Ολα αυτά τα χρόνια της ζωής του, το DCEU φαίνεται να προσπαθεί αρκετά να βρει τις δικές του ισορροπίες.
Είναι μια διαδικασία δύσκολη και, πολλές φορές, επώδυνη, τόσο για τους ίδιους τους κινηματογραφιστές που αναλαμβάνουν μια ταινία που εξελίσσεται στο σύμπαν της DC, αλλά και, κυρίως, για εμάς τους θεατές. Από τις ανεξήγητα σοβαρές ταινίες του Ζακ Σνάιντερ μέχρι και τις πιο οικογενειακές και διασκεδαστικά ανάλαφρες μεταφορές όπως το «Shazam!», το DCEU μοιάζει απλά να περιφέρεται σαν χαμένο σε ένα ήδη υπερβολικά φορτωμένο κινηματογραφικό είδος.
Με τη νέα του προσθήκη, το «Black Adam» του Ζομ Κολέτ-Σέρα, το DCEU θέλει να επανεξετάσει όλες αυτές τις ισορροπίες του καλού και του κακού, βάζοντας το ερώτημα «τι είναι αυτό που πραγματικά κάνει κάποιον (υπερ)ήρωα». Μόνο που, ψάχνοντας να βρει την απάντηση, προσπαθεί να κάνει πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει, σκοντάφτει πάνω στα αμέτρητα κλισέ των υπερηρωικών ταινιών και καταλήγει να είναι μια σκιά όλων των προηγούμενων ταινιών της DC, χωρίς να έχει τίποτα αξιόλογο, και πόσο μάλλον καινούργιο, να πει.
Στο αρχαίο Κάντακ, ο σκλάβος Τεθ Ανταμ αποκτά θεϊκές δυνάμεις. Oταν, όμως, τις χρησιμοποιεί για εκδίκηση, καταλήγει αιχμάλωτος για 5.000 χρόνια. Όταν επιτέλους απελευθερώνεται στο σήμερα, επιστρέφει δριμύτερος για να συνεχίσει το σκοτεινό του έργο. Απτόητος και ανυποχώρητος, ο Μπλακ Aνταμ έρχεται αντιμέτωπος με μία ομάδα σύγχρονων ηρώων που σχηματίζουν την Κοινωνία της Δικαιοσύνης. Ο Χόκμαν, ο Δόκτωρ Φέιτ, ο Aτομ Σμάσερ και η Σάικλον θέλουν να τον οδηγήσουν πίσω στην αιώνια αιχμαλωσία.
Το κακό με το «Black Adam» ξεκινα΄ήδη από την ιστορία του καθώς μοιάζει (και κυρίως δείχνει) σαν μια ταινία που δεν ξέρει την ταυτότητά της. Χωρίς να βασίζεται σε κάποια ιστορία από τα κόμικς αλλά μόνο σε στοιχεία των χαρακτήρων της, ο Κολέτ-Σέρα ασπάζεται τα θέματα και την ατμόσφαιρα των ιστοριών και χτίζει την ταινία μέσα σε ένα πιο σκοτεινό και σε στιγμές αρκετά βίαιο περίβλημα, που μοιάζει να ακολουθεί τις πιο σοβαρές ταινίες του Σνάιντερ, προσθέτοντας ωστόσο μια πυγμή η οποία έλειπε από αυτές.
Ο Τεθ Ανταμ είναι εξάλλου ένας αντι-ήρωας, μια δολοφονική μηχανή, ο οποίος σκοτώνει αδιακρίτως και χωρίς δεύτερη σκέψη όποιον βρίσκεται μπροστά του (η αρκετά εφετζίδικη σκηνή με καταστροφής με το «Paint It, Black» των Rolling Stones ως μουσική υπόκρουση το παρουσιάζει τέλεια).
Κάτι που, παραδόξως, αλλάζει μέσα σε λίγα λεπτά καθώς μας παρουσιάζει τους ήρωες της Κοινωνίας της Δικαιοσύνης (μια πιο «νερουλή» εκδοχή της Justice League χωρίς αρκετά γνωστούς υπερήρωες) οι οποίοι έρχονται να αντιμετωπίσουν τον Τεθ Ανταμ, μιας και θεωρείται ως ο κακός της υπόθεσης. Εκεί ο Κολέτ-Σέρα αποφασίζει να χαμηλώσει τους τόνους και να εισάγει μια πιο ανάλαφρη και φιλική προς όλη την οικογένεια πλοκή, με αρκετά κωμικά στοιχεία και πιο χαλαρή ατμόσφαιρα.
