Αμέσως μετά την Κουβανική Επανάσταση, ο Φιντέλ Kάστρο έχει βολευτεί στην εξουσία, όταν ο Τσε, ξαφνικά, εξαφανίζεται. Τα ίχνη του χάνονται κι ο λαός ανησυχεί. Ο Κάστρο τότε διαβάζει σε διάγγελμά του ένα προσωπικό γράμμα που του άφησε, εξηγώντας ότι πρέπει να φύγει, καθώς η Επανάσταση οφείλει να συνεχιστεί. Δύο χρόνια μετά, τον βλέπουμε να εισβάλει (μεταμφιεσμένος ως «Ραμόν») στην Βολιβία, όπου θα προσπαθήσει να οργανώσει έναν αντίστοιχο ανταρτοπόλεμο με αυτόν της Κούβας - μια μικρή ομάδα από Κουβανούς συντρόφους και Βολιβιανούς νεοσύλλεκτους που θα ενώσουν δυνάμεις με τον ταλαιπωρημένο λαό, με σκοπό να συνεχίσουν τη μεγάλη απελευθερωτική επανάσταση της Λατινικής Αμερικής. Μόνο που οι αντιδράσεις δεν είναι ίδιες. Η Βολιβιανή επιχείρηση θα αποδειχθεί ένα μοιραίο λάθος κι το τέλος του μεγάλου επαναστάτη.
Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ συνεχίζει να προσεγγίζει την ιστορία του Τσε με την ίδια αφαιρετική αφήγηση. Ο τρόπος που μπαίνει με την κάμερα του στη μέση της σκηνής, στα μισά των διαλόγων, κατά τη διάρκεια της δράσης, η επιμονή του να μοντάρει διάσπαρτες στιγμές (είτε αυτές είναι σημαντικές για την κατανόηση της πλοκής, είτε "μικρά τίποτα" της καθημερινότητας των ανταρτών) όλα συντελούν στο να νιώθει ο θεατής ότι βρίσκεται μπροστά σε κάτι πολύ πιο πολύ μεγάλο. Κάτι σημαντικότερο όλων. Κάτι, που μπορεί να καταγραφεί, κινηματογραφικά, μόνο μέσα από την ένωση των σημείων του.
Ο Σόντερμπεργκ δείχνει μεγαλύτερη ωριμότητα στο δεύτερο μέρος αυτής της 262λεπτης βιογραφίας. Αν η πρώτη ταινία δεν μπορεί να αποφύγει την εξιδανίκευση, ή ακόμα και την αγιοποίηση μίας τέτοιας θρυλικής ιστορικής φιγούρας, η δεύτερη αλλάζει ύφος, αγριεύει, σκοτεινιάζει, μελαγχολεί. Από τη μία θυμίζει Τέρενς Μάλικ - έτσι όπως ο φακός καταγράφει ελεγειακά τη φύση, τη μοναξιά και την ιδεολογική απογοήτευση του Τσε, (η αριστουργηματική μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας μάς προετοιμάζει για το τέλος). Από την άλλη, ο Σόντερμπεργκ αυξάνει την ένταση κάθε φορά που θέλει να αποκαθηλώσει το όνειρο της Επανάστασης, να τονίσει ότι το σχέδιο του Κομαντάτε αποδείχθηκε μία αφελής ουτοπία- η Βολιβία ήταν μία πολύ διαφορετική χώρα, με άλλης νοοτροπίας λαό κι απροετοίμαστους, απρόθυμους «αντάρτες». Οι σκηνές του πλιάτσικου, της σύγκρουσης πολιτικών εγωισμών, της προδοσίας σε καταρρακώνουν. Οπως καταρράκωσαν και τον ηγέτη τους.
Οσο πλησιάζει το τέλος, τόσο πιο αθόρυβα κινείται η κάμερα. Ο Σόντερμπεργκ, με αυτοπεποίθηση, αποσυμπιέζει την ταινία σιωπηλά - χωρίς εξάρσεις, χωρίς κάθαρση, χωρίς επικά φινάλε. Μένουμε με τη ζούγκλα, τη σκόνη, την κούραση και την απογοήτευση. Χώμα και σιωπή. Και ένα άδοξο... τίποτα. Το πτώμα του Τσε τυλιγμένο με μια κουβέρτα.
Αλλώστε δεν υπάρχει τίποτα το επικό σ' ένα τέλος. Το σύστημα επικράτησε, η Επανάσταση δεν ηττήθηκε απλώς, χλευάστηκε, και την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές.