Η Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ, η 30χρονη Αγγλίδα που με τη μόλις πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της έγινε μια από τις πιο hot σκηνοθέτες του κόσμου, μοιάζει, ήδη από την πρώτη γνωριμία, γεμάτη ενέργεια: είναι ξεκάθαρη, κοφτή αλλά με τρόπο εγκάρδιο και εκλύει μια αίσθηση αισιοδοξίας για ό,τι έρχεται (στην κοινωνία, στην ισότητα των φύλων, στην τέχνη του σινεμά).
Το τι έρχεται δεν το περίμενε ούτε η ίδια: το «How to Have Sex» δεν ήταν η πρώτη της συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών, είχε επιλεγεί το 2020 από την Εβδομάδα Κριτικής για τη μικρού μήκους «Good Thanks, You?». Ομως η πρεμιέρα της, φέτος, στο Ενα Κάποιο Βλέμμα έφερε ένα ξαφνικό, σαρωτικό word of mouth κι οδήγησε στο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του τμήματος. Η Μόλι, που είχε ήδη φύγει από τις Κάννες, επέστρεψε για να το παραλάβει τόσο έκπληκτη και τόσο βιαστικά που έκανε μια εμφάνιση που θα μείνει στην ιστορία:
Από εκεί ξεκίνησε η μεγάλη πορεία της ταινίας, που την οδήγησε και στην ελληνική πρεμιέρα της στις Νύχτες Πρεμιέρας (όπου κέρδισε επίσης τη Χρυσή Αθηνά) και, τώρα, στις αίθουσες όπου βγαίνει την Πέμπτη, 2 Νοεμβρίου, από το Cinobo. Το «How to Have Sex» έχει δυο επιπλέον ελκυστικά σημεία, εκτός του ότι είναι μια πολύ καλή ταινία (διαβάστε εδώ την κριτική του Flix). Το ένα είναι ο τίτλος, που δεν σου επιτρέπει να το αγνοήσεις, παρότι σου δημιουργεί προβλήματα όταν τον... γκουγκλάρεις. Το άλλο είναι πως γυρίστηκε στην Κρήτη, στα Μάλια, με ελληνική εταιρεία παραγωγής τη Heretic, σε μια συνθήκη που φαίνεται ότι άφησε όλους πανευτυχείς και τη Μόλι να θέλει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.
Στο «How to Have Sex», τρεις Αγγλίδες φιλενάδες γύρω στα είκοσι παρά κάτι, η Τάρα, η Σκάι και η Εμ, φτάνουν στα Μάλια για λίγες μέρες καλοκαιρινών διακοπών, περιμένοντας τ' αποτελέσματα των σπουδαστικών εξετάσεών τους. Σίγουρα θα περάσουν τέλεια. Σίγουρα θα είναι οι καλύτερες διακοπές της ζωής τους. Σίγουρα θα πιουν άπειρα και θα χορέψουν σα να μην υπάρχει αύριο. Σίγουρα θα γνωρίσουν αγόρια και κορίτσια, σίγουρα θα κάνουν άφθονο σεξ. Ακόμα κι η Τάρα, η μοναδική από τις τρεις που είναι ακόμα παρθένα. Σ' αυτές τις διακοπές, επιτέλους, θα το κάνει. Σίγουρα. Ακόμα κι αν δεν το θέλει.
Για τις πολλές αποχρώσεις της συγκατάθεσης στο σεξ, της γυναικείας ερωτικής ενηλικίωσης, για τη βία που δεν φαίνεται και τη διαμαρτυρία που δεν ακούγεται, μιλήσαμε με τη Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ στις Κάννες, σ' ένα δημοσιογραφικό γκρουπ που έτυχε ν' αποτελείται μόνο από γυναίκες, πράγμα που, ομολογουμένως, έκανε τη συζήτησή μας ακόμα πιο πολύτιμη, με μια ευαίσθητη συνωμοτική διάθεση.
