Μέρες μετά το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, μοιάζει σαν να έχει ανοίξει στο διηνεκές ένα μαγικό κουτί από τραγούδια, μουσικές, κείμενα, μνήμες που είχαμε τόσο ανάγκη. Οι αμέτρητες ζωές του σπουδαίου συνθέτη απλώνονται σαν μάθημα για όλες τις γενιές, αυτές που μεγάλωσαν μαζί του, αυτές που τον γνώρισαν στη ακμαιότατη δύση του, αυτούς που θα τον μάθουν στο μέλλον.
Διαβάζουμε μαζί σας μερικά από τα κείμενα και τις σκέψεις του για τη ζωή, τη μουσική, το σινεμά, την ελευθερία (του λόγου), την Ιστορία.
[Τα περισσότερα κείμενα βρίσκονται στο mikistheodorakis.com αλλά και στο mikisguide.gr]
Η Γενιά μας
Αρθρο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο στη Μόσχα, καλοκαίρι 1957
Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη
Ανεξάρτητα από πολιτική και ιδεολογική αντίληψη, ανεξάρτητα από ηπείρους και ράτσες και πάνω από διαφορές και προκαταλήψεις, υπάρχει και θριαμβεύει αυτό το κοινό αίσθημα δύναμης και ευθύνης που ενώνει τη γενιά μας.
Είναι η γενιά που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, που πάλεψε μέσα στην Κατοχή, που ανδρώθηκε μέσα στην καθημερινή πάλη για την κατάκτηση μιας ζωής με ανθρωπιά, μιας απλής κι ευτυχισμένης ζωής δίχως στερήσεις, φόβους και πολέμους.
Η γενιά μας δεν έχει τις αυταπάτες ούτε τα χιμαιρικά όνειρα των νέων του Μεσοπολέμου, που αφέθηκαν άβουλοι και αδύναμοι στο ρεύμα του φασισμού, για να οδηγηθούν αργότερα στο σφαγείο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Εμείς καθαρίσαμε την όρασή μας μια για πάντα κι αποφασίσαμε να βλέπουμε κατάματα τη ζωή. Έτσι ανακαλύψαμε πως μέσα στην απλότητά μας αποτελούμε μια τεράστια ηθική δύναμη, ένα χαλύβδινο τείχος, που όσο κρατηθεί ψηλά και στέρεα είναι ικανό να αναχαιτίσει και να σπάσει κάθε δύναμη, και την πιο εκπληκτική, που θα προσπαθούσε στο όνομα της όποιας ιδεολογίας ή συμφέροντος να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην καταστροφή, στο αίμα και στο σκοτάδι.
Δεν έχουμε όπλα, δεν έχουμε βόμβες, κανόνια και τανκς, δεν έχουμε καμιά ιδιαίτερη οργάνωση, δεν έχουμε συγκεκριμένες ιδεολογικές είτε πολιτικές κατευθύνσεις. Η δύναμή μας είναι ηθική. Η δύναμή μας είναι η θέλησή μας να ζήσουμε με ευθύνη, με χαρά, με αγάπη, με συναδέλφωση και συνεργασία με όλους τους λαούς και να λύσουμε τις διαφορές μας, όταν υπάρχουν, με κατανόηση και καλή θέληση.
Η δύναμή μας ακόμα είναι τα νιάτα μας, που πλάι στον ενθουσιασμό, στην τόλμη και στη δίψα για δημιουργική εργασία ξεχωρίζουν για την ωριμότητα της σκέψης και τη δύναμη του χαρακτήρα.
Είμαστε ένας απέραντος, βαθύς ποταμός που διαρκώς βαθαίνει, που αδιάκοπα πλαταίνει και πλουτίζει καθώς προχωρεί προς αυτή την ατελείωτη, την πλατιά θάλασσα, που είναι η παγκόσμια συνεργασία μέσα σε μια παγκόσμια ειρήνη, ξάστερη, στέρεη, τελειωτική.
Μέσα σ’ αυτό το ξύπνημα, αυτό το μέστωμα και αυτή τη δυνατή συνείδηση για ευθύνες και υποχρεώσεις, η ελληνική νεολαία είναι δυναμωμένη απ’ αυτά τα ίδια τα δράματα της φρίκης, της αγωνίας και της καταστροφής που την κράτησαν έξω από τα περιθώρια της ζωής. Ζήσαμε όλ’ αυτά τα χρόνια αγκαλιά με τον πόλεμο, με τη στέρηση, με την πείνα και με τον φόβο. Μας οδήγησαν σε θαλάμους βασανιστηρίων και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τσακίσουν τις καρδιές μας, μας μπόλιασαν με την αγωνία και μας έριξαν στη σφαγή και την αλληλοσφαγή για να σβήσουν τα όνειρά μας και να λυγίσουν τη θέλησή μας. Μας στέρησαν τη χαρά της ζωής, τη χαρά τη δημιουργίας, μας στέρησαν το δικαίωμα της χαράς, το δικαίωμα της αγάπης.
Η ελληνική νεολαία, δίχως διάκριση, σύσσωμη φορτώθηκε στις πλάτες της, στα νεύρα της και στην καρδιά της αυτό τον μαύρο εφιάλτη, που είτε τον πεις Κατοχή και πόλεμο είτε τον πεις σφαγή και μίσος είναι το ίδιο ξένος στη ζωή, που προχωρεί και θριαμβεύει μέσ’ απ’ τη χαρούμενη και ειρηνική δουλειά και δημιουργία.
Όμως μέσα σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία στερεώσαμε τον χαρακτήρα μας. Καθαρίσαμε τη σκέψη μας, φτιάξαμε το πρόσωπό μας, ένα πρόσωπο ξεπλυμένο από αυταπάτες, απλό και τίμιο, που διεκδικεί αυτό το απλό και τίμιο δικαίωμα για ζωή.
Μια πρώτη συνέπεια, σ’ αυτή τη γενική διάταξη των σχέσεων και των δυνάμεων, είναι η συνείδηση, ιδιαιτέρως δυνατή σε μας τους Έλληνες, ότι το στερέωμα της ειρήνης μπορεί να κατακτηθεί μόνο με την παγκόσμια συνεργασία. Ο κάθε κρίκος προσθέτει το βάρος του και παίρνει τη δύναμη όλων των υπολοίπων κρίκων της καταπληκτικής αυτής αλυσίδας, που είναι το σύνολο των λαών, δίχως εξαίρεση.
Έτσι ενωμένοι σ’ αυτή την παγκόσμια συνεργασία, δεν βοηθούμε μόνο τη στερέωση της ειρήνης, αλλά προσφέρουμε στον εαυτό μας το μοναδικό μέσον για πρόοδο και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς του πνεύματος και της τέχνης, που έμειναν ατροφικοί στα χρόνια της καταστροφής.
Η θέση του Νεοέλληνα καλλιτέχνη παίρνει ιδιαίτερο νόημα και σημασία μέσα σ’ αυτό το σχήμα. Πρέπει να γίνει, με το έργο του και το παράδειγμά του, ο ένθερμος απόστολος της ειρήνης, της συνεργασίας και της φιλίας ανάμεσα σε όλους τους λαούς.
Η νεολαία όλου του κόσμου δείχνει σήμερα με τρόπο επιβλητικό, επίσημο, δυναμικό, ότι συνειδητοποίησε τη δύναμή της, τη συμβολή της και το βάρος της στην παλάντζα της ειρήνης και του πολέμου.
Με μια χειρονομία γιγαντιαία διαγράφει πάνω σε όλους τους ουρανούς του κόσμου την απόφασή της να ρίξει το βάρος της στη μεριά της ειρήνης. Είπε: «Θέλω ειρήνη». Και θα γίνει ειρήνη.
Αυτό είναι το σύμβολο που στο μέλλον θα ταράζει τον ύπνο όλων αυτών που ακόμα απεργάζονται στα σκοτεινά ένα νέο σφαγείο. Και ακόμα είναι ορόσημο, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η δύναμη των απλών ανθρώπων, και ιδιαίτερα των νέων, μπήκε με τόση συνέπεια και αποφασιστικότητα στις συνιστάμενες γραμμές που συνθέτουν την πορεία της ίδιας της ιστορίας.
