Στο Σικάγο του μέλλοντος το έγκλημα έχει εξαλειφθεί, η ανεργία είναι στα χαμηλότερα επίπεδα της εδώ και δεκαετίες κι όλα μοιάζουν να κυλούν αρμονικά από την στιγμή που μια καινούρια «Νομοθεσία» ορίστηκε δέκα χρόνια πριν, από μια αρχή που όπως όλα αφήνουν να εννοηθεί δεν είναι γήινη.

Οι τελευταίες δυο ταινίες του σκηνοθέτη Ρούπερτ Γουάιατ, με διαφορά τριών χρόνων, μοιάζουν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Από τη μία έχουμε ένα blockbuster επιστημονικής φαντασίας, το «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση», και από την άλλη μια πιο χαμηλών τόνων και προϋπολογισμού ταινία το «The Gambler» με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ - που δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Δεν ακούγεται, λοιπόν, τόσο παράλογο που ο Γουάιατ αυτή την φορά προσπάθησε να συνδυάσει τις μεγαλοπρεπείς βλέψεις ενός saga επιστημονικής φαντασίας με μια χαμηλού budget indie παραγωγή γυρίζοντας το «Captive State» - «Πόλη υπό Κατοχή» κατά το ελληνικό.

Η ιδέα πως μια εξωγήινη φυλή εισβάλλει στη Γη και υποδουλώνει το ανθρώπινο είδος δεν είναι κάτι που δεν έχουμε δει σε (υπέρ)αρκετές ταινίες μέχρι σήμερα. Ο Γουάιατ παίρνει στοιχεία από τις καλύτερες του είδους, όπως το «District 9» του Νιλ Μπλόμκαμπ και το «Attack the Block» του Τζο Κόρνις, με το αποτέλεσμα όμως να τον δικαιώνει σε μερικά σημεία και σε άλλα να τον αδικεί. Αν και το σενάριο της ταινίας εξελίσσεται σε ένα δυστοπικό Σικάγο, εννέα χρόνια μετά από μια εξωγήινη εισβολή, ο Γουάιατ καταφέρνει από την πρώτη στιγμή να χτίσει έναν κόσμο αρκετά αληθοφανή με μια μινιμαλιστική χρήση των ειδικών εφέ και μια αρκετά προσεγμένη urban αισθητική, χωρίς αχρείαστα exposition, παραδίδοντας έτσι το δικό του μοναδικό όραμα.

Ακόμα και οι ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι εμφανίζονται μόνο όταν και όσο πρέπει, κρατώντας έτσι μια αίσθηση απειλής και μυστηρίου αλλά και την ένταση σε υψηλά επίπεδα ως το τέλος. Αυτό το χτίσιμο μιας σκοτεινής ατμόσφαιρας και ενός ζοφερού κόσμου είναι ίσως από τα καλύτερα, αν όχι το μοναδικό καλό, που έχει να προσφέρει η ταινία του Γουάιατ. Εκεί που αρχίζει να δείχνει τις όποιες αδυναμίες της είναι στο σενάριό της. Ενα σενάριο που αργεί να σε βάλει στο κλίμα της ιστορίας που θέλει να πει, και όταν πια το καταφέρνει είναι πλέον αρκετά αργά για να σε κάνει να νοιαστείς για ό,τι συμβαίνει, με τους χαρακτήρες την πλοκή να μοιάζουν χάρτινοι και αδιάφοροι ως το τέλος.

Είναι προφανές πως ο Γουάιατ, μέσω της εξωγήινη εισβολής, θέλει να μιλήσει για θέματα φυλετικών και ταξικών διαφορών. Τα μηνύματα τα οποία θέλει να περάσει είναι αρκετά προφανή (τύπου «πολέμησε και επαναστάτησε για την ελευθερία και τα δικαιώματά σου αντί να κρύβεσαι και να σκύβεις το κεφάλι στους δυνάστες σου, όποια μορφή κι αν παίρνουν, ακόμα και όταν οι προσπάθειές σου αργούν να δώσουν καρπούς»), μια σαφής αναφορά στην Αμερική τόσο του σήμερα όσο και του μέλλοντος (δεν είναι δύσκολο να συνδέσει κάποιος το παζλ του Σικάγου με τον μαύρο πρωταγωνιστή και αρχηγό της επανάστασης εναντίον των λευκών κατά τα άλλα πολιτικών που έχουν ορκιστεί πίστη στους εξωγήινους Νομοθέτες).

O Αστον Σάντερς, γνωστός και ως Κάιρον από το «Moonlight», σίγουρα καταφέρνει να κάνει τον χαρακτήρα του λίγο πιο ενδιαφέροντα δίνοντας του, μέσα σε όλο αυτό τον θυμό που κουβαλάει μέσα του, και μια δόση ελπίδας το οποίο όμως ποτέ δεν φαίνεται να μετουσιώνεται σε κάτι το μοναδικό. Ακόμα και ο Τζον Γκούντμαν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει μια ιδιαίτερη αγάπη στις low budget sci-fi ταινίες, ο χαρακτήρας του ως ο αστυνομικός που κυνηγάει τους επαναστάτες δείχνει περισσότερο καρικατούρα παρά κάποιο ενδιαφέρον.

Η επιστροφή του Γουάιατ στην επιστημονική φαντασία με την «Πόλη υπό Κατοχή» δεν είναι ίσως αυτή που περίμεναν οι περισσότεροι. Η ταινία του θέτει τον πήχη ήδη ψηλά από την αρχή και θέλει να είναι πολλά πράγματα μαζί. Χάνει όμως γρήγορα τη δύναμη της. Τουλάχιστον δεν ξεμένει ποτέ από ατμόσφαιρα...