Φαίνεται πως εκεί στην DC και στην Warner σαν να μη νοιάζονται ιδιαίτερα για τις τελευταίες ταινίες του DCEU, του σύμπαντος που θεμελίωσαν (όχι και τόσο επιτυχημένα για αρκετούς) οι ταινίες του Ζακ Σνάιντερ, αφήνοντάς τις σχεδόν τελείως στη μοίρα τους, ιδιαίτερα τα τελευταία δυο χρόνια. Λογικό, από τη μία, αν σκεφτεί κανείς πως προετοιμάζουν πυρετωδώς το νέο DCU κάτω από την εποπτεία του Τζέιμς Γκαν, το οποίο έχει σκοπό να αναδιοργανώσει από την αρχή το κινηματογραφικό σύμπαν της DC.

Και έτσι η ταινία που προοριζόταν να είναι στην ουσία και η «ταφόπλακα» του DCEU, το «Aquaman: Το Χαμένο Βασίλειο», το νιώθεις βλέποντάς την, πως είναι τελείως παραδομένη μέσα στην αδιαφορία ενός στούντιο να δημιουργήσει ένα βιώσιμο κινηματογραφικό franchise και να το αξιοποιήσει σε κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό. Κι εδώ, στο άδοξο αυτό τέλος του, όλα αυτά φαίνονται, ίσως περισσότερο από ποτέ, πιο καθαρά.

Εχοντας αποτύχει να εξολοθρεύσει τον Aquaman την πρώτη φορά, ο Μπλακ Μάντα διψασμένος να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του, θα κάνει τα πάντα για να καταστρέψει επιτέλους τον Aquaman. Αυτή τη φορά, ο Μπλακ Μάντα είναι πιο ισχυρός από ποτέ έχοντας τιθασεύει τη δύναμη της μυθικής Μαύρης Τρίαινας, που εξαπολύει μία αρχαία και κακόβουλη δύναμη. Για να τον κατατροπώσει, ο Aquaman θα στραφεί στον φυλακισμένο αδελφό του Ορμ, τον πρώην βασιλιά της Ατλαντίδας, με στόχο να συνάψουν μία ανορθόδοξη συμμαχία. Μαζί, πρέπει να παραμερίσουν τις διαφορές τους για να προστατεύσουν το βασίλειο και να σώσουν την οικογένεια του Aquaman και τον κόσμο από τον αφανισμό.

Η πρώτη ταινία του Aquaman μπορεί να μην είχε καμία λογική και η πλοκή της να μην έβγαζε τις περισσότερες φορές κανένα νόημα, αλλά τουλάχιστον είχε κάποιες στιγμές απενοχοποιημένης απόλαυσης – κυρίως λόγω της εξτράβαγκαντ ποπ αισθητικής της. Και στη δεύτερη ταινία ο Τζέιμς Γουάν επιλέγει να συνεχίσει πάνω στο ίδιο αυτό μοτίβο του παραλογισμού και της εφετζίδικης και εξωφρενικής (ενίοτε μπουκωμένης) δράσης, μόνο που εδώ τα πάντα μοιάζουν να είναι ακόμα πιο υπερβολικά – σαν μια υπερηρωική ταινία on acid σε στεροειδή.

Ο Γουάν δεν φοβάται να δανειστεί και πάλι στοιχεία από άλλες ταινίες, κυρίως από το «Star Wars» όπου, και απροκάλυπτα σχεδόν, μας παρουσιάζει μια υποθαλάσσια, πιο camp και σαφώς τριπαρισμένης έκδοση της καντίνας (από το «Μια Νέα Ελπίδα») με ένα ψάρι αρχηγό των πειρατών σε ρόλο Jabba the Hutt, ή να δημιουργήσει το δικό του άκρως σουρεαλιστικό «Jurassic Park» ή μια παγωμένη εκδοχή της Μόρντορ από τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών». Και όλα αυτά κάτω από το περιτύλιγμα ενός buddy movie.

Ολη αυτή η παρέλαση της camp υπερβολής θα μπορούσε να είναι αρκετή για να χαρίσει απλά δυο ώρες ποπ κορν διασκέδασης σε κάποιο multiplex, αλλά δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν κολλάνε μεταξύ τους, με την ταινία να καταλήγει ένα συνονθύλευμα τα καλύτερα στοιχεία κάποιων άλλων ταινιών. Το σενάριο έχει ήδη πεταχτεί από το παράθυρο από την αρχή, με μια απολύτως generic πλοκή (που την έχουμε ξαναδεί αμέτρητες φορές και καλύτερα), με τους διαλόγους να χτυπούν επικίνδυνα τα όρια του cringe και με ανύπαρκτες σχεδόν ερμηνείες. Μόνο ίσως η χημεία του Τζέισον Μομόα με τον (καλύτερό του εδώ) Πάτρικ Γουίλσον να καταφέρνει να αποσπάσει μερικά χαμόγελα.

Προσθέστε και το πως η ταινία στοιχειώνεται από τα αναρίθμητα προβλήματα στην παραγωγή της με πάνω από όλα (τον υποβρύχιο ελέφαντα σε κάθε σκηνή) την παρουσία της Αμπερ Χερντ. Το κακό μοντάζ, που ίσως επιβεβαιώνει τις φήμες για τη μείωση του ρόλου της Χερντ στην ταινία, μετά την δίκη της με τον Τζόνι Ντεπ, δεν βοηθάει καθόλου στην ροή της πλοκής της αλλά ούτε στο να δώσει στην ταινία εκείνη την σπίθα για να την γλυτώσει από τη βαρεμάρα.

Το «Aquaman: Το Χαμένο Βασίλειο» επιβεβαιώνει περίτρανα την αποτυχία του DCEU. Είναι ίσως το τελευταίο καρφί σε ένα υπερπολυτελές φέρετρο που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει ποτέ κάτι περισσότερο από ένα, στην καλύτερη, ανοικονόμητα εφετζίδικο κινηματογραφικό σύμπαν. Ας ελπίσουμε σε μια καλύτερη και πιο δομημένη νέα αρχή λοιπόν...