Για τον «Αλέξη Ζορμπά»
Οσα προηγήθηκαν
Βραχάτι, 10 Ιουνίου 1968
Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη
Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η κρίσιμη μάχη θα δοθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον αντιάνθρωπο. Από την εποχή των σπηλαίων φτάσαμε επιτέλους μπροστά τη μεγάλη πύλη του ελευθερωμένου από την ανάγκη ανθρώπου. Δεν μας χωρίζει πια παρά μονάχα ένα σκαλοπάτι. Που μονομιάς έγινε άβυσσος. Έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ όσους πέρασε ως σήμερα η άνθρωποι ητα. Το όπλο της τίγρης είναι τα νύχια. Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ είχε την πέτρα. Οι Έλληνες είχαν τα τόξα. Οι σταυροφόροι τις λόγχες. Ο Χίτλερ τα κρεματόρια. Τον αντιάνθρωπο στηρίζει η αδιαφορία των άλλων, και πρώτα απ’ όλα των δημιουργών• των πνευ-ματικών οδηγών.
Όμως είναι άραγε αδιαφορία ή κάτι βαθύτερο; Αν και ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα μέσα ενημέρωσης και διαφωτισμού, ωστόσο από την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι μεγάλοι δημιουργοί όλο και λιγοστεύουν, η πνευματική παραγωγή απασχολεί όλο και λιγότερο τις μεγάλες μάζες.
Εδώ και πολύ καιρό τα μεγάλα γεγονότα που απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη είναι ο πόλεμος, οι κοινωνικές αναταραχές και οι πολιτικές εξελίξεις. Πολύ λίγο τα επιστημονικά επιτεύγματα. Και σχεδόν καθόλου η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργική δραστηριότητα μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα βυθίζονται σταθερά στη λήθη.
Σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή ό,τι αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ανθρώπου, ο δημιουργός του πολιτισμού, ο καλλιτέχνης, ο πνευματικός οδηγός είναι απών. Απέναντι στον αντιάνθρωπο που μας δολοφονεί, ο άνθρωπος, χωρίς την παρουσία του πνευματικού δημιουργού, παραμένει γυμνός και απροστάτευτος. Πού να οφείλεται άραγε αυτή η τραγική απουσία;
Τα τελευταία πενήντα χρόνια η ανθρωπότητα γνώρισε μια σειρά βαθιές αλλαγές, που δημιούργησαν μια καινούρια εποχή. Λαοί σκλάβοι έγιναν ελεύθεροι. Τάξεις υπόδουλες έγιναν κυρίαρχες. Μάζες υπανάπτυκτες γνώρισαν την πρόοδο. Αγροτικοί πληθυσμοί πέρασαν στη βιομηχανία. Οι επαφές πολλαπλασιάστηκαν. Η διακίνηση των γνώσεων, των ιδεών, των ειδήσεων και των μαζών πήρε χαρακτήρα πρωτοφανή.
Μονομιάς η Γη μας μίκρυνε. Τα σύνορα ουσιαστικά κατέρρευσαν. Η τυπογραφία, οι τηλεπικοινωνίες, η μαγνητοφώνηση έφεραν στις πύλες της πνευματικής δημιουργίας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Φαίνεται όμως ότι οι πνευματικοί δημιουργοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι μπροστά σ’ αυτό το γιγαντιαίο παλιρροϊκό κύμα των μαζών. Η καλλιτεχνική έκφραση, που απευθυνόταν ως τότε σ’ ένα επιλεγμένο κοινό, είχε προχωρήσει μέσα από τους δαιδάλους της τεχνικής προς νέες περίπλοκες μορφές, στρυφνές και αινιγματικές. Για να μπεις στα άδυτα του νέου έργου τέχνης πρέπει να διαθέτεις πολλά «ειδικά κλειδιά».
Έτσι, ενώ ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός αποδέσμευε όλο και μεγαλύτερες μάζες για να τις φέρει κοντά στο έργο τέχνης, το έργο τέχνης απευθυνόταν σε όλο και πιο εξειδικευμένο κοινό. Είχαμε δηλαδή μια αντίστροφη πορεία, που τελικά απομόνωσε τους σύγχρονους δημιουργούς και άφησε το μεγάλο κοινό, τη στιγμή που μπόρεσε επιτέλους να χτυπήσει την πόρτα της τέχνης, δίχως σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να το κατανοεί και να το συγκινεί. Με μια λέξη, που να το αφορά.
Όμως ο πνευματικός δημιουργός όχι μόνο βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά σ’ αυτή την αιφνίδια και ριζική αλλαγή. Αλλά φαίνεται ότι αυτή η πολύχρωμη, πολύγλωσση και πολυεθνική μάζα τον τρομάζει. Αισθάνεται έτσι την ανάγκη να αποσυρθεί. Ο διψασμένος για πνευματικό καλλιτεχνικό έργο λαός, όλες αυτές οι φρέσκες, γεμάτες υγεία και κίνηση δυνάμεις δεν θα βρουν νερό για να ξεδιψάσουν.
Παράλληλα, μια άνευ προηγουμένου μαζική πλύση εγκεφάλου αρχίζει, με επίκεντρο έναν νέο τύπο ζωής βασισμένο εξ ολοκλήρου σε υλικά αγαθά. Ολόκληρη η δημιουργική ζωτικότητα των μαζών αποξηραίνεται προοδευτικά από τους χυμούς της ανθρωπιστικής παιδείας, των ιδανικών και των οραμάτων, όπως μας τα προσφέρει το έργο τέχνης και γενικότερα η πνευματική δημιουργία. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το «ιδεώδες» κοινωνικό περιβάλλον για να μπορέσει να σταθεί και να κυριαρχήσει ο αντιάνθρωπος. Κορυφαία κοινωνία του τύπου αυτού είναι η κοινωνία των ΗΠΑ. Πνιγμένη, θα έλεγε κανείς, στα υλικά αγαθά, όμως παράλληλα αποξηραμένη από τους χυμούς των ανθρωπιστικών ιδανικών, σφαδάζει σήμερα μπροστά στη δολοφονική μανία του αντιανθρώπου, που ελέγχει εκατό τοις εκατό τον σφυγμό αυτής της μεγάλης χώρας, επιβάλλοντας τον νόμο του, που δεν είναι άλλος από τον νόμο της ζούγκλας. Βλέπουμε λοιπόν ότι το οικοδόμημα του αντιανθρώπου είναι μια κολοσσιαία πυραμίδα, που η κορυφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φοβερό θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο και η βάση της οι αποξηραμένες, οι σφαδάζουσες μέσα στον φαύλο κύκλο των υλικών απολαβών λαϊκές μάζες.
Προσωπικά πιστεύω ότι, εάν υπάρχουν σήμερα δύο δυνάμεις στον κόσμο για να σταματήσουν τον θρίαμβο του νόμου της ζούγκλας πάνω στη Γη και αν η μία απ’ τις δυο είναι ο φόβος για θερμοπυρηνικά αντίποινα, η άλλη είναι το σύγχρονο καλλιτεχνικό-πνευματικό έργο, αυτό που θα ξαναδώσει στις τεράστιες λαϊκές μάζες όλους τους χυμούς της ανθρωπιάς μέσω της σύγχρονης, της ζωντανής δημιουργίας και σκέψης.
Η νέα γενιά, που την καταδίκασαν να περιστρέφεται απελπισμένα μέσα στον φαύλο κύκλο αυτής της πνευματοκτόνου «υλικής ευημερίας», με τη ζωτικότητα και τη δύναμη που την διακρίνουν έσπασε πρώτη τα χρυσά δεσμά, αναζητώντας τη χαμένη ανθρωπιά, πιάστηκε όπως ο ναυαγός πιάνεται από το σωσίβιο, από το λαϊκό τρα-γούδι. Μονομιάς χιλιάδες αυτοσχέδια μουσικά συγκροτήματα σχηματίστηκαν σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης, και είδαμε να συγκεντρώνονται γύρω τους με φανατισμό οι νέοι και οι νέες όλου του κόσμου. Στην αρχή για να ουρλιάζουν, μετά για να τραγουδήσουν, στη συνέχεια για να σκεφτούν και, τέλος, για να δράσουν.
