Μπορεί να είναι εντελώς ασήμαντος σαν σκηνοθέτης ο Πολ Φέιγκ, αλλά έχει μια συνέπεια, πρέπει να ομολογήσουμε. Είναι συνεπής στις «τούμπες» που κάθε φορά επιχειρεί, στον τρόπο που πειράζει κινηματογραφικά είδη παραδοσιακά ανδρικά αλλάζοντάς τους το φύλο. Στις «Φιλενάδες», την κωμωδία της ανδροπαρέας τύπου «The Ηangover». Στο «The Heat», το αστυνομικό buddy movie δράσης. Στο «Spy», την περιπέτεια κατασκοπείας αλά Τζέιμς Μποντ. Κι εδώ, στη νέα του ταινία, που βασίστηκε σε ένα μπεστ σέλερ της νεοεμφανιζόμενης Ντάρσι Μπελ, το φιλμ νουάρ, με ο, τι μοιραίο και (συμ-)παιγνιώδες κουβαλά το είδος από τα ασπρόμαυρα χρόνια του.
Σ’ αυτή τη «Μικρή Χάρη», λοιπόν, που θα οδηγήσει σε μεγάλες και δυσεπίλυτες περιπλοκές, η Στέφανι, χήρα νοικοκυρά των επαναπαυμένων αμερικανικών προαστίων που ψυχαγωγεί και ψυχαγωγείται ως vlogger μαγειρικής, γνωρίζεται με την Εμιλι, στιλάτη δημοσιοσχεσίτισσα με σύζυγο συγγραφέα και σπίτι φανταχτερό, δια των συμμαθητών παιδιών τους. Γοητευμένη από την κλάση και τον δυναμισμό της, της ξανοίγεται. Τα πίνουν, τα λένε, γίνονται φίλες. Μέχρι που ένα πρωί η Έμιλι της τηλεφωνεί και της ζητά να πάρει τον γιο της από το σχολείο ώσπου η ίδια να επιστρέψει από ένα έκτακτο ταξίδι. Και εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Τα παραπάνω, που πιάνουν το πρώτο 40λεπτο του φιλμ, τα μαθαίνουμε από την Στέφανι, έτσι όπως τα αποκαλύπτει στο βλογκ της. Κι αυτή η υποκειμενική εκδοχή έχει ενδιαφέρον, σε ιντριγκάρει με τις λεπτομέρειες και τα προσωρινά «κενά» της. Τι απ’ όσα αφηγείται τούτη η φαινομενικά ναίφ χήρα, που έχασε τον άντρα της σε τροχαίο, παρέα με τον ετεροθαλή αδελφό της, με τον οποίο είχε μια αιμομικτική σχέση, μπορεί να ανταποκρίνεται στην αλήθεια; Γιατί παρουσιάζει την Έμιλι σαν μια γυναίκα που οργιζόταν με τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών της; Και τι μπορεί να κρύβει η σχέση αγάπης-μίσους της τελευταίας με τον αποτυχημένο συγγραφέα σύζυγό της;
Ωστόσο, από τη στιγμή που ξεκινά η αντικειμενική αφήγηση στο παρόν, ευθυγραμμίζεται με την υποκειμενική, και η Στέφανι αυτοχρίζεται ντεντέκτιβ στη θέση των επίσημων ντεντέκτιβ και δημόσιος πομπός των ευρημάτων της για την εξαφάνιση, αρχίζει και το χάος. Το αδιευκρίνιστο παρελθόν της Στέφανι περνά απότομα στη σφαίρα του αδιάφορου, μοτίβα από τυπικά νουάρ μυστηρίου αναδεύονται όπως-όπως, και η ιστορία παραλογίζεται ξέφρενα.
Και δε θα είχε κανείς αντίρρηση μ’ αυτόν τον παραλογισμό, αν υπηρετούταν από τους τρόπους μια παρωδίας συμπαγούς και καίριας πάνω στην αθέατη πλευρά της προνομιούχας αμερικανικής προαστιακής ζωής. Σε αντίθεση με τον συγκροτημένο Τζέιμς ΜακΝότον στο «Wild Things», τον σκοτεινό Ντέιβιντ Φίντσερ στο «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» (κατάδηλο το δάνειο εδώ), ακόμα και τους ακριβείς δημιουργούς της τηλεοπτικής σαπουνόπερας «Νοικοκυρές σε Απόγνωση», ο Φέιγκ δεν ξέρει τι να πάρει στα σοβαρά και τι όχι –μια άγνοια που έχει αναγκαστικά μεταδοθεί και στους πρωταγωνιστές του. Μπορεί, λοιπόν, να μένει συνεπείς στις τούμπες του, όμως δεν έχει ακόμη μάθει να προσγειώνεται με τα πόδια.