Μια γυναίκα στη μέση ηλικία, μεγαλοαστικά μεγαλωμένη, κομψή και εύγλωττη, νιώθει να παραμερίζεται από τον σύζυγό της, να μην είναι αρκετά όμορφη, καλοντυμένη, ενδιαφέρουσα και, σε συνεργασία μ' έναν επαγγελματία της επικοινωνίας, κάνει τα καλύτερα βήματα (και με τις σωστές γόβες), για να γίνει και πάλι επιθυμητή και αξιοπρόσεκτη.

Αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα κομεντί - γιατί περί κομεντί πρόκειται - εάν η εν λόγω κυρία δεν ήταν μια υπαρκτή προσωπικότητα, η Μπερναντέτ Σιράκ, σύζυγος του επί δωδεκαετίας (1995 - 2007) Προέδρου της Γαλλίας, Ζακ Σιράκ, εξωστρεφούς και πληθωρικού, αμφιλεγόμενου, εκπροσώπου αρχικά της κεντροδεξιάς και στην πορεία της κεντροαριστεράς, που πέθανε το 2019 κατηγορούμενος για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Κι αν στο επίκεντρο της ιστορίας δεν βρισκόταν η αφελώς διατυπωμένη προσπάθεια τής Μπερναντέτ να εμπνεύσει, το 2002, ένα ενιαίο μέτωπο των δυνάμεων του δημοκρατικού άξονα στη Γαλλία, ενάντια στην τότε απειλή του ακροδεξιού Ζαν-Μαρί Λε Πεν για την Προεδρία της χώρας.

Ως κομεντί, η ταινία υπεραπλοποιεί τα πάντα: από τον Ζακ Σιράκ που παρουσιάζεται ως καραγκιόζης (ενώ, φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτό), στις δυο κόρες του ζευγαριού (τη Λοράνς που έφυγε νέα πάσχοντας από κατάθλιψη και ανορεξία, κρυμμένη από την οικογένειά της και την Κλοντ που υπήρξε η πιστή βοηθός και υποστηρίκτρια του πατέρα της), χωρίς να τους δίνει χαρακτήρες ή ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή, στην καρικατούρα του boys' club της πολιτικής ζωής, στον Μπερνάρ Νικέ, τον βοηθό και... στιλίστα της Μπερναντέτ (που υποδύεται φιλότιμα αλλά επίσης χωρίς κανένα βάθος ή σεναριακές προεκτάσεις ο Ντενί Πονταλιντές), στο κίνητρο, τελικά, της ίδιας της Μπερναντέτ Σιράκ, μιας καθοριστικής παίκτριας στη γαλλική πολιτική ζωή. Ολα μένουν στην επιφάνεια, εκτός από την Κατρίν Ντενέβ στο ρόλο του τίτλου, η οποία φέρει μαζί της το δικό της κύρος κι εκτόπισμα (και χιούμορ, γιατί το έχει), συν τη δική της κολεξιόν του Καρλ Λάγκερφελντ ο οποίος, όταν σχεδίαζε για τον οίκο Chanel, είχε μούσες και την Μπερναντέτ Σιράκ και την Ντενέβ.

Ακόμα κι έτσι, μια ανάλαφρη make-over ιστορία βασισμένη σε υπαρκτές πολιτικές φιγούρες θα μπορούσε να περάσει ως ευχάριστο διάλειμμα στα θερινά, εάν δεν έπεφτε πάνω στη χρονική στιγμή όπου η γαλλική δημοκρατία και πάλι απειλείται από την ακροδεξιά, από την κόρη του Ζαν-Μαρί Λε Πεν, τη Μαρίν, όπου το αντιρατσιστικό σύνθημα στην οθόνη, «touche pas à mon pote», γρατζουνάει σαν αγκάθι την επικαιρότητα, όπου το σενάριο αποφεύγει με τρόμο ν' αγγίξει τα κακώς κείμενα κι όπου ένα happy end λιγότερο σκεπτόμενο από το «Miss Congeniality» (υπέροχη ταινία, παρεμπιπτόντως), αποκτά σχεδόν τη διάσταση της προσβολής.