Πάνω σ’ αυτή τη σχέση λαός-τραγούδι-ιδέες, εμείς οι Έλληνες αποκτήσαμε, ιδιαίτερα τα οκτώ τελευταία χρόνια, πολύτιμη πείρα. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν ένας εκδότης μού έκανε την τιμή να μου ζητήσει να γράψω ένα βιβλίο για το αναγνωστικό κοινό της Γερμανίας, σκάφτηκα ότι η καλύτερη προσφορά μου αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την έστω οε γενικές γραμμές περιγραφή του ιδεολογικού κυρίως πλαισίου μέσα στο οποίο διεξήχθη η μάχη για την επιβολή του έντεχνου λαϊκού ελληνικού τραγουδιού. Μάχη που δόθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας σε πολλά επάλληλα επίπεδα συγχρόνως – το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό.
Στα 1960 στην Ελλάδα κυριαρχούσε το πνεύμα του Καραμανλή – ο καραμανλισμός. Δηλαδή μια τυπική διακυβέρνηση της αντιδραστικής Δεξιάς, που ήταν εδραιωμένη στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά επακόλουθα ενός άγριου εμφυλίου πολέμου, όπου μαζί με την ήττα των προοδευτικών δυνάμεων χάθηκε και ο ανθός του έθνους. Στον τομέα της τέχνης, καραμανλισμός ίσον κυριαρχία του ξενόφερτου, ιδιαίτερα στις τέχνες που αγγίζουν τις μάζες, και βασικά στο τραγούδι. Υποδούλωση της ελληνικής μουσικής σε ξενόφερτα ελαφρά υποπροϊόντα.
Την ίδια εποχή στην περιοχή του ελληνικού τραγουδιού κυριαρχούσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Όμως αυτό που έκανε περιείχε έναν μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον της ελληνικής μουσικής. Γιατί, ενώ πολύ σωστά στράφηκε προς το λαϊκό μας τραγούδι, βάζοντάς το στο θέατρο, στο χορόδραμα, ακόμη και στην Αττική Κωμωδία, στη συνέ-χεια προσπάθησε να το υποτάξει στην υπηρεσία του ελαφρού τραγουδιού. Δηλαδή, ενώ με το ισχυρό του ταλέντο μπορούσε να δια- πλάθει το υλικό του με όλα τα γνωρίσματα της γνήσιας λαϊκής μουσικής, από την άλλη μεριά το έντυνε με ρυθμούς και ενορχηστρωτικά στολίδια δανεισμένα από την ξενόφερτη ελαφρά μουσική, γεγο-νός που υποβίβαζε και, τελικά, εκφύλιζε το λαϊκό στοιχείο.
Το 1960 είναι επίσης ορόσημο και για τη λαϊκή μας μουσική. Οι συνθέτες της, ενώ βρίσκονταν στην ακμή της ηλικίας τους, περνούσαν παρ’ όλα αυτά περίοδο βαθιάς σύγχυσης ως προς τους δρόμους που θα έπρεπε να ακολουθήσουν ύστερα από τη γνωριμία του έργου τους με το σύνολο σχεδόν του ελληνικού κοινού. Προηγουμένως, τα τραγούδια τους απευθύνονταν σ’ έναν στενό κύκλο, που ολοένα διευρυνόταν. Όταν όμως ξαφνικά έγιναν προσωπικότητες με εθνική ακτινοβολία, οι δρόμοι χάθηκαν από μπροστά τους. Με αποκλειστικό πια γνώμονα την εμπορική επιτυχία άρχισαν να δοκιμάζουν όλα τα τερτίπια και τις μιμήσεις, φτάνοντας ως και στη σκέτη αντιγραφή των ινδικών, τουρκικών και αραβικών τραγουδιών, που έβρισκαν και βρίσκουν πάντα εύκολη απήχηση κυρίως στους συνοικισμούς των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, δηλαδή στο κατ’ εξοχήν «δισκόφιλο» κοινό, που καθορίζει τελικά το ύψος πωλήσεων των ελληνικών δίσκων.
Ο Επιτάφιός μου, βασισμένος στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, κυκλοφόρησε σε δίσκο το καλοκαίρι του i960, έτος που αποτελεί το ορόσημο για τη δική μου είσοδο στον χώρο της λαϊκής μας μουσικής. Μπροστά στη σύγχυση και την αδυναμία των λαϊκών μας συνθετών να προχωρήσουν και να ολοκληρώσουν το έργο τους αλλά και την άρνηση του Χατζιδάκι να αντιμετωπίσει σοβαρά και υπεύθυνα το πολύτιμο υλικό που τόσο καλά έδειξε ότι μπορεί να αναπλάθει, πήρα την απόφαση να χαράξω έναν δικό μου δρόμο, για να περισώσω και να αξιοποιήσω τη ζωντανή λαϊκή μας παράδοση.
Η πρώτη σκέψη μου ήταν να δώσω στην εργασία μου ένα κατά το δυνατόν υψηλότερο και συγχρόνως περισσότερο ανθρώπινο περιεχόμενο. Για να το πετύχω δεν είχα παρά να ενώσω δύο μεγάλα ποτάμια: το ποτάμι της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και εκείνο της σύγχρονης λαϊκής μουσικής• η αληθινή ποίηση, μετουσιωμένη στη ζωντανή μελωδία της μουσικής μας παράδοσης, ντυμένη με όλα τα μουσικά (ρυθμικά, ορχηστρικά, φωνητικά) στολίδια της σύγχρονης ζωντανής λαϊκής μουσικής. Έτσι παρουσιάστηκε ο Επιτάφιος. Με λαϊκούς χορευτικούς ρυθμούς, λαϊκά όργανα και λαϊκούς ερμηνευτές. Και πήγε κατ’ ευθείαν στον λαό, που τον δέχτηκε σαν κάτι εντελώς δικό του, δίχως ίσως να συνειδητοποιεί στην αρχή ότι μαζί με τα οικεία προς την αγωγή του στοιχεία αφομοίωνε καινούριους ποιητικούς και, ως ένα βαθμό, μουσικούς τρόπους έκφρασης.
Από τη στιγμή που με το προγεφύρωμα του Επιταφίου επιβεβαιώθηκε η επιτυχία αυτού του καινούριου δρόμου, στο εξής δεν είχα παρά να προχωρήσω περισσότερο αποφασιστικά προς την ίδια κατεύθυνση.
Έτσι ως σήμερα συνεργάστηκα με κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες ποιητές: Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Γκάτσο, Ρώτα• όπως και με νεότερους: Χριστοδούλου, Καμπανέλλη, Λειβαδίτη, Κατσαρό, Περγιάλη, Γιάννη Θεοδωράκη._
Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης.
Υποσυνείδητα, μέσω του τραγουδιού, άρχισε μια αναγεννητική διεργασία του ψυχισμού των Ελλήνων. Χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι, πλούτιζαν το λεξιλόγιό τους. Η αποκαλυπτική ομορφιά της ποίησης φώτιζε τις σκοτεινές γωνιές ενός ψυχικού κόσμου εγκαταλελειμμένου στα υποπροϊόντα της μαζικής υπο-καλλιτεχνικής παραγωγής. Όμως, πέρα από το ομαδικό βάφτισμα ενός λαού στα ζωογόνα νερά της γνήσιας τέχνης με όλες τις αναγεννητικές του συνέπειες, πρέπει να τονιστούν οι ψυχολογικές, ηθικές και, σε τελευταία ανάλυση, ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες που είχε στον λαό και ιδιαίτερα στη νεολαία μας το αναγεννητικό κίνημα της έντεχνης λαϊκής ελληνικής μουσικής.
