Αφιερωμένο στον Αντρέι Ταρκόφσκι, το τελευταίο ολοκληρωμένο φιλμ του Σεργκέι Παρατζάνοφ δεν φέρει τίποτα από την σοβαρότητα και τον υπνωτιστικό ρυθμό των ταινιών του θρυλικού΄Ρώσου σκηνοθέτη του «Καθρέφτη», του «Στάλκερ» και της «Θυσίας». Με κάποιον περίεργο τρόπο είναι το εντελώς αντίθετο, μια παροξυσμική, σχεδόν βωβή ταινία που τρέχει με την ταχύτητα που έτρεχε το φιλμ στα πρώτα χρόνια του σινεμά και καθώς περνάει η ώρα παραγεμίζει με συμβολισμούς και σύμβολα, για να ολοκληρωθεί σε μια απελευθερωτική έκρηξη που σκάει από το παντού προς το πουθενά. Ή και το αντίστροφο.
Ο Αντρέϊ Ταρκόφσκι - υποστηρικτής του Παρατζάνοφ σε όλη τη διάρκεια της εξορίας και αυτοεξορίας του - βρίσκεται στην αφιέρωση του φινάλε, λίγο μετά από την τελική σκηνή όπου ένα λευκό περιστέρι κάθεται πάνω σε μια φωτογραφική μηχανή, κυρίως ως μια διαρκή έμπνευση και (καλλιτεχνική) ασπίδα απέναντι στη βιαιότητα που θα συναντούσε ο Παρατζάνοφ λόγω της σεξουαλικότητας αλλά και της επαναστατικής του φύσης από το καθεστώς που τον κράτησαν μακριά από τη δημιουργία, αλλά και από τη χώρα την οποία αγάπησε περισσότερο κι από την ίδια του τη ζωή.
Το νιώθεις από το φολκλόρ που υπηρετεί και ακυρώνει στο γνώριμο στιλ που είχε απογειώσει στο «Χρώμα του Ροδιού», εδώ σε μια αποσπασματική αφήγηση που ξεδιπλώνει σε πολύ μικρά κεφάλαια την ιστορία ενός Ασίκη που τον νομίζουν νεκρό, όσο αυτός προσπαθεί να επιστρέψει σπίτι για να σώσει την αγαπημένη του από ένα γάμο συμφέροντος. Πατώντας με σεβασμό και διαρκή διάθεση επαναδιαπραγμάτευσης με το κείμενο του Μιχάηλ Λέρμοντοφ, o Παρατζάνοφ ξεφυλλίζει το μεγάλο βιβλίο της παράδοσης μιας κατακερματισμένης «πατρίδας» - μέσα βρίσκονται από το Αζερμπαιτζάν και τη Γεωργία μέχρι ολόκληρος ο χάρτης ενός Σοβιετικού ένα μόλις χρόνο πριν το Τείχος του Βερολίνου καταρρεύσει και ο κόσμος αλλάξει για πάντα.
Σαν ένα παιχνίδι που το κουρδίζεις και αυτό αλώνει το χώρο (και το χρόνο), το καλειδοσκόπιο που είναι αυτή η ταινία του Παρατζάνοφ θυσιάζει ποίηση για να μιλήσει με πραγματική απελευθερωτική διάθεση για την ίδια τη φύση της παράδοσης ως ένα δρόμο που μόνο αν τον πατήσει κανείς γερά μπορεί να βρεθεί στο μέλλον. Μπλέκοντας ερωτισμό, μοιρολόγια, πηγές που αναβλύζουν ζωή και ζώα που μοιάζουν μασκοφόροι άνθρωποι (και το αντίθετο), το τριπάκι του «Ashik Kerib» πολλαπλασιάζεται σε κάθε θέαση, πριν καταλήξει σε αυτό που ίσως είναι τελικά περισσότερο από μια ταινία ή μια αφιέρωση στον «Θεό» του σινεμά, ένα (ομο)ερωτικό παθιασμένο τραγούδι για τους έρωτες που χάθηκαν από το συμφέρον, τις πατρίδες που χάθηκαν από την ιδιοτέλεια, το όνειρο που χάθηκε μέσα στους εφιάλτες της πραγματικής ζωής.
Αδιαφορώντας για το ρεαλισμό, δίνοντας χώρο στο παραμύθι, ο Σεργκέι Παρατζάνοφ δεν επαναλαμβάνει με αυτήν την ταινία τα αριστουργήματα της πρώτης του περιόδου, αλλά σπάει και πάλι ρόδια για να βάψουν με κόκκινο του βάσανου και της αγάπης τους λευκούς χάρτες αυτού του κόσμου, σημαδεύοντας μια μοναδική φωνή στην ιστορία του σινεμά - ό,τι είπε δεν υπήρξε ευαγγέλιο, αλλά μέσα στις μπορντούρες των πλαισίων που έκλεισε τα «πορτρέτα» της διαμελισμένης πατρίδας του, χώρεσε τη μελαγχολία όσων προσπάθησαν να πορευτούν σε αυτή τη ζωή με οδηγό την ποίηση, την αγάπη για τον άλλον, αυτό το τραγούδι που ακόμη και όταν δεν το ακούει κανείς, αυτό φτάνει μέχρι εκεί όπου είναι απαραίτητο.