Η Μόλι στην Αθήνα για τις Νύχτες Πρεμιέρας. Φωτογραφία Κυριακή Φραγκιαδάκη
Με το «How to Have Sex» επέλεξες να μιλήσεις για μια μορφή άσκησης βίας, χωρίς να δείξεις καθόλου βία. Γιατί;
Πολλές φορές στις ταινίες βλέπεις επιθέσεις κατά γυναικών με πολύ βίαιο τρόπο, να τις τραβάνε σε σκοτεινά δρομάκια, να τους προκαλούν κυριολεκτικά τραύματα, με τρόπο υπερδραματοποιημένο. Για μένα η γυναικεία συγκατάθεση έχει πολύ περισσότερες αποχρώσεις από αυτό. Διαπερνά την καθημερινότητα, κάθε είδους σχέση μας, όχι μόνο τις ερωτικές κι η άσκηση βίας, σωματικής αλλά και ψυχολογικής, μπορεί να είναι καμουφλαρισμένη με πολλούς τρόπους. Επιπλέον, όταν βλέπω σκηνές βιασμού στο σινεμά ή στην τηλεόραση νιώθω εξαιρετικά άβολα, ειδικά για τους ανθρώπους που έχουν υποστεί κάτι τέτοιο, είναι σαν να τους προκαλείς ένα επιπλέον τραύμα. Οπότε επέλεξα, στην ταινία μας, να επικεντρωθώ στο πρόσωπο της ηρωίδας μου, της Τάρα, όχι σε κάποια βίαιη πράξη κι από εκεί να διερευνήσουν και ν' αντιληφθούν οι θεατές τι σημαίνει εξαναγκασμός, σε πόσο μεγάλο εύρος μπορεί να λειτουργήσει η ανθρώπινη πίεση.
Δυστυχώς πιστεύω ότι πολύ συχνά μια δυσάρεστη σεξουαλική εμπειρία ή κάτι χειρότερο, είναι όντως μέρος της ενηλικίωσης μιας γυναίκας και δεν χρειάζεται να είναι.»
Αρα να πούμε ότι είναι μια ταινία για τη συναίνεση και τις γκρίζες περιοχές της;
Για μένα η «συναίνεση» αντιμετωπίζεται πολύ απόλυτα στις μέρες μας, σε άσπρο και μαύρο, με ένα «ναι» κι ένα «όχι» και θεωρώ ότι είναι πολύ πιο σύνθετη συνθήκη από αυτή. Αν δυο άνθρωποι περνάνε καλά, οφείλουν να καταλαβαίνουν ότι το «ναι» σημαίνει «ναι» και το «όχι» σημαίνει «όχι». Αν δεν περνάνε τόσο καλά, είναι υποχρέωσή σου, ως άνθρωπος με μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια, να κατανοήσεις τα συναισθήματα του ανθρώπου δίπλα σου. Για μένα αυτό πρέπει να είναι το θέμα της συζήτησης.
Η ταινία περιγράφεται ως μια «διαδικασία ενηλικίωσης». Δυστυχώς πιστεύω ότι πολύ συχνά μια δυσάρεστη σεξουαλική εμπειρία ή κάτι χειρότερο, είναι όντως μέρος της ενηλικίωσης μιας γυναίκας και δεν χρειάζεται να είναι. Εάν αρχίσουμε να μιλάμε περισσότερο για τη γυναικεία απόλαυση, να κατανοούμε τι είναι το καλό σεξ για μια γυναίκα σε νεαρή ηλικία, δεν θα χρειάζεται να είναι αυτή η άβολη, δυσάρεστη εμπειρία.
Φωτογραφία Νίκος Νικολόπουλος
Ταυτόχρονα η ταινία μιλά για το peer pressure, την άσκηση ψυχολογικής βίας μέσα σε μια υποτιθέμενα φιλική σχέση και μάλιστα γυναικών.
Οι γυναίκες φίλες μου μ’ έχουν βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου στις πιο σκληρές στιγμές της ζωής μου, αλλά από την άλλη πλευρά είναι σύνθετες σχέσεις και συχνά υφίστασαι πίεση για να κάνεις κάτι, προκειμένου ν’ ανήκεις σ’ αυτή τη φιλία, ή διαπιστώνεις ότι η φίλη σου δεν κάνει τον κόπο να βρει τις σωστές λέξεις να σε αντιμετωπίσει ή να σε στηρίξει στις δυσκολίες. Οταν είσαι μικρή, οι φίλες κι οι φίλοι σου συνήθως προκύπτουν από τις συνθήκες, είστε στην ίδια τάξη άρα θα κάνετε παρέα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βρήκες τη «φυλή» σου, ή ότι αποκτούν μια μόνιμη θέση στην καρδιά σου. Στην αρχή ελπίζεις ότι θα είναι οι φίλες σου για πάντα, στην πορεία καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν θα ισχύσει. Θα βρεις άλλους ανθρώπους που σε καταλαβαίνουν στ’ αλήθεια.