Ο λαός μας στη συντριπτική του πλειονότητα θεώρησε το κίνημα αυτό κάτι εντελώς δικό του. Ταυτίστηκε με τα τραγούδια. Η καταγωγή της μελωδίας, η ελληνικότητα των λαϊκών ρυθμών, η ηθική του «αμαρτωλού» μπουζουκιού, οι δυνατότητες της λαϊκής μας μουσικής ως προς τη δημιουργία μιας νέας έντεχνης ελληνικής μουσικής σχολής, η μουσική και γενικότερα αισθητική αγωγή του λαού, αυτά ήταν τα θέματα-προβλήματα που για πολλά χρόνια απασχολούσαν όλα τα κοινωνικά στρώματα του λαού μας.
Τα πρώτα χρόνια ιδιαίτερα ήμουν αναγκασμένος να παίρνω μέρος σε δημόσιες συζητήσεις που οργάνωναν οι πιο ανομοιογενείς κοινωνικοί κύκλοι. Φοιτητές και εργαζόμενοι, κολέγια και δήμοι, χωρικοί και αριστοκράτες πάντοτε γύρω από τα θέματα αυτά, που πολλές φορές φανάτιζαν τους ανθρώπους. Τι είχε συμβεί; Νομίζω ότι ο ελληνικός λαός κατάλαβε ίσως πως είχε αρχίσει συνειδητά να χτίζει ο ίδιος τον ψυχικό του κόσμο, που, όπως είναι γνωστό, μαζί με τον υλικό και τον πνευματικό ολοκληρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Πολλές φορές στη Δυτική Ευρώπη αλλά και στα σοσιαλιστικά κράτη μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο ανισομερώς χτίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός. Πόσο δηλαδή προχωρεί η εξωτερική του πλευρά και πόσο λίγη σημασία δίνεται στην εσωτερική του δομή. Διερωτάται πια καθένας αν ο σύγχρονος κόσμος, μέσα στον οποίο ανδρώνεται η σύγχρονη νεότητα, είναι ικανός να συντηρήσει τα μεγάλα πανανθρώπινα οράματα ή μήπως το κυνήγι της υλικής ευημερίας στο πλαίσιο ενός ασφυκτικού ατομικισμού αποξηραίνει τελικά τους χυμούς της ανθρωπιάς. Πιστεύω ότι, μαζί με τα ιδανικά, η τροφή της ψυχής είναι η τέχνη, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μήνυμα ανθρωπισμού, δηλαδή κορύφωση των ανθρώπινων ιδανικών και συμπύκνωση των ευγενέστερων ανθρώπινων συ-ναισθημάτων. Δηλαδή ο μόνος σίγουρος δρόμος για τον ουσιαστικό εξανθρωπισμό της ανθρώπινης κοινωνίας, για το κτίσιμο του ανθρώπου, είναι ο δρόμος της τέχνης. Όμως ποιας τέχνης; Φυσικά αυτής που μπορεί να αγγίζει το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν στην ανάγκη να χτίσουν θέατρα που να χωρούν είκοσι χιλιάδες θεατές, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τα καλλιτεχνικά έργα της εποχής τους. Τι διαστάσεις άραγε θα έπρεπε να έχουν τα σύγχρονα θέατρα, αν υπήρχε σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να βρίσκεται στην ίδια αντιστοιχία με το σύγχρονο κοινό στην οποία βρισκόταν τότε το έργο του Αισχύλου με το κοινό του;
Σήμερα ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η ελληνική νεολαία συνειδητοποίησαν ότι στη χώρα μας γίνεται κάτι καινούριο, που λείπει από τις άλλες χώρες, κυρίως τις βιομηχανικά προηγμένες. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, όπου η ανήσυχη νεότητα, ξεκινώντας από τις πρώτες ομαδικές ξέφρενες ακροάσεις των συγκροτημάτων τύπου γιε γιε και περνώντας από τους Μπιτλς, τον Ντίλαν και την Τζόαν Μπαέζ, έφτασε τελικά στην περιοχή της ευθύνης, αλλά, καθώς ήταν ανώριμη ιδεολογικά και άπειρη πολιτικά, κατακτήθηκε τελικά είτε από τον νιχιλισμό είτε από τον πρωτογονικό αναρχισμό, η ελληνική νεολαία πέρασε στην περιοχή της ευθύνης ιδεολογικά και πολιτικά ώριμη. Πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Φυσικά θα πρέπει να δούμε τις ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας. Όμως πολύ μεγάλο ρόλο στην υπεύθυνη και σοβαρή διαπαιδαγώγηση της σύγχρονης ελληνικής νεολαίας έπαιξε αναμφισβήτητα το ελληνικό αναγεννητικό μας κίνημα, γιατί από πολύ νωρίς φρόντισε, όπως είδαμε, να δώσει σοβαρό και ουσιαστικό περιεχόμενο στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις του. Επομένως, δίκαια, νομίζω, θεωρούμε το κίνημά μας κάτι καινούριο, πρωτότυπο και μοναδικό στον κόσμο.
Όμως η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και, όπως κάθε μικρή χώρα, δύσκολα μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά, κυρίως τους μεγάλους λαούς. Φυσικά, από τον μουσικό μας πλούτο ξεφεύγει κάποτε μια μελωδία για να κάνει τον γύρο του κόσμου. Και έτσι μας μένει ο τίτλος του συνθέτη του Ζορμπά. Χωρίς καμία αμφιβολία, αγαπώ αυτή τη μουσική. Πολύ περισσότερο αφού απηχεί τον ρυθμό της Κρήτης. Όμως τι μπορεί να αντιπροσωπεύσει ο κρητικός χορός και το συρτάκι στο σύνολο του έργου μου; Πολύ λίγα πράγματα.
Συνεπώς, η έκρηξη της ευρωπαϊκής νεολαίας μπορεί να εξηγηθεί, ως ένα βαθμό, με βάση την ανισομερή ανάπτυξη του πολιτισμού, τη μονόπλευρη στήριξη του ατόμου στα υλικά κυρίως αγαθά, την έλλειψη σύγχρονης κουλτούρας που να αφορά και να αγκαλιάζει τις πλατιές μάζες. Από την άποψη αυτή, η προσφορά της Ελλάδας στους λαούς της Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή νεολαία, θα μπορούσε να είναι σημαντική. Φτάνει να βρεθούν οι τρόποι ώστε να γίνει ουσιαστικά γνωστό το κίνημά μας και ως θεωρία και ως πράξη.
Σήμερα στη χώρα μας η αναγεννητική αυτή πορεία έχει διακοπεί επιφανειακά, και λέω «επιφανειακά» γιατί πιστεύω ότι η απαγόρευση τόσο του έργου μου όσο και γενικότερα κάθε προοδευτικού έργου από τις στρατιωτικές αρχές όχι μόνο δεν σταμάτησε τον λαό να τραγουδάει και να ακούει έστω και κρυφά τη μουσική μου, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι αύξησε και όξυνε το ενδιαφέρον του κοινού για τα τραγούδια μου. Η σπορά υπήρξε καλή και οι ρίζες βαθιές. Όσο και να ιδρώνουν οι ξυλοκόποι, το δάσος παίρνει δύναμη από τα χτυπήματά τους.
Για το «Συνοικία το Ονειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη
Σκέψεις
Αθήνα, 29.1.2009
Η Τέχνη είναι διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό και ένα συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Αν αυτή η «αρχή» αφορά όλα τα είδη της Τέχνης, για το Τραγούδι είναι άμεση και καταλυτική, μιας και ο τραγουδοποιός έχει ως κύριο σκοπό να τραγουδηθεί κατ’ αρχήν από το συγκεκριμένο κοινό του τόπου και της εποχής του, από το οποίο εμπνέεται και στο οποίο απευθύνεται. Με άλλα λόγια υπηρετεί μιαν συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία και ανθρώπινη ανάγκη, που εμφανίζεται από την εποχή των προϊστορικών και πρωτόγονων ανθρώπινων ομάδων και πιθανόν πριν ακόμα ανακαλύψουν άλλους τρόπους αλληλοσυνεννόησης, όπως λ.χ. την γλώσσα.
