Πριν από οκτώ περίπου χρόνια, ο Ντάνι Μπουν υπέγραφε (ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής) μια ταινία που παραμένει μέχρι σήμερα η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά εγχώρια παραγωγή στην ιστορία του γαλλικού box office: το «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι», μια αμφίβολης πολιτικής ορθότητας αλλά αναμφίβολα αστεία φαρσοκωμωδία γύρω από την αιώνια κόντρα μεταξύ γαλλικού Βορρά και Νότου. Από τότε ο αγαπημένος κωμικός των Γάλλων συνεχίζει να διασκεδάζει τους συμπατριώτες του –και συνήθως μόνο αυτούς– με αμείωτη συχνότητα, προσφέροντας τα ταλέντα του σε ταινίες δικές του και άλλων σκηνοθετών (μόλις πριν από λίγες εβδομάδες είδαμε στην Ελλάδα τον «Αρχιτσιγκούνη», όπου, τουλάχιστον, μόνο πρωταγωνιστούσε).

Αν όμως η απουσία καλού γούστου έβγαζε τουλάχιστον γέλιο στην τεράστια εκείνη επιτυχία του 2008, εδώ είναι μάλλον πηγή αμηχανίας και, δυστυχώς, λόγω της φετινής επιδημίας που θέλει κάθε πρόσφατη γαλλική κωμωδία να βρίσκει το δρόμο της για τις ελληνικές αίθουσες, είμαστε αναγκασμένοι να την υποστούμε.

Η νέα του σκηνοθετική (και σεναριακή) προσπάθεια βασίζεται λιγότερο στη δική του ερμηνεία –ο ίδιος υποδύεται, μάλλον συγκρατημένα για τα δικά του δεδομένα, τον στερεοτυπικά λιγομίλητο ματατζή Οζέν, τον οποίο μια προσωπική προδοσία έχει κάνει δύστροπο στη συνεργασία και, κυρίως, μισογύνη– και περισσότερο στη συμπρωταγωνίστριά του, Αλίς Πολ, στο ρόλο της δυναμικής αλλά ατσούμπαλης ηρωίδας Ζο, της οποίας το όνειρο είναι να γίνει η πρώτη γυναίκα που θα ενταχθεί στο Σώμα Ειδικών Δυνάμεων, έστω κι αν είναι ηλίου φαεινότερον ότι δεν διαθέτει τις κατάλληλες ικανότητες. Φυσικά, ο κλήρος θα πέσει στον Οζέν για να την εκπαιδεύσει… Ακολουθεί το χάος, καθώς το αταίριαστο δίδυμο προσπαθεί να συνεργαστεί, ενώ την ίδια στιγμή εντολές εκ των άνωθεν (η Ζο είναι κόρη υπουργού) επιβάλλουν την πορεία της στο σώμα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία, αν έχει δει κανείς έστω και δέκα ταινίες στη ζωή του, για να υποψιαστεί ότι το ειδύλλιο δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνισή του και ο ζήλος της Ζο θα αναγνωριστεί.

Μόνο που η προβλεψιμότητα και η έλλειψη πρωτοτυπίας δεν είναι το μοναδικό, ούτε καν το μεγαλύτερο, πρόβλημα της ταινίας. Αυτό θα το βρει κανείς στο οξύμωρο σχήμα ενός φιλμ που μιλά για μισογυνισμό και προκαταλήψεις αλλά επιλέγει να παρουσιάσει την κεντρική ηρωίδα του ως ανίκανη, αφηρημένη, ονειροπαρμένη και εγκληματικά αφελή. Ή στη θρασύτατη φιλοδοξία του να ανακατεύει κωμωδία, ρομάντζο και ταινία δράσης χωρίς να μπορεί να χειριστεί κανένα από τα είδη αυτά έστω και με υποτυπώδη πειστικότητα. Ή στην απόφασή του να εμπλέξει στην ιστορία του, με αδεξιότητα που συναγωνίζεται εκείνη της ηρωίδας του, μια υπόθεση τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι. Για να κορυφωθεί στη μεταμφίεση των Σέρβων τρομοκρατών σε drag queens σε μια άβολη σκηνή που αξίζει να δει κανείς (λέμε τώρα) μόνο για να διαπιστώσει πόσο κακοστημένη είναι.

Ισως όλα αυτά να μην ήταν τόσο ενοχλητικά, αν το «Μ.Α.Τ. Μονάδα Αποδόμησης Τάξης» ήταν τουλάχιστον αστείο. Αλίμονο, όμως, το πιο εμπνευσμένο στοιχείο του είναι η ελληνική απόδοση του τίτλου του.