Αυτή η ταινία σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι μια επιστολή στην αδερφή που δεν γνώρισα ποτέ, καθώς και μια πράξη συμφιλίωσης με τον πατέρα μου και το αναπόφευκτο του θανάτου. Τρία διαφορετικά φορμά από πέντε δεκαετίες ζωής συνθέτουν ένα κινηματογραφικό ψηφιδωτό που ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στη χαρά, τη ζωή και τον στοχασμό της ύπαρξης.
Η περιγραφή του πολυπράγμωνα (διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, σχεδιαστής ήχου και άλλα...) Στέλιου Μπουζιώτη για τον «Θερμαστή», το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του που διαγωνίζεται στο τμήμα Film Foward του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το Μάρτιο είναι πλήρης. Σαν ένα κολάζ από σκέψεις, εικόνες, αρχεία και αναδιπλώσεις της μνήμης και της λογικής, ο «Θερμαστής» είναι κάτι περισσότερο από τη στενή έννοια της τεκμηρίωσης, ιδανική εφαρμογή της πεποίθησης του δημιουργού του πως κάθε ταινία πρέπει να είναι μια αφορμή και όχι μία απάντηση.
Στο Flix, o Στέλιος Μπουζιώτης μιλάει για ένα προσωπικό ταξίδι ενηλικίωσης που αφορά περισσότερους.
Τι είναι για σας ο «Θερμαστής» και που σας συναντάει ως δημιουργό;
Ο Θερμαστής είναι ένα γράμμα στην άγνωστη αδερφή μου από τη Σουηδία με σκοπό να της γνωρίσω τον μπαμπά που δεν ξέρει ότι έχει.Ταυτόχρονα όμως είναι αυτός που ανάβει, προσέχει και φροντίζει για τη σωστή λειτουργία της μηχανής. Είναι υπεύθυνος να τροφοδοτεί με καύσιμη ύλη ώστε να συνεχιστεί το ταξίδι.Στο δικό μου ταξίδι με βρήκε μεσοπέλαγα λίγο πριν ξεμείνω.
Πόσο «ντοκιμαντέρ» το θεωρείτε; Ολα τα στοιχεία που μαθαίνουμε στην ταινία (για εσάς, για την αδελφή σας, για τον πατέρα σας, για τη μητέρα σας...) είναι αληθινά;
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δε νομίζω ότι ισχύουν οι διαχωρισμοί μεταξύ ταινιών τεκμηρίωσης (ντοκιμαντέρ) και ταινιών μυθοπλασίας.
Και τα δύο έχουν ανάγκη να αποτυπώσουν εικόνες, καταστάσεις, γεγονότα, σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα και κυρίως να επικοινωνήσουν οι δημιουργοί με τους υπόλοιπους ανθρώπους.Απλά το κάνουν από διαφορετική αφετηρία. Το μέσο όμως παραμένει το ίδιο. Το φως.
Σύμφωνα με αυτούς τους δύο όρους, στη γέννησή του ο κινηματογράφος ήταν ντοκιμαντέρ ενώ η μυθοπλασία προέκυψε στην πορεία για να καλύψει και τις υπόλοιπες ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί.
Ομως όταν βλέπουμε σήμερα μια ταινία του βωβού κινηματογράφου, πέρα από την ιστορία που παρακολουθούμε, δεν παρατηρούμε τους ανθρώπους; Τα ρούχα; Τις κινήσεις, τα βλέμματα, τα σκηνικά, το περιβάλλον και τον κόσμο όπως ήταν τότε;
Μήπως με κάποιον τρόπο τελικά, όλα μετατρέπονται σε ντοκιμαντέρ;
Πίσω στον «Θερμαστή».
Ο «Θερμαστής» είναι ντοκιμαντέρ αλλά ταυτόχρονα και μυθοπλασία.
Υπάρχουν τα γεγονότα και οι καταγραφές τους ενώ η δομή της ιστορίας έχει «μυθοπλαστικό χαρακτήρα». Ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο όρους, που στο τέλος δεν ξέρω πόση σημασία έχει να μπει μια ταμπέλα.
Μπορείς να τη δεις ως ντοκιμαντέρ αλλά και ως μυθοπλασία.