Περνώντας στην εποχή μας, όπου οι κάθε είδους αλλαγές συντελούνται με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς, κυρίως λόγω της εμποροβιομηχανοποιήσεως των τραγουδιών, είναι φυσικό τα είδη του τραγουδιού να αλλάζουν, όχι πια από εποχή σε εποχή αλλά σχεδόν από χρόνο σε χρόνο. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε ρεαλιστές, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι από την άποψη της αμεσότητας και της λειτουργικότητας κάθε εποχή έχει τα δικά της τραγούδια και τους δικούς της τραγουδοποιούς. Που όσο περισσότερο διεθνοποιείται η ζωή μας (οπότε οι ξένες επιδράσεις γίνονται πιο άμεσες) τα χάσματα από είδος σε είδος τραγουδιού, δηλαδή από χρόνο σε χρόνο, γίνονται ολοένα και πιο βαθειά, έτσι που να παύει τελικά η όποια σχέση με το παρελθόν. Γιατί το λειτουργικό τραγούδι, σε αντίθεση με τα άλλα είδη τέχνης, πρέπει για να είναι ζωντανό, να είναι επικαιρικό, δηλαδή να ταυτίζεται με τα νέα ήθη και έθιμα, την εξέλιξη της τεχνολογίας και την αλλαγή ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας που προχωρεί και αλλάζει με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς.
Μετά τα όσα είπα πιο πριν και σε ό,τι με αφορά, πρέπει να πω ότι κι εγώ σαν τραγουδοποιός πιστεύω ότι λειτούργησα σωστά, δηλαδή σε διάλογο ζωντανό με το κοινό της εποχής μου, που το τοποθετώ στη δεκαετία του ΄60 και λίγο μετά.Ήδη από την Μεταπολίτευση και μετά η ιδιοσυγκρασία μου δεν μου επέτρεψε να παρακολουθήσω τις νέες εξελίξεις και κυρίως τις νέες συνήθειες, νοοτροπίες και κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές των συμπατριωτών μου.
Στα τραγούδια όμως της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80 υπήρχε ακόμα η απήχηση της παράδοσης των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60. Αλλά μετά, δηλαδή από το 1990 έως σήμερα, διαπιστώνω βαθύτατες αλλαγές, που καθορίζονται τόσο από τις ξένες επιδράσεις όσο και από τους τρόπους επαφής των τραγουδοποιών -τραγουδιστών και τραγουδιών με το ελληνικό κοινό (βλ. κυρίως τρόπους διασκέδασης μέσα σε τερατώδεις χώρους). Έτσι δεν μπορώ να βρω την παραμικρή σχέση ανάμεσα στην αντίληψη που είχα για το ελληνικό τραγούδι στην εποχή μου με ό,τι γίνεται σήμερα. Ίσως η γενικά λ.χ. του Μαχαιρίτσα να αποτελεί ένα τελευταίο, έστω μακρινό απόηχο σε σχέση με κείνο που θεωρούσαμε εμείς ως ελληνικό τραγούδι.
Όμως δικαίως θα με ρωτήσετε: Τότε γιατί εξακολούθησες να γράφεις τραγούδια ακόμα έως σήμερα; Μα γιατί δεν υπήρξα μόνο τραγουδοποιός αλλά υπήρξα και είμαι κυρίως συνθέτης, ο οποίος αντιμετώπιζε ανέκαθεν το Τραγούδι ως μια βασική φόρμα του έντεχνου μουσικού έργου.
Αυτό άλλωστε δεν υπήρξε, προς Θεού, δική μου εφεύρεση αλλά συναντάται σε όλους τους μεγάλους συνθέτες από τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ, τον Σούμαν, τον Μπραμς έως τον Τσαϊκόφσκυ και πέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε κι εγώ κατέταξα τα τραγούδια μου σε κύκλους, επιδιώκοντας να μελοποιώ από τα 1938 ακόμα, ποιητικά κείμενα σημαντικής αξίας.
Το γεγονός ότι ο «Επιτάφιος» (1958) είχε αιφνιδίως την απήχηση που είχε, αυτό είναι κάτι που έγινε χωρίς να το περιμένω και ούτε και να το επιδιώξω. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν να φανταστώ ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από το μεγάλο κοινό, που αγάπησε το ελληνικό τραγούδι, ένας … μακάβριος τίτλος, που κάθε άλλο παρά παραπέμπει στη διασκέδαση.
Έτσι μπορώ να πω ότι σχεδόν τυχαία μπήκα στον στίβο της «πιάτσας» κι αυτό γιατί ως φάνηκε εξ αρχής, είναι ο ίδιος ο Λαός που ανακάλυψε και αγκάλιασε το έργο αυτό, γεγονός που με αναστάτωσε και άλλαξε εκ θεμελίων την ίδια τη ζωή μου. Έτσι το ένα έργο έφερνε το άλλο, πάντα σε πολύ στενό και δημιουργικό διάλογο με το πλατύ ελληνικό κοινό κάθε κοινωνικής τάξεως, νοοτροπίας και αγωγής. Έγινα δηλαδή «λαϊκός» με την έννοια της πάνδημης αποδοχής του έργου μου.
Όμως ευθύς εξ αρχής και παρ’ό,τι το τραγούδι μου ριζώθηκε πάνω στην τραγουδιστική μας παράδοση, δημοτική, βυζαντινή, ρεμπέτικη, λαϊκή κλπ. εκδηλώθηκαν οι διαφοροποιήσεις μου σε σχέση με την υπάρχουσα τραγουδιστική μας πραγματικότητα, γιατί:
Πρώτον: όπως είπα, ήμουν συνθέτης και μάλιστα με μια αρκετά σημαντική παραγωγή συμφωνικών έργων, μπαλέτων και έργων μουσικής δωματίου.
Δεύτερον: Διότι σε ανύποπτο χρόνο (1937-1958) είχα ήδη γράψει εκατοντάδες τραγούδια επάνω σε στίχους Ελλήνων ποιητών όπως οι Σολωμός, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Χατζόπουλος, Μαβίλης, Γρυπάρης, Γιάννης Θεοδωράκης («Λιποτάκτες» 1952) και τέλος Ρίτσος («Επιτάφιος» 1958). Επομένως διαφοροποιήθηκα εξ αρχής από τους άλλους συνεχίζοντας με τους Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, Γκάτσο, Σεφέρη, Καμπανέλλη, Ελύτη κλπ. Γεγονός που έδειχνε ότι είχε σχηματισθεί ένα νέο κοινό, που θεωρούσε το τρέχον λαϊκό του τραγούδι όχι μόνο ως διασκέδαση αλλά προ παντός ως ψυχαγωγία. Ίσως γιατί η δεκαετία του ΄60 να είχε φορτίσει τον Λαό με ιδέες, επιδιώξεις και οράματα, οπότε έβλεπε στο τραγούδι ένα πιστό εκφραστή των πιο μύχιων συναισθημάτων του και δεν έβρισκε ικανοποίηση στα τραγούδια των λαϊκών κέντρων, ανεξάρτητα από την όποια αξία τους. Με δυο λόγια το κοινό που αγάπησε τα τραγούδια μου στην δεκαετία του ΄60 έως τις παρυφές του 1980, ήταν ένα άλλο κοινό με διαφορετικά μέτρα αξιολόγησης, διαμορφωμένα από τις συνθήκες και τις απαιτήσεις εκείνων των καιρών.
