Αγνωστος εκτός Γαλλίας, με μοναδικά εύσημα μια σειρά από ταινίες («Johnny Mad Dog» του 2008 και «Μια Προσευχή πριν την Αυγή» του 2017) που βασίζονται στον εύκολο εντυπωσιασμό και το φτηνό συναίσθημα, με έμφαση περισσότερο στην εικόνα, το ιλιγγιώδες μοντάζ και τα ντεσιμπέλ που καταστρέφουν κάθε έννοια του μιξάζ, ένας δηλαδή wannabe Γκάι Ρίτσι με λίγο από Μάικλ Μπέι αλλά στο απείρως πιο σοβαροφανές και «καλά» κοινωνικό, ο Ζαν-Στεφάν Σοβέρ σκηνοθετεί την πρώτη του αμερικάνικη ταινία σε ένα υποδειγματικό φιλμ για το τι πρέπει να αποφύγει κανείς σε μια ταινία.
Το «Black Flies» - με τίτλο που ήδη προϊδεάζει, όταν αντιλαμβάνεσαι πού αναφέρεται, για την γενικότερη «στα μούτρα του θεατή» αντιμετώπιση μιας δύσκολης θεματικής όπως είναι η διαρκής επαφή με το θάνατο, αφηγείται στην πραγματικότητα την ιστορία του Ολι που έχει μόλις ξεκινήσει δουλειά ως γιατρός ασθενοφόρου και διαβάζει για να γίνει γιατρός. Οι πρώτες του βάρδιες θα είναι κάτι περισσότερο από εκπαιδευτικές, αφού μέντοράς του θα γίνει ο σκληροτράχηλος και με μια μελαγχολία που του πάει Τζιν Ρατκόφσκι, ο οποίος αντιμετωπίζει πλέον το επάγγελμα εκτός ορίων πρωτοκόλλου και σχεδόν λογικής.
Μαζί θα διασχίσουν την κόλαση που λέγεται Νέα Υόρκη, αντιμετωπίζοντας περιστατικά που ξεκινούν από false alarms μέχρι αποτρόπαια εγκλήματα και μαζί - την ίδια ακριβώς στιγμή - τους προσωπικούς τους δαίμονες. Και σε καμία ούτε κατ’ ιδέα ανατροπή όλων των στερεοτύπων μιας ταινίας με έναν πρωτάρη και έναν ψημένο σε ένα από τα πιο δύσκολα λειτουργήματα του κόσμου, ο πρώτος θα βυθιστεί στο σκοτάδι βρίσκοντας το φως, ενώ ο δεύτερος μοιάζει πλέον να έχει χάσει κάθε ελπίδα.
Στην πραγματικότητα η «Πόλη της Ασφάλτου» είναι μια συρραφή από περιστατικά, όπως τα έγραψε ο πραγματικός οδηγός ασθενοφόρου Σάνον Μπερκ στο «911» που κυκλοφόρησε το 2008, χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για τις προσωπικές - αδιάφορες και χιλιοειδωμένες - ιστορίες των δύο πρωταγωνιστών. Περιστατικά που ο Ζαν-Στεφάν Σοβέρ αντιμετωπίζει ως κομμάτια μιας ζωντανής κόλασης που ζωντανεύει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ολι και των θεατών, θεωρητικά όσο πιο ρεαλιστικά δεν παίρνει, αλλά στην πραγματικότητα πιο ψεύτικα από ό,τι έχουμε δει ποτέ στο σινεμά.
Σκηνοθετημένο με τη λογική του roller coaster που θέλει να σε παρασύρει στη δίνη του, το φιλμ υποφέρει περισσότερο και από τους πιο πληγωμένους ασθενείς των Ολι και Ρατ. Οχι μόνο από τον ήχο που δεν σταματάει να μπουκώνει από σειρήνες, ανθρώπινες κραυγές, μωρά που κλαίνε και σκύλους που γαβγίζουν, ούτε μόνο από εξαντλητικά επαναλαμβανόμενες σκηνές που υπογραμμίζουν πόσο βρώμικη, επικίνδυνη και αποτρόπαια είναι η ζωή στη Νέα Υόρκη, και άλλες (ακόμη πιο εξαντλητικές) σκηνές όπου οι ήρωες (όχι οι ασθενείς) υποφέρουν πάρα πολύ (μπροστά σε εικόνες αγίων και μη). Περισσότερο κι από αυτά, το φιλμ υποφέρει από ένα τόσο φτηνό μελοδραματισμό που προσπαθεί εναγωνίως να γίνει το περιτύλιγμα μιας κοινωνικής καταγγελίας για την ταξική ανισότητα, τη φτώχεια και το πόσο «σκατά» είναι αυτός ο κόσμος ο άδικος που καταλήγει σε ένα υστερικό λαϊκίστικο, ψεύτο-σκορσεζικό συνονθύλευμα που θα άξιζε να διδάσκεται σε σχολές κινηματογράφου για το πώς να μην κάνεις μια ταινία αν θέλεις αυτή να φτάσει κάποια στιγμή στο θεατή ως κάτι αληθινό.
Είναι αλήθεια πως όταν έχει προηγηθεί στην ιστορία του σινεμά το «Bringing out the Dead» του Μάρτιν Σκορσέζε ίσως θα ήταν πιο συνετό να μην κάνει κανείς καμία ταινία για οδηγούς ασθενοφόρων με προσωπικούς δαίμονες. Επίσης όταν ο Μάικλ Μπέι έχει «διασκεδάσει» με την ψυχή του στο «Ασθενοφόρο» του 2022, μοιάζει δύσκολο να συγκριθείς στο κομμάτι του entertainment - αλλά και των περίτεχνων λήψεων. Και μεταξύ μας, ακόμη και η πιο γραμμένη στο πόδι παράλληλη ιστορία στο «Grey’s Anatomy» μοιάζει ποτισμένη με περισσότερη αληθοφάνεια και σίγουρα συναίσθημα.
Ακόμη και το γεγονός ότι ο Σον Πεν (αρχικά θα πρωταγωνιστούσε ο Μελ Γκίμπσον) δεν είναι όσο γκροτέσκος περιμένεις και ο Τάι Σέρινταν του λένε να υποφέρει και το κάνει υποδειγματικά, δεν αρκούν για να αντέξεις μια ταινία που θέλει να σε κάνει να μυρίσεις το θάνατο, ενώ η οσμή της είναι αυτή ενός παλιού, διδακτικού, βαθιά συντηρητικού σινεμά που επειδή δεν έχει τίποτα να πει απλώς φωνάζει. Και που πιθανότατα, χωρίς την επίφαση της συμμετοχής του στο Διαγωνιστικό Τμήμα των Καννών το 2023 (ή και με αυτήν) δεν θα ήταν παρά ένα (ακόμη και έτσι - αποτυχημένο) b-movie straight to home cinema ή δευτεροκλασάτη πρεμιέρα σε κάποια πλατφόρμα.