Πώς ξεκινάει κάποιος να μιλήσει για κάτι τόσο προσωπικό; Πώς γνωρίζει κανείς πως η προσωπική του ιστορία μπορεί να είναι κάτι που αφορά περισσότερους; Αρκούν τα κοινά στους ανθρώπους θέματα (όπως οικογένεια, απώλεια...);
Οταν ξεκίνησα δεν είχα κάποιον στόχο.
Την ταινία άρχισα να τη μοντάρω το 2020. Ομως από το 2016 μέχρι τότε απλά έβλεπα όλα τα αρχειακά υλικά ξανά και ξανά. Έχω μαζέψει περίπου 37 ώρες και ήταν μια χαοτική κατάσταση.
Στην αρχή υπήρχε μια αφηρημένη έννοια, μια αίσθηση, που όσο βυθιζόμουν μέσα στα αρχειακά υλικά τόσο θόλωνε. Επέστρεφα όμως στην κανονικότητα και έπαιρνα την απόσταση που χρειαζόταν και έτσι γινόταν πιο ξεκάθαρη με τον καιρό.
Το προσωπικό στοιχείο στην αρχή ήταν (αναμενόμενα) φλύαρο και χαώδες.
Ηθελα να γίνει απλό, λιτό και κομψό σαν μαθηματική εξίσωση ώστε να μπορέσουν να φύγουν από το προσκήνιο όλες οι πληροφορίες που δεν εξυπηρετούν την ταινία. Και εκεί άρχισε η σύγκρουση μέσα μου και χρειάστηκε επιπλέον καιρός μέχρι να την ολοκληρώσω.
Η ταινία μπορεί να είναι μια καθαρά προσωπική ιστορία όμως στο τέλος καταφέρνει να αφορά και να επικοινωνεί με τους περισσότερους ανθρώπους που τη βλέπουν γιατί δεν ήταν μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Δεν έβγαλα τα εσώτερά μου για να τα «φορτώσω» στους θεατές ούτε έχω απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα περί ύπαρξης. Οι θεατές ήθελα να γίνουν συμμέτοχοι.
Να βρουν τις δικές τους απαντήσεις, να αναρωτηθούν ή και να γελάσουν με κάτι που θυμήθηκαν. Η ταινία ήθελα να είναι η αφορμή όχι η απάντηση.
Ολοι οι άνθρωποι αναρωτιόμαστε με τον δικό μας τρόπο για τη ζωή και τον θάνατο. Αλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο. Οι περισσότεροι όμως έχουμε νιώσει την απώλεια και το κενό που δημιουργεί.
Αυτό το συναίσθημα που γεννιέται και κρατάει μόνο μια στιγμή, μέχρι να μεταμορφωθεί και να εκδηλωθεί διαφορετικά από τον καθένα, θεωρώ ότι είναι για όλους μας το ίδιο. Είναι κάτι που ενώνει όλους τους ανθρώπους από όλον τον κόσμο και από όλες τις εποχές.
Οι αναμνήσεις δεν είναι χειροπιαστές. Δεν έχουν υλική υπόσταση ούτε είναι αποθηκευμένες σε ένα συρτάρι κάπου στον εγκέφαλο που πάμε και τις βρίσκουμε άθικτες και ατόφιες. Αλλάζουν τα χρώματα, τα πρόσωπα ακόμα και οι καταστάσεις που θυμόμαστε. Είναι σα να ξεχνάνε οι ίδιες οι αναμνήσεις τον εαυτό τους. Και για αυτόν το λόγο αγαπώ να καταγράφω με την κάμερα. Να απαθανατίζω. Και σύμφωνα με τον ορισμό την λέξης να αφαιρώ τον θάνατο. Να τον διώχνω.»
Πόσο εύκολο ήταν να διαλέξετε τι θα χρησιμοποιήσετε τελικά από το οικογενειακό και προσωπικό σας αρχείο;
Στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Κάθε καρέ που έβλεπα ήταν και μια ανάμνηση. Ήμουν και γω μέσα σε όλα αυτά και εκεί ακριβώς ήταν το μπέρδεμα.
Οσο περνούσαν τα χρόνια όμως, με την επανάληψη που έκανα βλέποντας τα αρχειακά υλικά, άρχισε να γίνεται πιο εύκολο μέχρι που μου ήταν ξεκάθαρο τί λειτουργούσε στην ταινία και τί όχι.
