H ιστορία της οικογένειας Παπανικολάου είναι αναντίρρητα κινηματογραφική. Οχι μόνο επειδή βασίζεται πάνω στη γνωστή διαδρομή της ανόδου και της πτώσης ανθρώπων που πίστεψαν στο όνειρο και κάηκαν από αυτό, αλλά - και ίσως κυρίως - γιατί φωτίζει μια εποχή και μια Ελλάδα που θα ‘λεγε κάποιος ότι μένει κινηματογραφικά ανεκμετάλλευτη, λόγω υψηλών απαιτήσεων που θα ανέκυπταν για την αναπαράσταση τους.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος που μελέτησε την ιστορία της οικογενειακής Οινοποιίας Αδελφών Παπανικολάου διέκρινε κατευθείαν την κινηματογραφική της υφή. Και προς τιμήν του δεν δείλιασε μπροστά στην ανεύρεση σπάνιου αρχειακού υλικού αλλά και σε μια δραματουργική ανακατασκευή που ζωντανεύει τους κεντρικούς της ήρωες μπροστά στα μάτια των θεατών.

Οσο λιγότερα γνωρίζει κανείς για το πώς τα μέλη της οικογένειας Παπανικολάου, ιδιοκτήτες ενός οινοποιείου και αμπελώνων στην Τεγέα στην αυγή του 20ου αιώνα οραματίστηκαν να μετατρέψουν την Αρκαδία στην Καμπανία της Ανατολής, προκάλεσαν το κατεστημένο της εποχής, εκμεταλλεύτηκαν τις πολιτικές αλλαγές για να αναπτυχθούν και τελικά έπεσαν θύματα της ίδιας της απληστίας τους, τόσο πιο συναρπαστική μοιάζει η ιστορία τους.

Ο Σπυρόπουλος την αφηγείται από τη μία με τη μορφή ενός μύθου που μοιάζει να υπήρχε πάντα και να μεταφερόταν από γενιά σε γενιά μέσα στις δεκαετίες και από την άλλη βασιζόμενος σε πλήθος ντοκουμέντων που δίνουν την αίσθηση μιας ιστορίας ολοζώντανης που φέρει τα χρώματα και τα αρώματα - για να μιλήσουμε και με όρους οινοποιεία - της εποχής, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Τα ντοκουμέντα που ξεδιπλώνονται μέσα στο υβριδικό ντοκιμαντέρ του με υλικό από την Ελλάδα του 1916 μέχρι και το 1927 γυρισμένο από Μαγυάρους, Γάλλους και Ελληνες οπερατέρ αποτελούν μια διαρκή έκπληξη - από την αστική Κόρινθο, τη διώρυγα της Κορίνθου, τη γέφυρα του Ισθμού, πλάνα από το Ναύπλιο, την Αρκαδία (Τρίπολη, Στεμνίτσα, Τεγέα, Λεβίδι, Βυτίνα, Δημητσάνα, Νεστάνη), τα Καλάβρυτα, την γαλλική κατοχή σε Αθήνα και Πειραιά του 1916-17 και την αστική Αθήνα του 1925.

Ταυτόχρονα, η οικογένεια των Παπανικολάου ζωντανεύει σε μια «μυθοπλαστική» επιλογή, με γνωστούς ηθοποιούς (τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τη Σοφία Σεϊρλή, τον Οδυσσέα Σταμούλη κ.ά.) που αρχικά μοιάζει να συμπληρώνει την υφή μιας αφήγησης που θέλει να σου αφήσει σαν σημάδι και την «εικόνα» μιας ολόκληρης εποχής που δεν βλέπουμε συχνά στο σινεμά ή την τηλεόραση. Και είναι ακριβώς σε εκείνο το σημείο που μια θεωρητικά σωστή επιλογή κάνει το όλο εγχείρημα να μοιάζει αμήχανο, χωρίς κινηματογραφικό ειρμό και ίσως και κατώτερο απ’ όσο θα λειτουργούσε χωρίς καμία παρεμβολή πάνω στην αγνή, καθαρή τεκμηρίωση.

Οι ηθοποιοί δεν έχουν πρόζα, αλλά μιλούν σαν σε αφήγηση, οι δραματικές στιγμές παραμένουν καλλιγραφικές και τελικά ο ρυθμός προδίδεται συνεχώς από τις διαφορετικές υφές που επιβάλλουν τα διαφορετικά υλικά που αναμειγνύονται - ίσως χωρίς να έχουν ωριμάσει αρκετά. Εκεί που η συναρπαστική ιστορία που συνεχίζει να ξεδιπλώνεται παραμένει πιο κινηματογραφική από οτιδήποτε άλλο, πιο δραματική από κάθε περίτεχνη «δραματοποιημένη» σκηνή και πιο ιστορική κι από την ίδια την εξιστόρησή της.