Παρίσι, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Ο Μάρκ κι ο Χανς, δύο μεσήλικοι κακοποιοί χρωστούν χρήματα στην «Αμερικάνα». Ο τρίτος συνεταιρός τους αυτοκτόνησε, ή δολοφονήθηκε ως προειδοποίηση, πέφτοντας στις ράγες του μετρό. Με περιθώριο δύο μόνο εβδομάδες για να ξοφλήσουν το χρέος τους στην αδίστακτη τοκογλύφο, ο Μαρκ έχει ένα σχέδιο: θα επιστρατεύσουν τον Αλεξ, το γιο του αποθανόντα συνεταίρου, ο οποίος έχει διαβόητα «ευέλιγκτα χέρια» και «δεμένη γλώσσα», για να κλέψει το μυστικό εμβόλιο που καταπολεμά την εν εξελίξει θανατηφόρα μάστιγα της εποχής, αλλά βρίσκεται κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιο της φαρμακευτικής πολυεθνικής που το ανακάλυψε και το διαθέτει μόνο σε λίγους. Η πανδημία ονομάζεται STBO και μεταδίδεται ανάμεσα σε εραστές που κάνουν σεξ χωρίς να είναι ερωτευμένοι. Ακόμα κι ένας από το ζευγάρι να μην αγαπά τον άλλον, μολύνεται το αίμα και των δύο και σταδιακά και επώδυνα πεθαίνουν. Οσο ο Αλεξ προετοιμάζεται για την αποστολή του, τον παρακολουθούμε να χωρίζει με την παθιασμένη μαζί του έφηβη Λιζ και να ερωτεύεται παράφορα, μυστικά και απεγνωσμένα την Αννα - την πιστή ερωμένη του ψυχρού Μαρκ. Υπάρχει άραγε περίπτωση σ' αυτή τη ζωή να αγαπιούνται δύο άνθρωποι το ίδιο; Ή η αγάπη έχει ανεπίστρεπτα μολυνθεί κι αργοπεθαίνει;

Ο Λεός Καράξ στη δεύτερη ταινία της καριέρας του (μετά το «Boy Meets Girl» του 1984) συνθέτει μία λυρική παραβολή για το θάνατο του ρομαντισμού σ' έναν κυνικό κόσμο, αλλά και ένα ερωτικό κινηματογραφικό γράμμα στο σινεμά είδους: όχι τόσο του νεονουάρ και της επιστημονικής φαντασίας που αποτελούν αφορμή και επίφαση, όσο στους μάστερ της νουβέλ βαγκ - και ειδικά στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Η πλοκή δεν σε ενδιαφέρει τόσο, όσο το καθαρόαιμο συναίσθημα που γεννά η κινηματογραφική εικόνα, η ποιητική τόλμη των πλάνων, οι πέρα από τα όρια ήρωες. Ενα σινεμά που το βλέπεις με την καρδιά, όσο κρατάς ορθάνοιχτα τα μάτια στους πειραματισμούς της οθόνης.

Ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας («Mauvais Sang» / «Μολυσμένο Αίμα») είναι τόσο μία πρώτη αναφορά στο AIDS την εποχή της γέννησής του, όσο, ακόμα πιο συμβολικά, δανείζεται την κυνική ματιά του για την ηθική κατάπτωση του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος κάπου κάποτε σταμάτησε να αισθάνεται, από το ποίημα του Αρθούρου Ρεμπό «Μία Εποχή στην Κόλαση» (ο Ρεμπό ονομάζει το δεύτερο μέρος του ποιήματος «Mauvais Sang»).