Και αυτό είναι ένα από τα κυριότερα προβλήματα με το «Black Adam». Είναι σαν να υπάρχουν δύο διαφορετικές ταινίες ταυτόχρονα, οι οποίες προσπαθούν να επιβληθούν η μια πάνω στην άλλη.
Θέλοντας να κάνει μια πιο βίαιη υπερηρωική ταινία, με έναν χαρακτήρα ο οποίος είναι παντοδύναμος χωρίς ηθικούς φραγμούς, αλλά χωρίς να αποξενώνει πλήρως και το πιο ανήλικο κοινό του, ο Κολέτ-Σέρα δεν κάνει ακριβώς όμως και μια διασκεδαστική εταινία. Στο επίκεντρό της υπάρχει το θέμα της ηθικής των υπερηρώων για το τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους καλούς από τους κακούς και τις ευθύνες που έχουν, βάζοντας τον Ανταμ να πολεμάει για τον καταπιεσμένο λαό μια μουσουλμανικής χώρας και τους υπερήρωες της JSA να τον βλέπουν ως απλά «κακό τρομοκράτη».
Χμ, να μια υπόθεση που ακούγεται πραγματικά αρκετά ενδιαφέρον και σίγουρα θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιες συζητήσεις.
Ολα αυτά όμως μοιάζουν ως απλά μια πρόφαση. Τα θέματα αυτά ποτέ δεν αγγίζονται στον βαθμό που περιμένει κάποιος και μένουν απλά ως κλισεδιάρικες δικαιολογίες για τις απανωτές σκηνές δράσης, οι οποίες ξεχειλίζουν από CGI με τη κάθε μια να μοιάζει σαν αντιγραφή της προηγούμενης, με πολλές στιγμές να φτάνουν στα επίπεδα της καρικατούρας. Μέχρι το φινάλε είναι δύσκολο πραγματικά να καταλάβεις στο που βρίσκεται η θέση της τανίας (του στούντιο, του Σερά, του Τζόνσον κλπ) πάνω σε όλα αυτά τα θέματα που ανοίγει.
Ο Ντούειν Τζόνσον προσεγγίζει τον χαρακτήρα του Ανταμ με στωικότητα η οποία ποτέ δεν εξελίσσεται σε κάτι περισσότερο. Για ένα υπερήρωα ο οποίος είναι μια δολοφονική μηχανή και προσπαθεί να εξιλεωθεί για το παρελθόν του, ο Τζόνσον παίζει από την αρχή μέχρι το τέλος με την ίδια έκφραση και λέει τις ατάκες του (είτε πρόκειται για απειλές, είτε για αστεία, είτε ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές) με τον ίδιο τόνο στην φωνή του, κάτι που κάνει τον χαρακτήρα μονοδιάστατο και βαρετό.
Το ίδιο μπορεί να πει κάποιος και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η Σάρα Σάχι στον ρόλο της Αντριάνα ενώ φαίνεται πως έχει πολλά περισσότερα να πει ως χαρακτήρας, πότε δεν εξελίσσεται πέρα από μια επαναστάτρια της χώρας της. Οι ήρωες της JSA παρουσιάζονται χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο backstory, καταλήγοντας χάρτινοι και αδιάφοροι, με μοναδική εξαίρεση ίσως τον Πιρς Μπρόσναν στον ρόλο του Δόκτωρ Φέιτ (τον Doctor Strange της DC) ο οποίος ξεχωρίζει κυρίως με την γοητεία του - αλλά όχι και με το σενάριο που έχει στα χέρια του.
Το «Black Adam» θέλει να είναι πολλά ταυτόχρονα και χάνει την ουσία. Ποτέ δεν φτάνει σε ένα ικανοποιητικό συμπέρασμα για τα θέματα τα οποία θέτει, αλλά ούτε προσφέρει την απαραίτητη δόση διασκέδασης με την δράση του, το χιούμορ του και, κυρίως, με τους ήρωες και τους κακούς της. Πάνω από όλα είναι μια ακόμα σαφής ένδειξη πως το DCEU, εάν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να βρει την δική του ταυτότητα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ξαναρχίσει από τα χαμηλά.
[Σημείωση: σύμφωνα με πληροφορίες η ταινία έχει post credits σκηνή, κάτι που όμως φαίνεται πως είχε κοπεί στην δημοσιογραφική της προβολή. Η εταιρία διανομής της ταινίας μας πληροφόρησε εκ των υστέρων πως στις προβολές της ταινίας στις αίθουσες, η σούπερ (#diplhs) κομμένη σκηνή θα προβάλλεται κανονικά.]