Τρίτον: Ήμουν βαθύτατα πολιτικοποιημένος έχοντας στην πλάτη μου φυλακές και εξορίες με τη θέλησή μου πάντοτε ζωντανή και παρούσα να συμβάλω άμεσα και πολιτικά στην απαλλαγή της χώρας από τα κατάλοιπα του εμφυλίου πολέμου με στόχο τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα του Ελληνικού Λαού. Άλλωστε η απαγόρευση της μουσικής μου από την τότε κυβέρνηση και οι συνεχείς διώξεις μου, που ξεκίνησαν από το 1961, δείχνουν ότι οι εξουσιαστές με θεωρούσαν πολιτικοποιημένο άτομο, του οποίου η επικινδυνότητα μεγάλωνε όσο μεγάλωνε η αποδοχή του μέσα στον Λαό και επομένως θα έπρεπε να εξουδετερωθεί. Ήταν λοιπόν επόμενο η πολιτικοποίηση του τραγουδιού μου να με διαφοροποιήσει σε σχέση με όλα όσα γνωρίζαμε έως τότε σχετικά με το τραγούδι. Και φυσικά να επηρεάσει ακόμα και την ίδια την αισθητική μου. Έως ότου η Χούντα με απαγόρευσε ρητά και κατηγορηματικά, με φυλάκισε και με εξόρισε δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση σε ένα τόσο τρυφερό είδος, όπως είναι το Τραγούδι και συγχρόνως με βοήθησε να οδηγηθώ σε νέους αισθητικούς δρόμους, σε νέες φόρμες και σε νέα έργα, που γράφτηκαν όλα σε συνθήκες διωγμών, όπως «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» (Γενική Ασφάλεια), «Επιφάνια Αβέρωφ» και «Μυθιστόρημα» (Φυλακές Αβέρωφ), «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τραγούδια του Αντρέα», «Νύχτα θανάτου», «Τα Λαϊκά» (Βραχάτι-κατ’ οίκον περιορισμός), «Δέκα Αρκαδίες» -και ανάμεσά τους το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού- (εξορία-Ζάτουνα), “Raven” και «Τραγούδια του Αγώνα» (στρατόπεδο Ωρωπού), “Canto General” και «Μπαλάντες» (εξόριστος στο Παρίσι).
Όλα αυτά είναι έργα με συνομιλητή μου το κοινό του ΄60, που είχε αγκαλιάσει ένα «Άξιον Εστί». Πλην όμως μετά την μεταπολίτευση αυτό το κοινό είχε αρχίσει να στερεύει και να αλλοιώνεται, με αποτέλεσμα όλη αυτή η σοδειά που την θεωρούσα ως την καλλίτερη προσφορά μου στο κοινό που αγάπησα και με αγάπησε, να μείνει μετέωρη και να εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη.
Τέταρτον: Εξακολουθώ να γράφω Τραγούδια και Κύκλους Τραγουδιών (ακόμα και στα 82 μου χρόνια, όπως την «Οδύσσεια»), γιατί όπως είπα, τα θεωρώ ως ένα κομμάτι του συμφωνικού μου έργου, πράγμα που σημαίνει, ότι ο ιδεώδης συνομιλητής μου και αποδέκτης δεν μπορεί να είναι πια το πλατύ κοινό (που όπως είδαμε τα γούστα του αλλάζουν κάθε χρόνο) αλλά ο ίδιος ο εαυτός μου και όσοι μου μοιάζουν και επομένως με γνωρίζουν και με αγαπούν πάνω από μόδες, λαϊκά κέντρα, πωλήσεις δίσκων, σουξέ και άλλα τινά. Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω -τώρα μάλιστα που ζω απομονωμένος- ποιοι και πόσοι μπορεί να είναι αυτοί. Όμως όταν κάποιος αφιερώσει τη ζωή του στην Τέχνη, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι με ποιον τρόπο θα μπορέσει να εκφράσει καλλίτερα τον πνευματικό κόσμο που κρύβει μέσα του. Και για μένα ένας απ’ αυτούς τους τρόπους υπήρξε πάντα το Τραγούδι.
Το νήμα επαφής καλλιτέχνη και λαού
Μίκης Θεοδωράκης – Μια αλλιώτικη συνέντευξη
Περιοδικό MENSA, 2010
Πολλοί συγγραφείς λατρεύουν τη δημιουργική μοναξιά. Υποστηρίζουν ότι η εσωτερική ζύμωση εκκολάπτει έναν νέο χαρακτήρα, χαλυβδώνει ένα άλλο Εγώ. Υπάρχει νοητός ιστός ανάμεσα στις διάφορες μορφές Τέχνης; Ο Μίκης Θεοδωράκης ένιωσε να ανυψώνεται σε μια εσωτερική ανάταση κατά τη Δημιουργία;
Η μοναξιά πράγματι αποτελεί προϋπόθεση για την δημιουργική πράξη. Επειδή ξεκίνησα από πολύ νωρίς την σχέση μου με την Τέχνη και φυσικά περισσότερο με την Μουσική, έμαθα να νοιώθω μόνος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε σημείο οι άλλοι να μην υπάρχουν καν για μένα, ακόμα και όταν ο άλλος εαυτός μου, ο αγωνιστής, με οδηγούσε σε χρονοβόρες, ψυχοφθόρες έως και σαρκοφάγους θυσίες εναντίον του εαυτού μου για χάρη των άλλων! Έζησα έτσι τη ζωή μου «μέσα στην ερημία του πλήθους», για να δανειστώ ένα στίχο του Αναγνωστάκη, γεγονός που μου επέτρεψε να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στη μουσική σύνθεση ειδικά και γενικώτερα στην Φιλοσοφία και την Τέχνη.
Η εσωτερική ζύμωση, όπως την αποκαλείτε, υπήρξε για μένα μια διαρκής ψυχική αγωνία, η οποία κατέληγε στην αποκάλυψη μέσα στο νου μου «μουσικών καταστάσεων» που θα έπρεπε να έχω την απαιτούμενη διανοητική δύναμη και τεχνική κατάρτιση για να καταγράψω σαν μια πρώτη ύλη αυτό το καινούριο μουσικό υλικό, πάνω στο οποίο θα στήριζα την επεξεργασία για τη σύνθεση του νέου μουσικού μου έργου. Ενός έργου του οποίου η τελική μορφή (φόρμα) είχε ήδη προκαθορισθεί από το είδος των εκάστοτε «μουσικών καταστάσεων» που μου είχαν αποκαλυφθεί. Αυτή η διαδικασία ήταν συνεχής και διαρκής από τότε έως προχθές, ερχόταν κάθε 20 περίπου μέρες και διαρκούσε 3-4 εικοσιτετράωρα, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσα. Έτσι εξηγείται και το γεγονός της σύνθεσης μουσικών έργων συμφωνικών σε εξορίες και φυλακές. Ακόμα και στην Μακρόνησο (Πρώτη Συμφωνία). Και έζησα μόνος. Εντελώς μόνος. Ακόμα και οι γονείς και ο αδελφός μου όσο και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου γνώρισαν μόνο ένα μικρό μέρος του εαυτού μου. Οι στενοί μου φίλοι ένα πιο μικρό. Όσο για όλους τους άλλους, ένα ελάχιστο. Κι αυτό γιατί έπρεπε ο αληθινός, ο πλήρης εαυτός μου να αποκαλυφθεί μόνο μέσα στη Μουσική, στην Ποίηση και στα λιμπρέτα μου για τις τρεις όπερές μου, τον «Καρυωτάκη», την «Μήδεια» και την «Αντιγόνη».
