Η Αντζι και η Πατ είναι 40 χρόνια μαζί. Γνωρίστηκαν όσο ήταν εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες του Χονγκ Κονγκ, με την ανάταση της οικονομίας στα 80ς κατάφεραν να ανοίξουν τη δική τους, και η σύγχρονη ύφεση τις έχει βρει στη σύνταξη με ένα καλό απόθεμα για τα γηρατειά τους - το σπίτι που αγόρασε η Πατ πριν 3 δεκαετίες, κάποια χρήματα στην άκρη με τα οποία βοηθούν φίλες και οικογένεια. Γιατί όλοι έχουν πλέον μεγάλα προβλήματα. Ο 60χρονος αδελφός της Πατ που απολύθηκε και δουλεύει την νυχτερινή βάρδια σ' ένα πάρκινγκ. Ο γιος του, και αγαπημένος ανιψιός της, που αποδέχεται το χαρτζιλίκι της θείας, καθώς δεν φτάνουν τα ελάχιστα που βγάζει ως οδηγός Uber - ειδικά τώρα που θα γίνει πατέρας. Οι λεσβίες φίλες τους που δυσκολεύτηκαν να ανοίξουν το ανθοπωλείο τους και η Πατ έβαλε πλάτες.

Μόνο που η Πατ πεθαίνει - απρόσμενα, ξαφνικά, στον ύπνο της. Και η 65χρονη Αντζι μένει μόνη, να αντιμετωπίσει πολλά περισσότερα από τον πόνο της απώλειας. Καθώς ο γάμος ομοφύλων ζευγαριών δεν έχει ψηφιστεί στο Χονγκ Κονγκ, το ζευγάρι δεν μοιραζόταν περιουσία και δικαιώματα. Η Πατ, που τα φρόντιζε όλα, αυτό δεν το φρόντισε - δεν είχε αφήσει διαθήκη. Κι έτσι ο αδελφός και τα ανήψια της έχουν τον κύριο λόγο σε όλα - χρήματα, τραπεζικούς λογαριασμούς και το σπίτι. Η Αντζι θα πρέπει να «καταλάβει» και να μετακομίσει. «Γιατί υπάρχουν ανάγκες».

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ρέι Γιενγκ («Cut Sleeve Boys», «Suk Suk», «Twilight’s Kiss») επιστρέφει με την τέταρτη ταινία του στα θέματα που -ήσυχα, αλλά δυναμικά- αγαπά να αναδεικνύει: τα ζητήματα ανισότητας της queer κοινότητας του Χονγκ Κονγκ - μίας υβριδικής κοινωνίας που δεν αποτελεί ούτε Ανατολή, ούτε ακριβώς Δύση. Εξελιγμένοι κάτοικοι, σύστημα και παραδόσεις όμως βαθιά ριζωμένες στον κινέζικο συντηρητισμό.

Δύο λεσβίες γυναίκες σπάνια βλέπουν την ιστορία τους στην μεγάλη οθόνη. Ειδικά δύο 65χρονες λεσβίες γυναίκες. Κι ο Γιενγκ τους ρίχνει το ζεστό του, ανθρώπινο φως. Τις βλέπουμε στη ρουτίνα τους. Να ψωνίζουν στην λαϊκή. Να μαγειρεύουν. Να βάζουν υδατική κρέμα πριν κοιμηθούν. Να στρώνουν τραπέζι γιορτινό και να υποδέχονται όλη την οικογένεια, που τις αγαπά και τις σέβεται. Μέχρι που το κενό (του θανάτου, αλλά και της νομοθεσίας) κλονίζει τις ισορροπίες.

Και είναι αυτή η ντελικάτη ηρεμία του, ο βουβός τόνος της ταινίας, που λειτουργεί στον ψυχισμό του θεατή ακόμα πιο βίαια. Ο Γιενγκ κρατά την κάμερα σταθερή, ή σε ανεπαίσθητα υγρά travelling. Ο DP του Λιουνγκ Μινγκ-Κάι χαίδεύει με το φως και τη γήινη χρωματική παλέτα τους χώρους και τους ανθρώπους. Ολα παρατηρούν διακριτικά την «κανονικότητα» της αδικίας. Μία γυναίκα που επί 4 δεκαετίες ήταν ερωμένη και σύντροφος, αλλά μεταθάνατον μένει στο περιθώριο ως απλή «φίλη».

Σεναριακά, ο Γιενγκ είναι επίσης εξαιρετικά προσεκτικός. Τα πορτρέτα των ανθρώπων δεν είναι μονοδιάστατα - οι συγγενείς δεν είναι τέρατα. Ο πραγματικός «κακός» είναι η ανέχεια, η κρίση, η ανάγκη, που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να κοιτάξουν το συμφέρον τους για να επιβιώσουν. Η «αλήθεια» ή το «δίκαιο» είναι πολυτέλειες που δεν αντέχουν όλοι να κουβαλήσουν.

Με εξαιρετικές ερμηνείες, ειδικά της Πάτρα Αου που κουβαλά την θλίψη, την απελπισία, την προδοσία, τον φόβο στο εκφραστικό της πρόσωπο, ο Γιενγκ πετυχαίνει να κάνει το προσωπικό, πολιτικό. Να σκύψει στο αυτί του θεατή με έναν αισιόδοξο (ή συγκαταβατικό) ψίθυρο («όλα θα πάνε καλά») που θα τον στοιχειώσει - περισσότερο κι από ηχηρό μανιφέστο. Πώς θα πάνε όλα καλά, αν δεν τα αλλάξουμε;

Να που η «Πατ», μάς άφησε τελικά διαθήκη. Με τον τρόπο που το σινεμά ξέρει και μπορεί.