Η ταινία στηρίζεται στην εκπληκτική ερμηνεία της Μία ΜακΚένα Μπρους αλλά και στους ηθοποιούς που την πλαισιώνουν - πώς τους ανακάλυψες και τους επέλεξες;
Η διαδικασία του κάστινγκ πήρε καιρό. Οταν είδα, στην αρχή, τη Μία, ήξερα ότι αυτή είναι η ηρωίδα μου, αλλά μετά έπρεπε να χτίσουμε τις σχέσεις της ηρωίδας με τους ανθρώπους γύρω της. Οποτε βρίσκαμε κάποιον ή κάποια, τους βάζαμε να παίξουν μαζί με τη Μία και να κάνουμε δοκιμαστικό, για να δούμε πώς δένουν όλοι μαζί: ώσπου να καταλήξουμε στους έξι τους ήταν μια πολύ μακρόχρονη διαδικασία. Της είμαι ευγνώμων που στάθηκε πιστή σ’ όλη αυτή την πορεία. Είναι φοβερή ηθοποιός, δεν χρειάστηκε να κάνω εγώ πολλά. Για μας όλο το θέμα ήταν στο τι συνέβαινε μέσα της και τι συνέβαινε έξω και, ανά πάσα στιγμή, πόσα κρύβει και πόσο είναι ειλικρινής με τον εαυτό της. Και κάναμε μια επαναξιολόγηση στο κάθε βήμα.
Φωτογραφία Νίκος Νικολόπουλος
Ισως η πιο «βίαιη» σκηνή της ταινίας δεν έχει κανέναν άνθρωπο, είναι αυτό το πρωινό πλάνο στο ερημωμένο νησί όταν όλοι κοιμούνται. Γιατί θέλησες ένα τέτοιο «διάλειμμα» στη δράση;
Στη βωβή πρωινή σκηνή ήθελα να καταγράψω μ’ έναν τρόπο την απουσία της Τάρα: σε όλη τη διάρκεια της ταινίας την παρακολουθούμε από τόσο κοντά, η κάμερα είναι κολλημένη στο πρόσωπό της κι έτσι όταν βλέπουμε ένα πλάνο χωρίς εκείνη, το αίσθημα της απώλειας είναι πολύ έντονο – άλλαξα το ύφος, την αισθητική, τα πάντα σ’ αυτό το πλάνο, αλλά δεν ήθελα ν’ αλλάξω την οπτική γωνία, που είναι πάντα η δική της. Πολλές από τις αληθινές ιστορίες ανθρώπων που έχουν κάνει τέτοιου είδους διακοπές, έχουν να κάνουν με το ότι «ο φίλος μου ή η φίλη μου ένα βράδυ δεν γύρισε», κι ο τρόμος για το τι μπορεί να έχει συμβεί είναι τόσο μεγάλος. Κι είναι ενδιαφέρον γιατί πολλοί άνδρες λένε, «πω πω, νόμιζα ότι είχε συμβεί κάτι φοβερό – και δεν είχε» και νομίζω πως αυτό τα λέει όλα.
Η ματιά σου πάνω στους άνδρες ήρωες της ταινίας είναι διακριτική αλλά και σκληρή - πώς έγραψες τους ήρωές σου;
Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε είναι να δώσουμε στους άνδρες την ευκαιρία να δουν τους εαυτούς τους στην ταινία, χωρίς να τους παρουσιάζουμε ως τους «κακούς», αλλά ρωτώντας τους, γιατί δεν είπες τίποτα εκείνη τη στιγμή; Η σκηνή όπου ο ένας ήρωας δίνει όλες τις δικαιολογίες για τη συμπεριφορά του φίλου του είναι σημαντική για μένα: εάν ως το τέλος της ταινίας οι άνδρες δεν δουν τον εαυτό τους στον ήρωα του Πάντι, που ίσως είναι δύσκολο γι’ αυτούς, θα ταυτιστούν με τον Μπάτζερ και θα υποστηρίξουν τις γυναίκες. Για μένα η πιο τρελή εμπειρία στη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας, ήταν ότι άνθρωποι γύρω μου συνειδητοποιούσαν πράγματα για τους ίδιους, την ώρα που κάναμε την ταινία. Αυτό έκανε το μυαλό μου να εκραγεί.
Γενικά φρίκαρα όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει στο σενάριο: πόσους κομπάρσους θα χρειαζόμουν, ότι είχα τόσες σκηνές χορού που πρέπει να τις ξαναστήσεις κάθε φορά κι όλοι να ξανακάνουν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις – αυτά είναι απειρία. Τα εύκολα; Οτι ζούσα σ’ ένα ελληνικό νησί, τι δώρο!»
