Η 17χρονη Αμίρα γεννήθηκε στη σύγχρονη Γάζα - περήφανη κόρη ισοβίτη Παλαιστίνιου αγωνιστή (ήρωα στα μάτια της κοινότητας της Ιντιφάντα, «τρομοκράτη» στις λίστες των Ισραηλινών). Η μητέρα της τον παντρεύτηκε όταν εκείνος ήταν ήδη στη φυλακή. Στην ουσία παντρεύτηκε μια φωτογραφία του - οι δυο τους δεν βρέθηκαν ποτέ στο ίδιο δωμάτιο, δεν είχαν σχέσεις, συνομιλούν τηλεφωνικά ή πίσω από το τζάμι του επισκεπτηρίου. Η Αμίρα είναι ένα από τα παιδιά που συνελήφθη με «παράνομα διοχετευμένο σπέρμα»: χρηματιζόμενοι Ισραηλινοί φύλακες δέχονται να το φυγαδεύσουν κρυφά στις γυναίκες των φυλακισμένων. Ωστε να κάνουν παιδιά «κι ένα κομμάτι των παλαιστίνιων ισοβιτών πολιτικών κρατούμενων να απελευθερωθεί».

Αυτή η ταυτότητα, «της κόρης του ήρωα», είναι το κέντρο της ύπαρξης της Αμίρα, η οποία λατρεύει τον πατέρα της, μεγαλώνει σε μία δυναμική γυναίκα, ονειρεύεται να γίνει φωτογράφος. Είναι παιδί της γενιάς του αγώνα, είναι παιδί της Παλαιστίνης, ο εχθρός φοράει στολή, περιπολεί τους δρόμους της, έχει άλλο αίμα. Μέχρι που οι βεβαιότητές της κλονίζονται συθέμαλα κι ο κόσμος της γκρεμίζεται. Οταν ο πατέρας της κανονίζει και πάλι με έναν Ισραηλινό φρουρό να επαναλάβει τη διαδικασία για να κάνουν και δεύτερο παιδί, αποκαλύπτεται ότι το σπέρμα του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί: ήταν πάντα στείρος. Η σοκαριστική νέα πραγματικότητα μπορεί να έχει δύο εξηγήσεις: ή η μητέρα της τον απάτησε (και θα τιμωρηθεί από τους συντρόφους του), ή κάποιο άλλο σπέρμα χρησιμοποιήθηκε. Αν δεν είναι κόρη της Παλαιστίνης, ποια τότε είναι η Αμίρα;

Υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα της Αμίρα και είναι ακόμα περισσότερο σοκαριστική. Αλλά, στην ουσία, αυτή η ίδια απάντηση αποτελεί και την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου. Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Παιδιά που μεγαλώνουν με εκ γενετής κατεχόμενη την ύπαρξή τους, γενιές που αναπλάθονται σε εμπόλεμο κλίμα, βυζαίνουν μίσος και αποκτούν εθνική συνείδηση πολύ πριν διαμορφώσουν συνείδηση. Ο Μοχάμεντ Ντιαμπ (που γνώρισε καλλιτεχνική επιτυχία με τα «Clash» και «Cairo 678» και πρόσφατα σκηνοθέτησε και την τηλεοπτική σειρά Marvel «Moon Knight») αυτό τον σπόρο θέλει να καλλιεργήσει στην καρδιά της ταινίας. Αυτό τον εν δυνάμει διάλογο μάς θέλει να φυγαδεύσουμε βγαίνοντας από την αίθουσα. Πόσα παιδιά έχουν θυσιαστεί στο όνομά ενός δίκαιου αγώνα; Κι αν θυσιάζονται παιδιά, πόσο δίκαιος τελικά είναι;

Ο Ντιαμπ πνίγει τα κάδρα του στις σκιές. Υποβλητικό, γυαλιστερό μαύρο του φωτογράφου του Αχμέντ Γκαμπρ, πλαισιώνουν τους ήρωες - πνίγοντάς τους (όπως τον φυλακισμένο πατέρα στο στενό κελί του, αλλά και τη μητέρα, που η «παρθενία» της αναθεωρείται και εξετάζεται στον 21ο αιώνα) ή ακολουθώντας τους, όπως την Αμίρα, σαν προμελετημένη παρακαταθήκη. Μια ολόκληρη χώρα ζει στο μαύρο, με drones που απειλούν, ή τη μετακίνηση στα σπίτια-κρυσφύγετα των αγωνιστών που γίνεται πάντα νύχτα. Κι αυτό είναι τόσο έντονο, που όταν υπάρχουν σκηνές στο φως (όπως αυτή που η Αμίρα και το αγόρι της κοιτούν τη Γάζα από ψηλά, κάθονται αγκαλιά και κάνουν όνειρα) ξαφνιάζεσαι - σαν να παρακολουθείς κάτι παράταιρο.

Κι ενώ υπάρχει αυτή η δύναμη - τόσο στην ιδέα όσο και την εικόνα, η τρίτη πράξη ξεφεύγει στον Ντιαμπ σε μία αχρείαστη σεναριακή και ατμοσφαιρική υπερβολή που αδυνατίζει το τελικό αποτέλεσμα. Με τη δράση να φλερτάρει το θρίλερ, το μουσικό σκορ να υπογραμμίζει το συναίσθημα, και τη θερμοκρασία να υποκύπτει στο μελόδραμα, ο Ντιαμπ χάνει την ευκαιρία να παραδώσει ένα δυνατό, ακέραιο, στοχευμένο πολιτικό δράμα.

Οσο κι αν η πιτσιρίκα πρωταγωνίστριά του, Τάρα Αμπούντ, σε κρατά σε εγρήγορση με το τσαγανό και τον μαγνητισμό της.

Οχι, το αποτέλεσμα δεν είναι στείρο. Αλλά δεν δικαιώνει και το DNA του πολιτικού σινεμά.