Χρησιμοποιώντας ως κεντρικό ήρωα και ξεναγό μας στην υπαρξιακή περιπλάνησή του τον Ντενίς Λαβάν, πιστό του πρωταγωνιστή και κινηματογραφικό του alter ego (εδώ τον ονομάζει «Αλεξ», που είναι το πραγματικό όνομα του Καράξ, όπως και στο «Holy Motors» τον αποκαλεί «Οσκαρ», που είναι το μεσαίο του βαφτιστικό όνομα), ο Καράξ επιχειρεί να δώσει γήινη σωματικότητα στα απόκοσμα φιλοσοφικά του ερωτήματα. Ενας μυώδης, γεμάτος ενέργεια, εκφραστικότητα (ο Λαβάν ίσως είναι ο μοναδικός «Τσάπλιν» καρατερίστας του σύγχρονου σινεμά), εκρήξεις ήρωας στέκεται με παγερή, ενστικτώδη λίμπιντο απέναντι στην 16χρονη ερωμένη του (τη δεκαεξάχρονη τότε Ζιλί Ντελπί) και απαράμιλλο δέος μπροστά στην πορσελάνινη, αέρινη Ζιλιέτ Μπινός. Ενας μαγεμένος, ερωτευμένος άντρας σε ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο μέσα στο ανεξερεύνητο συναίσθημά του.

Η Μπινός, σύντροφος του Καράξ τότε, είναι η μετουσιώση (όπως υποδηλώνει και το όνομα της ηρωΐδας της) της Αννα Καρίνα. Η κουπ της, το κόκκινο ζακετάκι, η μπλε ρόμπα (όλα παραπέμπουν στο στιλ της μούσας του Γκοντάρ) ένας μικρός φόρος τιμής στα αρχέτυπα πρότυπα του δασκάλου, αλλά και μία παραδοχή της αληθινής ζωής που εισβάλλει στη δημιουργία: πώς είναι να κινηματογραφείς τη γυναίκα με την οποία είσαι ερωτευμένος;

Για αυτό, ακόμα κι αν όσα θέλει να πει (ή θέλει ο κάθε θεατής να διαβάσει), στην ιστορία της «Δικής μας Νύχτας» είναι διαχρονικά σημαντικά, η πραγματική ομορφιά κρύβεται στην εικόνα. Αλλωστε ο πρώτος έρωτας του Καράξ ήταν πάντα το σινεμά. Εχει σημασία που καταλήγει η πλοκή; Πόσο ενδιαφέρει τι συμβολίζουν οι ηλικιωμένοι ρόλοι (ο πάντα συγκλονιστικός Μισέλ Πικολί και η «μούμια» Κάρολ Μπρουκς) σε αντίστιξη με το άγουρο των νιάτων (ο ίδιος ο Καράξ ήταν τότε το μόλις 26 χρονών enfant terrible του γαλλικού σινεμά);

«Ταΐζω τα μάτια μου για να θρέψω την αγάπη μου» λέει σε κάποια στιγμή ο Αλεξ. Κι αυτή μοιάζει να είναι και η κοινή παραδοχή σκηνοθέτη και θεατών. Γιατί η ταινία μένει αθάνατη για τις σεκάνς που δεν έχουν (φαινομενικά) σημασία με την ιστορία: όταν ο Λαβάν επιδίδεται σε κλοουνίστικα κόλπα για να στερέψει τα ασταμάτητα δάκρυα της Μπινός. Οταν τη σηκώνει στα χέρια για να την προφυλλάξει από την καυτή άσφαλτο. Οταν την κοιτά με λατρεία αιωρούμενος με αλεξίπτωτο (σε μία σκηνή που οι ηθοποιοί γύρισαν χωρίς κασκαντέρ) και κρατώντας τη σφιχτά. Για να μην πέσει. Εκείνος, όχι εκείνη.

Οταν ο ανομολόγητος έρωτάς του ξεσπά σε μία εκρηκτική, παιδική, συγκινητική τρεχάλα στους νυχτερινούς δρόμους, υπό τους ήχους του «Modern Love» του Ντέιβιντ Μπόουι (κάτι που ο Νόα Μπάουμπαχ επανέλαβε ως φόρο τιμής στη «Frances Ha» του). Οσο ο Λαβάν κάνει ρόδες, όσο ο Καράξ παίζει με τα όρια του στιλ στην εικόνα, τις μουσικές, τις σιωπές, η καρδιά μας χάνει ένα χτύπο. Ερωτεύεται ταινίες και ζει τις δικές της νύχτες.

Διαβάστε ακόμη: Λεός Καράξ: Ζήσε σαν αιώνιο παιδί-θαύμα, κάνε σινεμά σαν πυροτέχνημα!