Λος Αντζελες, 1938. Ο Τζ. Τζ. «Τζέικ» Γκίτις είναι ο καλύτερος ιδιωτικός ντετέκτιβ της περιοχής. Ακριβός, καλοντυμένος, γοητευτικός, αυστηρός με τους συνεργάτες του διατηρεί ένα πολυτελές γραφείο («Discreet Investigations») στην καρδιά της πόλης το οποίο εξειδικεύεται σε «συζυγικές υποθέσεις». Δηλαδή περιπτώσεις μοιχείας. Απατημένοι σύζυγοι απευθύνονται σε αυτόν και την ομάδα του για παρακολουθήσεις, φωτογραφίες, αποδείξεις προδοσίας. Μία τέτοια σύζυγος φτάνει στην πόρτα του και ζητά από τον Τζέικ να πιάσει τον άντρα της στα πράσα. Μόνο που η κυρία Μάλρεϊ δεν είναι αυτή που ισχυρίζεται, κι ο Χόλι Μάλρεϊ δεν είναι τυχαίος: επικεφαλής μηχανικός της Εταιρίας Υδρευσης της πόλης, αντιτίθεται στο να υπογράψει για τη δημιουργία (σαθρού) φράγματος, ενώ τα πολιτικά συμφέροντα είναι άλλα. Ο Τζέικ όντως τον συλλαμβάνει με μία νεαρή κοπέλα, οι εφημερίδες τον εκθέτουν στα πρωτοσέλιδά τους, αλλά τότε ξεκινούν οι ανατροπές και οι αποκαλύψεις. Η πραγματική κυρία Μάλρεϊ εμφανίζεται στο γραφείο και τη ζωή του (η άλλη ήταν απατεώνας, πληρωμένη για να αμαυρώσει την υπόληψη του), ο Χόλι Μάλρεϊ βρίσκεται πνιγμένος μέσα στους τσιμεντένιους σωλήνες νερού, ο Τζέικ ακολουθεί το νήμα του μυστηρίου και βρίσκεται μπροστά σε μία ιστορία πολιτικο-οικονομικής διαφθοράς που διαβρώνει τα θεμέλια της πόλης του Λος Αντζελες. Μιας πόλης που χτίστηκε πάνω στο ψέμα και πλούτισε πάνω στο ψέμα - από την ιστορία ύδρευσής της μέχρι το σύμπαν του Χόλιγουντ.

Αυτό ενδιαφέρει και τον συγκλονιστικό σεναριογράφο Ρόμπερτ Τάουνι («Shampoo», «The Last Detail») να αφηγηθεί, χρησιμοποιώντας τη φόρμα της κατασκευής του νουάρ κι ακολουθώντας την παράδοση των Ρέιμοντ Τσάντλερ και Ντάσιελ Χάμετ. Γέννημα θρέμμα του Λος Αντζελες κι ο ίδιος, δεν μπορεί να κρύψει τη νοσταλγική αγάπη του για την πόλη του, ενώ ταυτόχρονα βλέπει ξεκάθαρα τη σκοτεινή της πλευρά. Κι αυτό είναι η πρώτη ύλη που φτιάχνονται τα κινηματογραφικά όνειρα: μία προσωπική ιστορία ένοχων μυστικών, φιλοδοξιών, απληστίας, προδοσίας, εγκλήματος κατασκευάζει το τέλειο φράγμα για να παρασύρει την ορμή μας στο αστυνομικό μυστήριο, ενώ εκείνο που θα μάς πνίξει τελικά είναι πολύ μεγαλύτερο, οικουμενικό και διαχρονικό.

Κι αν ο Τάουνι είναι ο μοναδικός που κατέληξε με Οσκαρ εκείνη τη χρονιά, η ταινία είναι ένα αναμφισβήτητο αριστούργημα εξαιτίας της ευφυΐας του Ρομάν Πολάνσκι. Κι όχι μόνο γιατί επενέβη και στο σενάριο του Τάουνι, αφαιρώντας το βολικό voice over, προσθέτοντας σκηνές και αλλάζοντας ριζικά το διάσημα κυνικό τέλος της ιστορίας. Αλλά γιατί η αυτοπεποίθηση της σκηνοθεσίας του σκάβει ακόμα βαθύτερα από την pulp-fiction επιδερμίδα του είδους. Μπορεί να παραδίδει ένα άρτιο, ακριβές, απολαυστικό θρίλερ στο κοινό, αλλά η επίγευση του αμερικανικού νουάρ έχει εμποτιστεί από το ευρωπαϊκό σινεμά κι έχει μεταμορφωθεί σε κάτι ακόμα πιιο σύνθετο, πολυεπίπεδο και υπαρξιακό. Σε κάτι που σήμερα είναι ανυπέρβλητα κλασικό και μεταμοντέρνο ταυτόχρονα.

