Το franchise του «Alien», στην προσπάθειά του όχι μόνο να μείνει επίκαιρο αλλά και να προχωρήσει έχοντας απέναντί του ένα ολοένα μεγαλύτερο και απαιτητικό κοινό, έχει περάσει από χίλια κύματα, χάνοτας κάθε φορά έστω και λίγο από την ταυτότητά του. Και πολλές φορές πάνω ακριβώς σε αυτή την κρίσιμη καμπή του κάθε franchise είναι που αποφασίζειεάν απλώς θα προχωρήσει τυφλά χωρίς να σκεφτεί τις όποιες συνέπειες, ή εάν - μερικές φορές το καλύτερο που έχει να κάνει - θα πάει αρκετά βήματα πίσω για να δει ξεκάθαρα μπροστά.
Κάτι τέτοιο επιχειρεί να κάνει και το νέο κεφάλαιο του πολυαγαπημένου saga τρόμου και επιστημονικής φαντασίας, με τίτλο «Alien: Romulus», το οποίο αφήνει πίσω τα φιλοσοφικά ερωτήματα του «Προμηθέα» και την ανελέητη δράση των «Alien vs. Predator» και να επιστρέψει ευλαβικά στις ρίζες του προκειμένου όχι μόνο να δώσει μια νέα πνοή στη σειρά αλλά και να προσφέρει μια από τις πιο καλύτερες ταινίες στο franchise από την εποχή του «Aliens».
Οσο το λιγότερο ξέρει κανείς για την πλοκή της ταινίας, τόσο το καλύτερο: αυτή μπορεί να περιοριστεί μόνο στο ότι εξερευνώντας τα βάθη ενός εγκαταλειμμένου διαστημικού σταθμού, μια ομάδα νεαρών εποικιστών του διαστήματος έρχεται αντιμέτωπη με την πιο τρομακτική μορφή ζωής στο σύμπαν, τόσο το καλύτερο.
Ο σκηνοθέτης Φέντε Αλβαρεζ κι ο επί χρόνια συνεργάτης του στο σενάριο Ρόντο Σαγιάγκεζ πιάνουν το franchise ακριβώς πάνω στα καλύτερα του, φτιάχνοντας μια ταινία η οποία εξελίσσεται ανάμεσα στα γεγονότα του «Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ και του «Aliens» του Τζέιμς Κάμερον. Ο Αλβαρεζ δεν βρίσκεται όμως εδώ μόνο και μόνο για να τιμήσει τις δυο αυτές καλύτερες ταινίες του franchise (το οποίο και αδιαμφισβήτητα πετυχαίνει) και να ικανοποιήσει τους φανς (οι οποίοι θα περάσουν υπέροχα προσπαθώντας να βρουν όλα τα easter eggs), αλλά δημιουργεί μια νέα δική του κόλαση η οποία καταφέρνει να αφήσει το δικό της τρομαχτικό αποτύπωμα.
Από τη μία έχουμε μια ταινία η οποία επικεντρώνεται κυρίως πάνω στον τρόμο, καθώς εξελίσσεται μέσα στους κλειστοφοβικούς διαδρόμους ενός στοιχειωμένου διαστημικού σταθμού, παρουσιάζοντάς τον ναι μεν ως έναν από τους πρωταγωνιστές της ταινίας του αλλά χωρίς να επικεντρώνεται σε αυτόν με εμμονή, χτίζοντας ταυτόχρονα μεθοδικά μια απόκοσμη ατμόσφαιρα η οποία κλιμακώνεται σταδιακά. Ο Αλβαρεζ, εξάλλου, ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει με καινούργιο τρόπο τους κουρασμένους κανόνες του είδους και πώς να βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο σασπένς και το gore με τέτοιον τρόπο που σε στιγμές η ταινία σε τρομάζει εκεί που δεν το περιμένεις.
Μέσα σ' αυτή τη διάρκεια ο Αλβαρεζ δεν βιάζεται και παίρνει τον χρόνο του γνωρίζοντας ακριβώς πώς και πότε να προβάλει μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες του Χ. Ρ. Γκίγκερ, μέχρι και την εμφάνιση του αγαπημένου σε όλους Xenomorph, το οποίο παρουσιάζει με το απαιτούμενο δέος που του αρμόζει. Μαζί με το τμήμα καλλιτεχνικής παραγωγής αποτίνουν φόρο τιμής στην ταινία του Σκοτ, όπου σε συνδυασμό με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό και φωτογραφία του Γκάλο Ολιβάρες, την πολυτελή σκηνογραφία και τις μινιατούρες, τα animatronics και το CGI, δημιουργούν ένα οπτικά πανέμορφα τρομαχτικό και πιστευτό σύμπαν, ενώ παράλληλα πάνε τη σκοτεινή ψυχοσεξουαλική εικονογράφιση του franchise (χωρίς να μπούμε σε spoilers) βήματα παραπέρα, ενώ το φινάλε σίγουρα θα συζητηθεί.
Από την άλλη βέβαια έχουμε και τη δράση την οποία ο Αλβαρεζ συνδυάζει με έναν οργανικό τρόπο πάνω στον τρόμο και την ατμόσφαιρα της ταινίας, χωρίς να την επιβαρύνει. Αν και κάποιες φορές νιώθεις πως ακολουθεί ένα είδος κλασικής φόρμουλας στη δράση του, υπάρχουν αρκετές στιγμές, οι οποίες είναι τόσο ευφάνταστες και μοναδικές που σε κάνουν να νιώσεις πραγματική αγωνία, ένταση και την αγχωτική απόλαυση που σπάνια πλέον νιώθεις στο σινεμά.
Μπορεί οι πρωταγωνιστές του, ένα καστ από αρκετά ταλαντούχους ηθοποιούς, με την Κέιλι Σπένι να δίνει τη δική της εκδοχή στην Ελεν Ρίπλεϊ της Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, να χτυπάνε πάνω σε ένα είδος αρχετυπικών χαρακτήρων, το οποίο φαίνεται πως το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος ποτέ δεν θα πάψει να αγαπά και η ταινία για πρώτη φορά, πράγμα που ίσως κάνει ενίοτε την πλοκή προβλέψιμη, με το exploitation να την κρατά πίσω σεναριακά, κυρίως προς τη μέση της. Αλλά ο Αλβαρεζ καταφέρνει να δώσει ανατροπές στην ιστορία τους, οι οποίες κρατούν το ενδιαφέρον σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα.
Μπορεί όλα αυτά να μην κάνουν το «Alien: Romulus» την τέλεια ταινία, αλλά η δέσμευση του Αλβαρεζ και των συνεργατών για μια κλασική ταινία «Alien», κάνει το νέο αυτό φιλμ να επιστρέφει για άλλη μια φορά τις κραυγές στις κινηματογραφικές αίθουσες – εκεί όπου πραγματικά αξίζουν να ακουστούν αβίαστα δυνατά.