Στο ισπανικό «Ερωτας αλά Ισπανικά», μία νεαρή κοπέλα με Βασκική καταγωγή που ξεπερνάει έναν επώδυνο χωρισμό, γνωρίζει τον Ραφαέλ, έναν περήφανο Ανδαλουσιανό. Στο γαλλικό «Θεέ μου, τι σου Κάναμε;», ένα παραδοσιακό, αστικό ζευγάρι Καθολικών Γάλλων έρχεται αντιμέτωποι με τις – Θεέ μου! – εξοργιστικές επιλογές γαμπρών των κοριτσιών τους: έναν Εβραίο, έναν Μουσουλμάνο, έναν Κινέζο και έναν Αφρικανό. Στην επίσης γαλλική «Οικουγένεια», το λαϊκό παρελθόν ενός εστέτ αριστοκράτη επιστρέφει για να τον στοιχειώσει. Και στο ιταλικό «Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ», ένας αστός και μια φτωχή γυναίκα από τα πολυπολιτισμικά προάστια της Ρώμης, αναγκάζονται να συμπεθεριάσουν όταν τα παιδιά τους συνάπτουν σχέση.

Κοινό στοιχείο όλων; Μια μεσογειακή πραγματικότητα που φαίνεται να υπονομεύεται από την εσωτερική της ανομοιογένεια, τις κοινωνικές ανισότητες, την μεταβαλλόμενη σύσταση του πληθυσμού της και, κυρίως, τις πάγιες στερεοτυπικές της αντιλήψεις για κάθε τι «ξένο» και «διαφορετικό», κάτι που χρησιμοποιείται σε κάθε κινηματογραφική περίπτωση ως αφορμή για μια χιουμοριστική αφήγηση που στόχο έχει – στα χαρτιά τουλάχιστον – να ανατρέψει τα δεδομένα ή έστω να φέρει κοντά τους φαινομενικά αντιδιαμετρικούς κόσμους που αφορά, συνήθως σημειώνοντας μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στα ταμεία της κάθε χώρας.

Με τις ευχές λοιπόν του ιταλικού box office, το «Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ» δεν ασχολείται τόσο με την πολυπολιτισμική διαφοροποίηση της ιταλικής κοινωνίας (αν και η μία πρωταγωνίστρια της ταινίας διαμένει σε ένα πολιτισμικά ποικιλόμορφο οικοδομικό μπλοκ) όσο με τις διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, τις ετερόκλιτες κουλτούρες που δείχνουν να συνυπάρχουν τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά η μία από την άλλη και με τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν, κατά κανόνα, τον μέσο εκπρόσωπο της κάθε κατηγορίας.

Είναι μια συνταγή ασφαλής και χωρίς εκπλήξεις, από την αρχική συνάντηση της πληθωρικής, φασαριόζας Μόνικα της Πάολα Κορτελέσι (η οποία συμμετείχε και στη συγγραφή του σεναρίου) με τον συντηρητικό, καθώς πρέπει Τζοβάνι του Αντόνιο Αλμπανέζε μέχρι την αναπόφευκτη σύγκρουση κάθε σταθεράς τους σε προσωπικό, ηθικό και οικονομικό τομέα, καθώς οι δημιουργοί της ταινίας γνωρίζουν ότι πατώντας σε οικείες και κοινώς αποδεκτές νόρμες θα μεγιστοποιήσουν και την αμεσότητα της αφήγησής τους.

Και όντως, η αφήγηση περιλαμβάνει πανικόβλητες αντιδράσεις «αστών», ειρωνικά βλέμματα «φτωχών», κλεπτομανείς δίδυμες που μιλούν μόνιμα στερεοφωνικά, κατάδικους κομμωτές με τάση στην εγκληματική κατάχρηση του ψαλιδιού, ευέξαπτες ιταλίδες που δε διστάζουν να λύσουν με ένα ρόπαλο τις διαφορές τους και ανθρώπους που εύκολα χρησιμοποιούν το κοινωνικό κλισέ ως επιχείρημα, όλα βέβαια σε μια πορεία προς την πολιτισμική συμφιλίωση καθώς η καλή καρδιά ξεπερνάει πάντα όλα τα εμπόδια.

Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά και διαφοροποιεί τελικά το φιλμ από την υστερική κακόγουστη ιταλική φαρσοκωμωδία που θα μπορούσε να είναι, είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης Ρικάρντο Μιλάνι αποφεύγει τις υπέρμετρες κορώνες και το slapstick στοιχείο, εστιάζοντας όντως στη γνήσια προσπάθεια των ηρώων του να ανακαλύψουν τον άλλον και προτιμώντας μια αφήγηση που χρησιμοποιεί περισσότερο τις εκφράσεις των ηρώων και όχι τις σωματικές υπερβολές τους. Θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα μελαγχολία σε όλη την αφήγηση και μια ματιά που δε θέλει να κρίνει αλλά να ωθήσει απλά τους ήρωες προς μια μικρή (στην αρχή) αλλαγή.

Υποστηρίζοντας αυτή την επιλογή, οι Κορτελέσι και Αλμπανέζε ισορροπούν ανάμεσα στα κλισέ των χαρακτήρων τους και τις συναισθηματικά πλούσιες περσόνες που ενσαρκώνουν, δημιουργώντας τελικά δύο ήρωες που, προς τιμήν τους, εμφανίζονται τελικά περισσότερο τρισδιάστατοι από όσο πραγματικά είναι. Ακριβώς όπως η ταινία χαρακτηρίζεται τελικά πιο ικανή από όσο πραγματικά της αναλογεί.

Γιατί αυτό καταφέρνει τελικά το «Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ». Να δημιουργήσει μια ταινία που δεν λέει κάτι ουσιαστικά καινούριο ή καινοτόμο αλλά που αφηγείται τις γνώριμες εξελίξεις της με μια μετρημένη αφέλεια χωρίς να βυθίζεται εξολοκλήρου στην φάρσα. Μπορεί να μην εντυπωσιάζει αλλά τουλάχιστον καταφέρνει να μην καταφύγει σε καρικατούρες για να κάνει επικοινωνήσιμο το όποιο μήνυμά της. Μέσα στο είδος της ιταλικής φάρσας, αυτό είναι ένα μη αμελητέο κατόρθωμα.