Η Πολίν είναι μια αυτοαπασχολούμενη νοσοκόμα σε μια κωμόπολη της Γαλλίας. Αφοσιωμένη και γενναιόδωρη στις σχέσεις της αποτελεί ηθικό πρότυπο για όλους. Ενα ανερχόμενο εθνικιστικό κόμμα θα εκμεταλλευτεί τη δημοφιλία και την ακεραιότητα της τοποθετώντας την υποψήφια στις τοπικές εκλογές. Χωρίς να έχει καμία πολιτική πεποίθηση η ίδια και παρά τις αντιδράσεις του περίγυρου της, η Πολίν συνεχίζει...

Μετριοπαθής σκηνοθέτης, με ωραίες ιδέες και μια παιχνιδιάρικη διάθεση πάνω στα κινηματογραφικά είδη, αλλά άτολμος και στις περισσότερες ταινίες του απλά λειτουργικός (στην Ελλάδα είδαμε πρόσφατα τους «38 Μάρτυρες», η πιο γνωστή του στιγμή το υποψήφιο για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες «La Raison du Plus Faible» του 2006), ο Βέλγος Λουκά Μπελβό κάνει με το «Αυτή η Γη ειναι δική μας» την υπέρβασή του.

Θα έλεγε κανείς πως το επιβάλλει η ίδια η εποχή, αν όχι η ίδια η Ιστορία, όπως αυτή γράφεται αυτή τη στιγμή σε μια χώρα σαν τη Γαλλία όπου έζησε (και ζει;) από πολύ κοντά τον εφιάλτη μιας ακροδεξιάς που μεταλλάχθηκε για να αποβάλλει τα πολύ ακραία χαρακτηριστικά της και στη συνέχεια διεκδίκησε με αξιώσεις την προεδρική καρέκλα ακριβώς επειδή εξέφρασε (με λαϊκισμό και πονηριά) την απογοήτευση των πολλών.

Το ίδιο συνέβη – αλλού λίγοτερο απειλητικά, αλλού με ανεξέλεγχτες για την ώρα προεκτάσεις – σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και την Αμερική, ολοκληρώνοντας μια από τις πιο θλιβερές «επανεκκινήσεις» του κακού σε όλον τον κόσμο, μια μάστιγα που βρήκε πρόσφορο έδαφος για να φυτρώσει ξανά και να εξαπλωθεί σε ένα κόσμο που αποδεικνύεται ότι δυστυχώς ξεχνάει πιο γρήγορα απ’ ότι επουλώνονται οι πληγές του.

Προς τιμήν του και τουλάχιστον για πολλή ώρα μέσα στο «Η Γη ειναι ΔΙκή Μας», ο Μπελβό προσπαθεί να φτιάξει μια ενδεικτική λίστα όσων θα οδηγούσαν κάποιον να ακολουθήσει ένα δρόμο που δεν θα έπαιρνε ποτέ. Και το κάνει με ρεαλισμό, προσπαθώντας να αποφύγει τις «ευκολίες», με αρωγό μία από τις πιο σπουδαίες ηθοποιούς των καιρών μας, την υποτιμημένη Εμιλί Ντεκέν (της «Ροζέτας» των αδερφών Νταρντέν και του «Πέρα από τη Λογική» του Γιοακίμ Λαφός) που μεγαλώνει για να μπορεί να παίξει ακόμη περισσότερους ρόλους ικανούς να σε κάνουν να ταυτιστείς, να οργιστείς, να νιώσεις σχεδόν όλη τη ραχοκοκαλιά των αντι-δράσεών τους.

Το έδαφος στο οποίο κινείται ο Μπελβό είναι εκ των πραγμάτων ένα ναρκοπέδιο. Το να παραπέμπεις, έστω και όχι όνομαστικά στο Εθνικό Μέτωπο με μια ηρωίδα που δεν χρειάζεται να μαντέψεις για να καταλάβεις ότι είναι η Μαρίν Λε Πεν (από το χαρακτηριστικό κούρεμα στα μαλλιά της μέχρι την απομάκρυνη από τον πατέρα της), σε κάνει άτρωτο άλλα και ευάλωτο την ίδια στιγμή.

Μπορεί η στάση του Μπελβό να είναι σαφέστατα ακτιβιστική κατά της νεοναζιστικής ιδεολογίας ακόμη και όταν αυτή είναι συγκεκαλυμένη πίσω από ένα πιο «ευγενικό» προσωπείο, αλλά όταν τα επιχειρήματα πρέπει να αποκτήσουν κινηματογραφική υπόσταση είναι λίγα όσα μπορούν να σε πείσουν για τις πολιτικές ανησυχίες των ηρώων και τους λόγους για τους οποίους ρέπουν προς το κόμμα που δίνει τις εύκολες λύσεις.

Εύκολες και συναισθηματικές λύσεις σαν αυτές που αφαιρούν βαρύτητα από από τις ερμηνείες (όλες σε ένα πραγματικά υψηλό επίπεδο) και την ιστορία προκειμένου οι συμβολισμοί να είναι καθαροί και το μήνυμα να μην βυθιστεί σε καμία γκρίζα περιοχή. Ο στόχος της ταινίας του Μπελβό είναι να καταδείξει το πόσο εύκολο είναι να ξεγελαστείς μέσα στην απελπισία σου από το τέρας της ακροδεξιάς και του λαϊκισμού. Είμαστε τελείως μαζί του και μακάρι όλο και περισσότεροι άνθρωποι να δουν την ταινία του για να το αντιληφθούν.

Αυτό, δυστυχώς, δεν κάνει την ταινία του απαραίτητα καλή, αν και δεν της αφαιρεί την αίσθηση του επείγοντος με την οποία έχει φτιαχτεί και που εκ των πραγμάτων την καθιστά ενδιαφέρουσα.

Ο Μπελβό μοιάζει να θέλει να σκίσει το περιτύλιγμα που έβαλε η κόρη Λε Πεν στο απόλυτα φασιστικό σχήμα του πατέρα της για να αποκαλύψει πως από κάτω του κρύβεται το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Και μαζί να κάνει το θεατή να μπει στη θέση της Πολίν και να τον προειδοποιήσει πως η διαδρομή προς τη γη της επαγγελίας όπως την ευαγγελίζεται το «κόμμα» δεν είναι παρά στρωμένη με τις κακές προθέσεις ενός κόσμου πνιγμένου στο μίσος.

Το καταφέρνει, αλλά περισσότερο μέσα από τη λογική ενός σινεμά που θέλει να καθοδηγήσει, να υποδείξει, να αποκαλύψει. Το ότι ενεργεί προς ένα καλό σκοπό και με την πρόθεση έστω και ένας άνθρωπος να αντιληφθεί την «απάτη» και να μην πέσει στην παγίδα, δεν μετατρέπει αυτόματα την ταινία σε έναν ιερό σκοπό που αγιάζει τα όποια μέσα χρησιμοποιεί για να φτάσει εκεί.

Διαβάστε ακόμη: Ο Λουκά Μπελβό μιλάει στο Flix για την ακροδεξιά, τη μυθοπλασία και όσα τις χωρίζουν στο «Αυτή η Γη είναι Δική Μας»