Όπως και στη «θεωρία» μου για την Συμπαντική Αρμονία που εσωκλείω και που έγραψα στα 1942. Το ίδιο όπως και οι εκατοντάδες χιλιάδες νότες και οι εκατοντάδες στίχοι μου. Φυσικά η απόκρυψη αυτή τηρήθηκε και στις αυτοβιογραφίες, τις βιογραφίες και τις εκατοντάδες συνεντεύξεις που έδωσα έως τώρα. Έτσι από μιαν άποψη θεωρώ τον εαυτό μου μέλος μιας απόκρυφης αδελφότητας όπως λ.χ. των Πυθαγορείων ή των Επίκουρων με καθυστέρηση πολλών αιώνων…
Όσο για την «εσωτερική ανάταση κατά τη δημιουργία», όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, θεωρώ ως βασικό επίτευγμα της ζωής μου ότι κατόρθωσα να διαφυλάξω ακεραιη την εσωτερική μου ανάταση καθ΄όλη τη διάρκειά της. Βιώνοντας συνεχώς γεγονότα και καταστάσεις που τώρα είναι και σε μένα δύσκολο να πιστέψω ότι τα έζησα. Εκείνο που τελικά έμεινε σήμερα χαραγμένο στο νου μου, είναι μια θολή και πικρή ανάμνηση των «άλλων», που στην πραγματικότητα λειτούργησαν -σε όλες τις περιπτώσεις- σαν εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσω για χάρη της ανάγκης μου να μένω ακέραιος, αληθινός, άγνωστος και μόνος, όπως με ήθελε ο κύριος λόγος για τον οποίο ζούσα: η Δημιουργία.
Ο Πόλοκ υπήρξε αλκοολικός κι αυτοκαταστροφικός, ο Νίτσε ψυχασθενής, ο Ταχτσής ομοφυλόφιλος. Η αποτίμηση ενός έργου τέχνης, ενός πίνακα, ενός βιβλίου, μιας συμφωνίας, πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από την πορεία ζωής του δημιουργού; Παίζει ρόλο στην ολοκληρωμένη θεώρηση της αξίας του ο βίος και η πολιτεία του καλλιτέχνη;
Νομίζω ότι με βάση τα όσα σας είπα, όπως το ότι για μένα ο «άλλος» εαυτός μου ο αγωνιστής, ο πολιτικός είτε ο «λαϊκός» συνθέτης δεν έπαιζαν κανένα ουσιαστικό ρόλο στον κύριο προορισμό της ζωής μου, δηλαδή το Έργο μου, οι ιδιότυπες ιδιότητες των πνευματικών και καλλιτεχνικών δημιουργών που μου αναφέρατε, πιστεύω ότι όποιες κι αν ήσαν, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο ως προς την ολοκλήρωση και την αξία του έργου τους.
Μήπως προτού αναζητήσουμε κάποιον που θα “αλλάξει τον κόσμο” θα πρέπει επειγόντως να αναζητήσουμε με ποιο τρόπο θα “αλλάξουμε τον εαυτό μας”; Εδώ δεν παρεμβαίνει καθοριστικά η Τέχνη και ο Πολιτισμός, στη χάλκευση της ανθρώπινης ψυχής και σε ένα μέλλον περισσότερο ευοίωνο;
Θα πρέπει να υπήρξα πολύ αισιόδοξος και βέβαιος για τους «άλλους» για να κάνω ό,τι και όσα έκανα γι’ αυτούς. Όπως λ.χ. η πάλη μου για την ελευθερία, δεδομένου ότι πίστευα και πιστεύω ότι η Τέχνη μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από ελεύθερους ανθρώπους… Νομίζω ότι ύστερα από αγώνες και προσπάθειες μισού αιώνα και πλέον, δικαιούμαι να είμαι σήμερα απαισιόδοξος. Δεδομένου ότι όσο κι αν το προσπαθώ, δεν μπορώ να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά των μαζών ως αποτέλεσμα της αρνητικής επίδρασης εξωτερικών παραγόντων (ιδεολογίες, κόμματα, κυβερνήσεις, ολιγαρχίες κλπ.). Έτσι έχω καταλήξει στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι η συνεχιζόμενη και μάλιστα επιδεινούμενη εικόνα των προηγμένων κυρίως κοινωνιών οφείλεται βασικά στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, στην οποία εξακολουθούν να κυριαρχούν ο Φόβος και η Ανασφάλεια ως κατάλοιπα του πρωτόγονου ανθρώπου, που ας μην ξεχνάμε ότι η διάρκειά του μετριέται σε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ενώ του σύγχρονου, ας πούμε από την αρχαία Ελλάδα έως σήμερα, μόνο σε 20-25 αιώνες. Αυτός ο Φόβος και η Ανασφάλεια τον οδηγούν στην απληστία και στη συσσώρευση δύναμης δηλαδή στην ουσία στην άσκηση βίας, δηλαδή όλων των αρνητικών στοιχείων που τον απομακρύνουν από τον πολιτισμό και την τέχνη. Έτσι καταλήγω στην αριστοκρατική αντίληψη δηλαδή ότι μόνο οι άριστοι δηλαδή μια ελάχιστη μειοψηφία είναι ικανοί να υπερισχύσουν στον Φόβο και στην Ανασφάλεια, ώστε να γίνουν ουσιαστικά ελεύθεροι και ικανοί να δεχτούν την δωρεά του πνευματικού έργου, της Τέχνης. Συμπερασματικά το ερώτημα που τίθεται είναι «ποιοι και πόσοι θα ήθελαν να αλλάξουν τον εαυτό τους; Ελάχιστοι! Φοβάμαι εν τέλει ότι η πρωτοφανής τεχνολογική ανάπτυξη με την προβολή των υλιστικών κυρίως ανέσεων που προσφέρει στις ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες, θα αποδειχθεί ως η μεγαλύτερη παγίδα της ανθρωπότητας. Δεδομένου ότι στην πραγματικότητα εκβαρβαρίζει αντί να εξανθρωπίζει τους ανθρώπους.
Μέσα από μια πολυετή εμπειρία με αξιοζήλευτη και πανθομολογούμενη αποδοχή, έχετε κατασταλάξει ποια η απόλυτη αιτία της δημιουργικότητας; Θα γράφατε πολύ διαφορετική μουσική σε διαφορετικές συνθήκες; Αν δεν υπήρχε η Τρίπολη, η Ικαρία, το Παρίσι, ο Ωρωπός;
Είναι αναπόφευκτο οι εξωτερικές συνθήκες να επηρεάζουν κάθε πτυχή του εαυτού μας. Έτσι νομίζω ότι ακόμα κι αυτή η προνομιακή διαδικασία όπου η διαρκής ψυχική αγωνία οδηγούσε στην αποκάλυψη νέων πνευματικών καταστάσεων, που υπήρξε για μένα η μεγάλη δωρεά της ζωής μου, τι άλλο ήταν στο βάθος παρά η αντανάκλαση των συνθηκών μέσα στις οποίες κατά καιρούς ζούσα. Είτε εάν αυτές είχαν να κάνουν με τις πόλεις είτε με τις συνθήκες. Επομένως είναι βέβαιο ότι τελικά το έργο μου θα ήταν διαφορετικό αν η ζωή μου ήταν διαφορετική.
Πώς διαχειρίζεται ένας καλλιτέχνης τις κοσμικές συμβατικές υποχρεώσεις που μοιραία συνοδεύουν την επιτυχία; Πώς ξεχωρίζει την κολακεία από την αληθινή εκτίμηση; Πώς λειτουργεί απέναντι σε μια προσέγγιση συμφέροντος; Πώς λυτρώνεται από τα περιττά κι επικίνδυνα, ποιος είναι ο προσωπικός σας άνεμος που απαλλάσσει το στάχυ από την ήρα;
Όσο κι αν φανεί απίστευτο, ποτέ και τίποτα δεν ήταν ικανό να με βγάλει από τη «ρότα» μου. Ούτε και το πιο πολύ «κακό» ούτε ακόμα και το πιο πολύ «καλό», που είναι και το πιο επικίνδυνο. Ειλικρινά πέρασα τη ζωή μου σχεδόν σαν «υπνοβάτης» θεωρώντας όλους και όλα γύρω μου πολύ κατώτερα από τη μεγάλη δύναμη που μου έδινε η μυστική εσωτερική ζωή μου, που ήταν κάθε στιγμή κυριολεκτικά συναρπαστική, λες και ταξίδευα ανάμεσα σε Γαλαξίες. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ενδόμυχα επεδίωκα να δημιουργήσω με το έργο μου τον δικό μου Γαλαξία όπως ο χάρτης που σας εσωκλείω για του λόγου το ασφαλές!