Πώς δουλέψατε για τη φωτογραφία της ταινίας, την ώρα που εσύ, πριν γίνεις σκηνοθέτης-σεναριογράφος ήσουν και είσαι φωτογράφος;
Μου είναι πολύ δύσκολο να συνεργάζομαι με κάποιον φωτογράφο που δεν… είμαι εγώ! Ηξερα ότι έπρεπε να κάνω πίσω, ήταν άσκηση αυτοσυγκράτησης να παραχωρήσω αυτό τον έλεγχο. Αλλά θέλαμε πολύ να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου αφενός οι ηθοποιοί θα είχαν ελεύθερη πρόσβαση σ’ ολόκληρο το χώρο κι αφετέρου μπορούσαμε να αυτοσχεδιάζουμε χωρίς τεχνικά προβλήματα και μεγάλες αλλαγές. Ετσι, προσπαθήσαμε να επιλέξουμε locations που φωτίζονταν ολόκληρα, στις 360 μοίρες, τα κλαμπ είναι τα πραγματικά κλαμπ, ίσως με ελάχιστες προσθήκες σε φώτα, ώστε να κυκλοφορούμε άνετα. Κάναμε πρόβες για μια βδομάδα στο Λονδίνο και μετά εκεί, στα Μάλια.
Γενικά φρίκαρα όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει στο σενάριο: πόσους κομπάρσους θα χρειαζόμουν, ότι είχα τόσες σκηνές χορού που πρέπει να τις ξαναστήσεις κάθε φορά κι όλοι να ξανακάνουν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις – αυτά είναι απειρία. Η ένταση του ήχου που ήταν τρομερή, επιπλέον έπρεπε να γυρίσουμε τις σκηνές του κλαμπ τις πρώτες δυο εβδομάδες γιατί μετά όλοι αυτοί οι κομπάρσοι έφευγαν από το νησί. Ηταν οι πιο θεότρελες δύο εβδομάδες της ζωής μου. Τα εύκολα; Οτι ζούσα σ’ ένα ελληνικό νησί, τι δώρο!
Με τον παραγωγό Κωνσταντίνο Κοντοβράκη, Νύχτες Πρεμιέρας, Ιντεάλ. Φωτογραφία Σοφία Παπαστρατη
Μίλησέ μας για την ειρωνία του τίτλου της ταινίας σου.
Νομίζω ότι αν ο τίτλος ήταν «How Not to Have Sex» θα καταλάβαινες πολύ γρήγορα τι θα συμβεί. Τα κορίτσια πιστεύουν ότι θα μάθουν πώς να κάνουν σεξ κι αυτό ακριβώς είναι το θλιβερό της ιστορίας. Βιαζόμαστε να ξεφορτωθούμε την παρθενιά μας και δεν καταλαβαίνω γιατί, μοιάζει τόσο τρελό concept! Να το βγάλουμε από τη μέση – κι υπάρχει ακόμα τόση ντροπή γύρω από τη γυναικεία ικανοποίηση, ακόμα και γύρω από το σεξ γενικά. Υπάρχει ακόμα μια σιωπή γύρω από το σεξ για τη γυναίκα, ενώ αντ’ αυτού θα μπορούσαμε να συζητάμε πώς θα έπρεπε να είναι, ή πώς αισθανόμαστε.
Υπάρχει μία queer σχέση στην ταινία και ουσιαστικά είναι η μόνη που πηγαίνει καλά – αυτό ήταν σημαντικό για μένα γιατί νομίζω ότι είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που όντως έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Οτι είναι ΟΚ να είσαι queer και η νέα γενιά κάνει θαυμάσια δουλειά σ’ αυτή την κατεύθυνση! Εγώ ξέρω ότι δεν είχα καταλάβει πολλά πράγματα για το σεξ ώσπου να κάνω σεξ κι έτσι θεωρώ ότι κρατούν ψηλά τη φλόγα για όλες και όλους μας.
Μετά από αυτό το εκρηκτικό ξεκίνημα στην πορεία σου, τι ακολουθεί;
Για να είμαι ειλικρινής, θέλω απλώς να συνεχίσω να αφηγούμαι σημαντικές ιστορίες. Για μένα είναι απαραίτητο να λένε κάτι για τον κόσμο. Εχω στο μυαλό μου κάποια πρότζεκτ που θα συνεχίσω τώρα. Επίσης, περάσαμε καταπληκτικά με το ελληνικό συνεργείο και όλη την ομάδα, τώρα τους θεωρώ οικογένεια, θα έρθω στην Αθήνα για να μείνω. Κατάλαβαν βαθιά την ταινία και την έκαναν δική τους. Η συνεργασία Ελλήνων – Βρετανών ήταν απίθανη κι είμαι αληθινά ευγνώμων.