Ο Βαλεντίν Ντε είναι ένας καταξιωμένος και διάσημος σχεδιαστής επίπλων, που πλασάρεται ως ορφανός, γιατί ντρέπεται για την ταπεινή του καταγωγή, μέχρι που εμφανίζεται η οικογένεια του και η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύπτεται. Τα βάσανα του δεν τελειώνουν εδώ, αφού μετά από λίγο τον χτυπάει αυτοκίνητο και καταλήγει με μία μορφή αμνησίας που διαγράφει τα τελευταία χρόνια της κοσμοπολίτικης ζωής του. Η παριζιάνικη περσόνα του Βαλεντίν Ντε σβήνει και στη θέση της εμφανίζεται ο γνήσιος γόνος μιας λαϊκής οικογένειας.
Αλλο ένα καλοκαίρι, άλλη μια ταινία του δημοφιλή Γάλλου κωμικού Ντάνι Μπουν στα θερινά σινεμά της χώρας. Μετά το περσινό ατόπημά του «Μ.Α.Τ. Μονάδα Αποδόμησης Τάξης», ο Μπουν προσπαθεί να επανορθώσει, επιστρέφοντας με μεγάλα κέφια με μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί, γράφει και σκηνοθετεί, και έκανε τους Γάλλους να τρέξουν στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας, κάνοντας έτσι το καλύτερο άνοιγμα για γαλλική ταινία τα τελευταία 10 χρόνια.
H νέα του ταινία, με τίτλο «Η Οικουγένεια» (!), φέρνει αρκετά κοινά με την πρώτη του μεγάλη επιτυχία «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι» (από το ήδη μακρινό 2009), κάνοντας τον Μπουν να θυμηθεί και πάλι τη βόρεια κληρονομιά του και στη σάτιρα των διαφορών του γαλλικού Βορρά με την υπόλοιπη χώρα. Ξαναζεσταμένο φαγητό εν μέρει σίγουρα, αλλά εδώ ο Μπουν προσθέτει το μυστικό συστατικό της οικογένειας για να κάνει την ιστορία του ίσως λίγο παραπάνω πολιτικά ορθή σε σχέση με πριν.
Το πρώτο μέρος είναι όντως αρκετά διασκεδαστικό, με τον Μπουν να δείχνει σαν να έχει βρει την παλιά του φόρμα, καθώς ο ίδιος, ως πλέον «γνήσιος» Παριζιάνος, προσπαθεί να αποφύγει την λαϊκή οικογένειά του, η οποία δεν σταματά να μιλάει με την βόρεια προφορά την οποία κανείς στο Παρίσι δεν μπορεί να καταλάβει, παίζοντας αρκετά με τους τοπικούς ιδιωματισμούς και προφορές. Και εδώ είναι η μόνη φορά που το ελληνικό κοινό θα βρει, ίσως, κάποια κοινά στοιχεία με τους χαρακτήρες...
Σαν ιδέα δείχνει χαριτωμένη, αλλά το σενάριο γρήγορα πέφτει σε κοινότυπες ευκολίες και κλισέ – οι σνομπ, ψυχροί και απρόσωποι πρωτευουσιάνοι εναντίον των καλόψυχων, αγαθών και τίμιων επαρχιωτών – και εξελίσσεται με αρκετά προβλέψιμο τρόπο. Και καθώς ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του και την ταπεινή του καταγωγή, αρχίζε να στρέφεται περισσότερο στο δράμα παρά στην κωμωδία, κάνοντας έτσι τους χαρακτήρες να δείχνουν χαμένοι μέσα σε μια σειρά από γεγονότα τα οποία ούτε αστεία είναι, ούτε προκαλούν την απαραίτητη συγκίνηση για να... πείσουν.
Μπορεί η σωματική κωμωδία να είναι το ατού του Μπουν, εδώ όμως δείχνει να είναι πιο «ήσυχος» αλλά δεν παύει να είναι καλός σε αυτό που κάνει, τουλάχιστον. Αυτή όμως που δίνει έναν άλλον αέρα στην ταινία είναι η Λιν Ρενό, ως η μητέρα του χαρακτήρα του Μπουν, η οποία εκπέμπει μια μοναδική καλοσύνη και ειλικρίνεια με την ερμηνεία της. Παρόλα αυτά όμως, η «Οικουγένεια» δείχνει να απευθύνεται περισσότερο στο γαλλικό παρά σε ένα ευρύ κοινό. Ενα κοινό που φαίνεται ότι απλά διασκεδάζει με τις ταινίες του Μπουν, αλλά δυσκολεύεται να συνδεθεί μαζί τους και να τις αγαπήσει πραγματικά όπως κάνουν, με τυφλή μάλλον εμπιστοσύνη, οι συμπατριώτες του.