Μέχρι που έφτασα να βγάλω την αγαπημένη μου σκηνή ώστε να αποκτήσει η ταινία πιο άρτια δομή.
Ηταν η πιο δύσκολη απόφαση.
Ξορκίζετε τη θλίψη για την απώλεια του πατέρα σας - αλλά και για μια πιο αθώα εποχή της ζωής σας - άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με σιωπή. Υπάρχουν σωστές δόσεις στον τρόπο που «κλείνουμε» τις αναμνήσεις μας;
Δε νομίζω ότι «κλείνουν» ποτέ. Ούτε ότι ο χρόνος γιατρεύει στα αλήθεια.
Οι ίδιες οι αναμνήσεις είναι που αλλάζουν με τον καιρό. Οι αναμνήσεις δεν είναι χειροπιαστές. Δεν έχουν υλική υπόσταση ούτε είναι αποθηκευμένες σε ένα συρτάρι κάπου στον εγκέφαλο που πάμε και τις βρίσκουμε άθικτες και ατόφιες.
Αλλάζουν τα χρώματα, τα πρόσωπα ακόμα και οι καταστάσεις που θυμόμαστε. Είναι σα να ξεχνάνε οι ίδιες οι αναμνήσεις τον εαυτό τους.
Και για αυτόν το λόγο αγαπώ να καταγράφω με την κάμερα. Να απαθανατίζω.
Και σύμφωνα με τον ορισμό την λέξης να αφαιρώ τον θάνατο. Να τον διώχνω.
Ποιες αναφορές είχατε κατά τη δημιουργία της ταινίας; Σε άλλους δημιουργούς, σε συγκεκριμένες ταινίες, σε άλλες μορφές τέχνης;
Υπάρχει ένας ωκεανός εκεί έξω από δημιουργούς όλων των μορφών τέχνης που δεν προλαβαίνεις να δεις όλα τα έργα σε μια ζωή. Δεν φτάνει ο χρόνος να διαβάσεις όλα τα βιβλία, να ακούσεις όλες τις μουσικές, να δεις όλες τις ταινίες, τους πίνακες ζωγραφικής, τα γλυπτά και τις εκθέσεις.
Οσο περνούσε ο καιρός, σίγουρα επηρεάστηκα από όσα μου τραβούσαν το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον αλλά κυρίως επηρεάστηκα από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα και συνεργάζομαι.
Σημαντικό είναι να μετουσιώνεις αυτά που προσλαμβάνεις και να γεννάς κάτι δικό σου, χωρίς να καταφεύγεις σε ανούσιες αντιγραφές.
Ακόμα όμως και αν αντιγράψεις, κάντο τουλάχιστον καλά χωρίς να φαίνεται.
Νιώθετε σαν να ζήσατε μια δεύτερη «ενηλικίωση» μετά την ολοκληρώση της ταινίας;
Ταυτόχρονα με την ταινία, θα κυκλοφορήσουμε με την μπάντα που παίζουμε ασταμάτητα από το 1998 τον νέο μας δίσκο («Μεθυσμένα Ξωτικά/Ανκόρ», 6ος δίσκος από το 2003).
Περισσότερο νιώθω μια πρώτη ενηλικίωση (ούτε καν δεύτερη) εξ αιτίας αυτού του δίσκου πάρα με την ολοκλήρωση της ταινίας.
Με την ταινία ολοκληρώνεται ένα ταξίδι 7 χρόνων γιατί υπάρχει η δική μου επιστροφή. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό τελικά. Ότι κατάφερα να επιστρέψω και ταυτόχρονα να ξεκινήσει η ταινία το δικό της ταξίδι. Όποιο και αν είναι αυτό.
Στείλατε ή θα στείλετε ποτέ το «γράμμα» στην αδελφή σας;
Δεν έχω κάποια πληροφορία για την αδερφή μου.
Αλλά και να είχα, θα προτιμούσα να άφηνα το γράμμα μέσα σε ένα μπουκάλι στον ωκεανό να ταξιδέψει.
Ο «Θερμαστής» του Στέλιου Μπουζιώτη θα κάνει την ελληνική της πρεμιέρα στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2-12 Μαρτίου 2023) στο διαγωνιστικό τμήμα Film Forward.