Στα μέσα της δεκαετίας του 60, ο Χουσεΐν, για να θρέψει την οικογένειά του, κατέφυγε στην μεταπολεμική Γερμανία που τότε ζητούσε ξένα εργατικά χέρια για να ξαναχτιστεί. Λίγα μετά, κατάφερε να μετακόμισει και όλη τη φαμίλια του από τις φτωχικές στέπες της Ανατολίας στην βιομηχανική χώρα της ανάπτυξης και της προόδου και σήμερα, 45 χρόνια μετά, απολαμβάνει τα κυριακάτικα γεύματα με παιδιά κι εγγόνια. Ανάμεσά τους ο 6χρονος Τσενκ, ο οποίος μπλέκει σ' ένα καυγά στο σχολείο όταν τα γερμανάκια τον αποκαλούν «τουρκόσπορο», ενώ εκείνος θεωρεί τον εαυτό του Γερμανό. Ο παππούς πικραίνεται που η δεύτερη και η τρίτη γενιά που έφερε στον κόσμο νιώθουν πατρίδα τους την ξενιτιά του. Οι ερωτήσεις του Τσενκ που θέλει να μάθει την ιστορία του παππού του μας ξεναγούν στο παρελθόν και το παρόν του Τούρκου μετανάστη, ο οποίος, μοιραία, θα νιώθει ξένος και στις δυο χώρες.

Η Γιασεμίν Σαμντερελί έχει ξεκάθαρο στόχο να μην παρακάμψει από τη φόρμα της feelgood κωμωδίας. Ο σκελετός της ιστορίας της θα μπορούσε να είναι δραματικός, να έχει πολιτικό σχόλιο, έστω και δοσμένο με πικρή κωμική νότα, αλλά εκείνη θέλει περισσότερο να διασκεδάσει τα στερεότυπα των δύο λαών, να παίξει με την αφηγηματική γραμμή και να πειραματιστεί με μία σχεδόν ποπ κινηματογράφηση, που παραμένει πεισμωμένα αφοσιωμένη στην χαριτωμένη επιδερμίδα της ταινίας της.

Γιατί η ταινία είναι αναμφισβήτητα χαριτωμένη. Χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία του εμπορικού σινεμά που θέλει το κοινό να διασκεδάζει με cute παιδάκια, γραφικά γεροξεκούτηδες παππούδες και ρετρό νοσταλγικές αφηγήσεις που απεικονίζονται μέσα από σκηνικά, κοστούμια και κλισέ που θα μπορούσαν να μυρίζουν αγιόκλημα και γιασεμί. Μπουφόνικο χιούμορ ελαφρύνει το παρελθόν του μετανάστη, ο οποίος κατέβηκε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό κουβαλώντας το δισάκι του, την ανάγκη του, την επαρχιώτική του αφέλεια και το μουστάκι που τον ξεχώριζε. Οι δυσκολίες ένταξής του παρουσιάζονται ως πολιτισμικές γκάφες. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, ο υπόγειος ρατσισμός, τα παιδιά που δεν ξέρουν που ανήκουν περιορίζονται σε γραφική, ή για να το πούμε πιο σωστά λαογραφική, καρικατούρα.

Κι αυτό είναι που τελικά γυρίζει εναντίον της ταινίας και των καλών της προθέσεων. Στην περίπτωση που επιλέγεις συνειδητά να θίξεις σοβαρά κοινωνικοπολιτικά θέματα με κωμικό τόνο, χρειάζεσαι κάτι που θα είναι πιο ειλικρινές, τολμηρό και αιρετικό. Η λαογραφική καρικατούρα θα ήταν ευπρόσδεκτη αν είχε τραβηχτεί στα άκρα, αν είχε ρισκάρει σε πιο σκληρά, φλεγματικά μονοπάτια.

Εδώ μας καλωσορίζει με την υπόσχεση μίας διαφορετικής εξέλιξης (η φαντασία του πιτσιρικά μετανάστη ότι η ζωή στη Γερμανία σημαίνει ατέλειωτα μπουκάλια Coca Cola, ή ο εφιάλτης του μικρού μουσουλμάνου απέναντι στη θέα του Εσταυρωμένου είναι απολαυστικές πινελιές), αλλά τελικά μας προδίδει κι οπισθοχωρεί σε οικείες στερεότυπες μανιέρες με μπεγλέρια, νταούλια και σπαταλημένο χαβαλέ.