Δεν υπάρχει τυχαίο πλάνο σε αυτή την ταινία. Κάθε τι είναι στημένο ακόμα κι όταν ο Πολάνσκι δεν στήνει τριπόδι. Κάθε τι είναι μελετημένο στη λεπτομέρεια, ακόμα κι όταν ο ρυθμός του μοντάζ του Σαμ Ο' Στιν κυλά γάργαρα - σαν το νερό που αποτελεί άξονα και σύμβολο της ιστορίας. Είμαστε στην έρημο, αλλά η σαγήνη του ωκεανού που προσέλκυσε τυχοδιώκτες, χρυσοθήρες, πειρατές σε αυτή την πόλη καθορίζει το κλίμα σαν σαρωτικό μελτέμι. Νερό πνίγει το θύμα της έρευνας του Τζέικ, νερό τον αιφνιδιάζει και, πολύ σημαδιακά, τον λασπώνει, ένα τρακάρισμα στο δρόμο γίνεται με υδροφόρα που χάνει σπάταλα το νερό της στην άσφαλτο, σταγόνες νερού μιας βρύσης που τρέχει διακόπτουν τη σιγή στο διαμέρισμα μιας γυναίκας που βρίσκεται δολοφονημένη. Ο Πολάνσκι ενυδατώνει την ατμόσφαιρα με γυαλιστερό σινεμασκόπ, αλλά ταυτόχρονα κρατά τον τόνο της ταινίας αφυδατωμένο. Μελαγχολικό. Ο (αντι)ήρωάς μας είναι πανέξυπνος, μοιάζει να αποκρυπτογραφεί κάθε βήμα της ιστορίας με ικανότητα και ταλέντο και σωστά κίνητρα. Στο βάθος των εικόνων του Πολάνσκι, όμως, σχεδόν ακούγεται ο βόμβος του φράγματος που θα σπάσει.

Για αυτό και ο Τζον Γκόλντσμιθ υγραίνει τις σκηνές με ένα θλιμμένο τζαζ σαξόφωνο, υπέροχο και υφάλμυρο. Για αυτό κι ο Τζον Α. Αλόνζο υπονομεύει τη χρωματική του παλέτα και δημιουργεί νουάρ μέσα από το φως. Ο καυτός ήλιος πέφτει πάνω στη λευκή φεντόρα του Τζέικ δημιουργώντας μία μόνιμη σκοτεινιά στο πρόσωπό του. Ο ήλιος του Λος Αντζελες είναι η γοητεία αυτής της πόλης, οι ακτίνες του τη λούζουν, οι ακτίνες του την καίνε. Γεμάτο ήλιους το βλέμμα της Εβελιν Μάλρεϊ, αλλά μία κουκίδα στην ίριδα του ματιού της, ένα σημάδι από τότε που γεννήθηκε, την υπονομεύει. Ενα μικρό φως ανάβει και στο βλέμμα του νιχιλιστή Τζέικ όταν τη γνωρίζει. Ισως αυτή είναι η ευκαιρία εξιλέωσής του. Ισως, αυτή είναι ελπίδα του. Ισως αν καταφέρει να τη σώσει, να μπορέσει να συμβιβάσει μέσα του το παρελθόν. Τι συνέβη τότε, όταν ήταν αστυνομικός περιπολίας στην Chinatown...

