραση της, θα βρει καταφύγιο στη Γέφυρα, μαζί με τη γάτα της, Λουιζιάνα, και θα μάθει τον Αλεξ να κοιμάται ανά πάσα στιγμή όπως η ίδια χωρίς να παίρνει ναρκωτικά. Είναι η ιστορία του Αλεξ που θα ερωτευτεί τη Μισέλ και μαζί θα οργανώσουν τη δική τους Επανάσταση απέναντι σε κάθε κοινωνική σύμβαση και κάθε ιδέα κομφορισμού που σε ένα άλλο παραμύθι, με έναν άλλο αφηγητή και μια άλλη εποχή δεν θα τους έβρισκε ποτέ μαζί. Είναι η ιστορία δύο παιδιών που μετατρέπουν μια ολόκληρη πόλη στο προσωπικό τους παιδότοπο, φτιάχνοντας από την αρχή το δικό τους χάρτη «θησαυρού», το δικό τους soundtrack (ένα ρεμιξ που χωράει από τον Σοστακόβιτς μέχρι τους Les Rita Mitsouko και τον Ντέιβιντ Μπόουι), τη δική τους πατρίδα, χτισμένη πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει πάντα μια γέφυρα από το νερό που περνάει από κάτω της. Είναι η μικρή, όμως αρχετυπική και άρα μεγαλύτερη κι από τον κόσμο όλο, ιστορία ενός αγοριού, ενός κοριτσιού, ναι, κι ενός πιστολιού που πρωταγωνιστούν σε μια ταινία που γυρίζεται μόνο με αυτούς, μόνο γι’ αυτούς.
Μια ταινία τόσο σκληρή που όταν δεν αντέχει το ρεαλισμό γύρω της γίνεται ό,τι πιο τρυφερό έχεις δει ποτέ σου, χωρίς ποτέ να ξεχνάει πως η μεγάλη συνάντηση της πραγματικότητας του κόσμου και της πραγματικότητας που εσύ φτιάχνεις για τον εαυτό σου συμβαίνει πάντα τη στιγμή που νομίζεις ότι όλα έχουν τελειώσει. Ο Καράξ δεν τοποθετεί τυχαία την ιστορία του πάνω στους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Γαλλική Επανάσταση (σε μια από τις ωραιότερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά), ούτε το Παρίσι του είναι τυχαία πιο δυστοπικό κι από ανώνυμες πόλεις σε βιβλία φτηνής λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας των 50s. Το τείχος του Βερολίνου έχει πέσει, το όνειρο του σοσιαλισμού έχει αρχίσει να απογοητεύει οικτρά, το AIDS είναι πλέον μια ανεξέλεγχτη πανδημία, τα 80s έχουν αποδώσει τους καρπούς της μετα-πανκ ματαιόπονης ασυδοσίας τους και οι μοναδικοί άνθρωποι που μπορούν να επιβιώσουν είναι αυτοί που γνωρίζουν, όπως ο Αλεξ, τον τρόπο να σβήνουν και να ανοίγουν τα φώτα στην πόλη του Φωτός.
Το Παρίσι τους ανήκει, ακριβώς επειδή δεν τους ανήκει τίποτε άλλο. Απόκληροι μιας ζωής που δεν μπορεί πια να τους «δείξει» την πραγματικότητα, ο Αλεξ και η Μισέλ γίνονται από την αρχή οι πρωτόπλαστοι εν αναμονή του δικού τους Παραδείσου. Οι ιστορίες του πώς έφτασαν εκεί είναι γεμάτες από απώλειες, λάθη, κακές επιλογές, μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Και οι ιστορίες που φτιάχνουν εκεί, σε ένα υπαίθριο playroom είναι εν δυνάμει ο νέος κόσμος που όλοι περιμένουν.
«Μια ελπίδα», θα αναφωνήσει η Μισέλ όταν θα μάθει πως υπάρχει τρόπος να σώσει την όραση της. Μια ελπίδα που ο Αλεξ της κρύβει γιατί θα προτιμούσε να μην υπάρξει ποτέ επειδή μόνο έτσι μπορεί να είναι για πάντα τα μάτια της.
«Μια ελπίδα» μοιάζει να αναφωνεί και ο Λεός Καράξ, για έναν κόσμο που οφείλει να επαναδιαπραγματευτεί κάθε φορά που είναι ανάγκη τα περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης και για ένα σινεμά που αφήνει οριστικά πίσω του τη nouvelle vague για να ξαναπιάσει τα βασικά (λιγότερο «Με Κομμένη την Ανάσα» και Τριφό, περισσότερο «Παιδιά του Παραδείσου» και Τσάρλς Τσάπλιν) και από εκεί να επιστρέψει οριστικά στην πρωταρχική αποστολή του: να δείξει όλα αυτά που δεν μπορούμε, φοβόμαστε ή κάποιος, ακόμη κι αν το κάνει από υπερβολική αγάπη, μας εμποδίζει να δούμε.