H Φέι Ντάναγουεϊ είναι τόσο λαμπερή ως κλασάτη, εύθραυστη femme fatale με ένα βαθύ πονεμένο μυστικό. Ομως κανείς δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από τον Τζακ Νίκολσον. Η γοητεία του είναι εκτυφλωτική - ακόμα κι αν στη μισή ταινία κυκλοφορεί με στραπατσαρισμένο πρόσωπο, καλυμμένο από γάζες. «Είστε μόνος;» τον ρωτά κάποια σε ένα τηλεφώνημα, υπονοώντας αν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. «Και ποιος δεν είναι;» απαντά με σαρδόνιο λογοπαίγνιο - με αυτό το χιούμορ που χρησιμοποιούν οι καταθλιπτικοί άνθρωποι για να αποπροσανατολίσουν τους άλλους και τους εαυτούς τους. Ο Νίκολσον δεν είναι Μπόγκαρτ. Δεν κουβαλά την ιδιότητα του «Φίλιπ Μάρλοου» / «Σαμ Σπέιντ» αρχετυπικού νουάρ ντετέκτιβ με την ίδια ατσαλάκωτη αξίωση. Είναι βασανισμένος, είναι αμαρτωλός, είναι συναισθηματικά ανάπηρος. Λίγο αλαζόνας, λίγο νεόπλουτος, με το βρώμικο καλαμπούρι του μονίμως να ξεγλιστρά από το μετάξι της γραβάτας του και να τον εκθέτει. Παίζει το παιχνίδι της καλής κοινωνίας των πελατών του και ταυτόχρονα τους απεχθάνεται. Ναι, βγάζει λεφτά από την αποτυχία των ανθρώπων. Είναι ένας καλοντυμένος λέρας. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει μία βαθιά ηθική ρίζα που διαταράχτηκε κάποτε μέσα του, αλλά αυτοποτίζεται, σαν να ψάχνει πεισμωμένα μια κοίτη δικαιοσύνης. Ο Νίκολσον φοράει στο βλέμμα αυτό το πληγωμένο πείσμα σαν βαρύδι και σαν σωσίβιο.

Γιατί η Chinatown δεν είναι μια περιοχή του Λος Αντζελες. Είναι το Λος Αντζελες. Είναι η Αμερική. Είναι το σύστημα. Είναι ο κόσμος όλος. Οπως και το σύμπαν του «Νονού 2» (που έκλεψε την ίδια χρονιά τους προβολείς και τα Οσκαρ από τον Πολάνσκι) δεν περιορίζεται στη μαφία για να μιλήσει για την πραγματική διαφθορά, έτσι κι εδώ ο Πολωνός σκηνοθέτης που 5 χρόνια νωρίτερα έχασε τη γυναίκα και το παιδί του σε μία ιστορική τραγωδία, δε χρειάζεται το έγκλημα για να μιλήσει για τα εγκλήματα. Ο κυνισμός του, ο μηδενισμός του, η πραγματική βία βρίσκονται κάπου αλλού. Σ' ένα σύστημα που μετανόμασε την οικονομική επιτυχία σε «όνειρο». Την απληστία σε φιλοδοξία. Τον πλούτο σε εξουσία.

Ο Πολάνσκι κατασκευάζει μία «Chinatown» σαν πρόσχημα. Για να βρει και γεωγραφικά έναν τόπο η δικαιοσύνη να καταλήξει, να πεθάνει. Μαζί με τις καλές προθέσεις, μαζί με την ελπίδα. Να βρει μια γειτονιά να σταματήσει απότομα ένα αυτοκίνητο και οι καρδιές μας. Τι κι αν ακούγεται ο εκκωφαντικός ήχος της κόρνας του να διαμαρτύρεται μέχρι τελευταίας στιγμής: πώς είναι δυνατόν, γιατί επιβιώνει θριαμβευτικά το άδικο, πώς συνεχίζει ο κόσμος να γυρίζει, πώς επιτρέπεται, πώς το επιτρέπουμε;

Η πιο σκληρή απάντηση δεν είναι η διάσημη τελευταία ατάκα της ταινίας. Η μεγαλύτερη σκληρότητα κρύβεται στο ότι ο κόσμος όντως συνεχίζει, ο Πολάνσκι επιλέγει να κρατά το πλάνο του ζωντανό πάνω από τους νεκρούς, πάνω από όσους άδικα επίβιωσαν και θα συνεχίσουν ατιμώρητοι, πάνω από τους τίτλους τέλους. Με τους περαστικούς να προσπερνάνε, την κίνηση στους δρόμους να βουίζει και το σκορ του Γκόλντσμιθ να μάς βουλιάζει στο κάθισμα και το συναίσθημά μας.

Η μόνη αντίσταση, 46 χρόνια μετά: όχι, κανείς δεν ξέχασε την Chinatown.