Αναφέρεται ότι πολλοί πρωτοδιάβασαν Καζαντζάκη στα αγγλικά γιατί τα βιβλία του δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, ότι η τελευταία προ-Νόμπελ συλλογή του Σεφέρη είχε πουλήσει 20 αντίτυπα σε 9 χρόνια, ότι αν δεν είχε μελοποιήσει το Άξιον Εστί ο Θεοδωράκης ουδείς θα γνώριζε τον Ελύτη. Είναι τόσο τραγική η πνευματική ένδεια σήμερα ή υπάρχουν κάπου πυγολαμπίδες φωτός που δεν έχουν οι περισσότεροι ακόμα ανακαλύψει;
Σας μίλησα πιο πριν για την μεγάλη παγίδα της εποχής μας. Μία από τις συνέπειές της νομίζω ότι είναι και η αυξανόμενη «πνευματική ένδεια» που φυσικά υπήρξε όπως ακριβώς την περιγράφετε. Και είναι φυσικό επακόλουθο ο αυξανόμενος εκβαρβαρισμός του ανθρώπου που τείνει να γίνει κύριο χαρακτηριστικό του λεγομένου «πολιτισμένου» κόσμου. Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω εδώ ένα από τα κύρια στοιχεία που επιβεβαιώνουν την επιστροφή των κοινωνιών προς τον πρωτογονισμό δηλαδή στην αποτροπή του Φόβου και της Ανασφάλειας με την καλλιέργεια και την άσκηση ακόμα μεγαλύτερης Βίας. Κι αυτό είναι το γεγονός ότι οι χώρες που διεκδικούν την ηγεμονία του κόσμου όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία ζουν όλο και περισσότερο εξάγοντας τον μαύρο θάνατο. Κι αυτό γιατί η πολεμική βιομηχανία τείνει να γίνει όλο και πιο πολύ η βασική πηγή της κοινωνικής τους ευημερίας, γεγονός που μεταβάλλει τους λαούς αυτών των χωρών, έστω και αν δεν το έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει, σε συνενόχους αυτού του τερατώδους εγκλήματος της εποχής μας, δηλαδή των συνεχών πολεμικών συρράξεων που οφείλεται αποκλειστικά στην ανάγκη των λαών αυτών στο σύνολό τους να πουλούν όπλα δηλαδή τον μαύρο θάνατο, για να αυξήσουν τη δική τους «ευημερία»! Μια τέτοιου είδους «ευημερία» φοβάται την Τέχνη ειδικά, όπως ο Διάβολος το λιβάνι.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς έβλεπε το μέλλον ένας έφηβος που γεννήθηκε στα 1925, όταν ήταν 18 ετών. Παγκόσμιος πόλεμος και μετά εμφύλιος, εξορία, χούντα. Τρεις δεκαετίες δεινών. Αβέβαιο και ζοφερό δε διαφαινόταν το μέλλον και τότε; Μήπως ξενίζει τη δική μας γενιά, γιατί αντιμετωπίζει τώρα συνθήκες ξένες ως προς τον επίπλαστο ευδαιμονισμό που την είχαν συνηθίσει;
Οφείλω να σας ομολογήσω, ότι κατά την περίοδο της εφηβείας μου είχα ήδη την σημερινή απαισιοδοξία, που με είχε απομονώσει από τους «άλλους» σε βαθμό που να με αναγκάσει να ζω από την ηλικία των 14 ετών κλεισμένος στο σπίτι μου με μόνη συντροφιά τα βιβλία και τη μουσική μου. Έως ότου αποφασίσω να γίνω αισιόδοξος, μιας και οι αγριότητες της ξένης κατοχής αναδείξανε μέσα μου τα γονίδια του πατριωτισμού και της αγωνιστικότητας που χαρακτήριζαν τους Κρήτες προγόνους μου, οι οποίοι τουλάχιστον από το 1800 όχι μόνο συμμετείχαν αλλά και διακρίθηκαν ως ηγέτες των συνεχών εξεγέρσεων κατά των Τούρκων με τελευταίο τον ίδιο τον πατέρα μου, που σε ηλικία 16 ετών κατατάχθηκε στον στρατό εθελοντής για να τραυματισθεί βαρειά στο Μπιζάνι της Ηπείρου. Αυτού του είδους η εισαχθείσα έξωθεν αισιοδοξία με συμφιλίωσε συγκυριακά με τους άλλους, ιδιαίτερα σε συνθήκες αντιστασιακής συστράτευσης δηλαδή οργανώσεις, εκδηλώσεις, μάχες, φυλακίσεις και εξορίες, ενώ παράλληλα με βοήθησε να βλέπω το μέλλον της ανθρωπότητας φωτεινό. Χωρίς να το καλοκαταλάβω, μεταβλήθηκα σε έναν μαρξιστή-κομμουνιστή με όλες εκείνες τις βεβαιότητες που μας χαρακτήριζαν τότε για τον άνθρωπο και τις δυνατότητες που θα του προσέφερε η νέα κοινωνία, ώστε να απαλλαγεί τελειωτικά από τον Φόβο και την Ανασφάλεια και να γίνει ολοκληρωτικά ελεύθερος. Το περίεργο όμως είναι ότι αυτή η διανοητική αισιοδοξία δεν πέρασε στη μουσική μου, που μπορώ να πω ότι είχε γίνει ακόμα πιο δραματική και τραγική, θα έλεγα. Πράγμα που φαίνεται καθαρά μέσα στα έργα εκείνης της περιόδου (1945-1952). Ποιο συμπέρασμα άραγε μπορεί να εξαχθεί απ’ αυτή την αντίθεση ανάμεσα στους δύο εαυτούς μου; Όπως φάνηκε τελικά με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλη αυτή η αισιοδοξία δεν ήταν παρά ένα φωτεινό διάλειμμα μέσα στη συνεχιζόμενη «νύχτια εποχή» όπως την χαρακτήρισε ο Νερούντα και που σήμερα γίνεται όλο και πιο σκοτεινή και είναι φυσικό να βαραίνει σαν ταφόπλακα πάνω από τις ευαίσθητες νέες γενιές που δεν έχουν ούτε την πολυτέλεια της αυταπάτης όπως οι δικές μας.
.Η μεταπολίτευση τελικά κινδυνεύει να αποδειχτεί αντί για εποχή ανασυγκρότησης, περίοδος εθνικής κατρακύλας; Είμαστε οι Έλληνες ως πλειοψηφία επιρρεπείς στο εύκολο; Τι πληρώνουμε τελικά σήμερα;
Νομίζω ότι εκείνο που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τους άλλους λαούς είναι το γεγονός ότι από το 1821 έως σήμερα ζούμε σε συνθήκες μιας συνεχώς επαναλαμβανόμενης προδοσίας, που προέρχεται είτε από ξένους είτε από τους ίδιους εμάς και έχει πια κουράσει τόσο πολύ την ελληνική κοινωνία, ώστε να έχει παραδοθεί τελείως στη μοίρα της, όπως την διαγράφουν ανεξέλεγκτες από αυτήν δυνάμεις, συνθήκες και γεγονότα. Γίνεται δηλαδή όλο και περισσότερο αδύναμη και άβουλη και έτσι σίγουρα κατηφορίζει. Για να φτάσει έως πού;
Η πνευματική ανάταση είναι εκ των ων ουκ άνευ διέξοδος σε περιόδους κρίσης; Μήπως από το ατομικό μας έλλειμμα ξεκίνησαν όλα;
Βεβαίως. Η κατάσταση που περιέγραψα πιο πριν, θα μπορούσε να ανατραπεί εάν δεν υπήρχε αυτό το «ατομικό έλλειμμα» που κάνει περιέργως τους Έλληνες να επιλέγουν ως οδηγούς κατά κανόνα τους ανάξιους -με ελάχιστες εξαιρέσεις- και να υποτιμούν έως να περιφρονούν τους ικανούς, τους άξιους και τους ξεχωριστούς. Σε κάθε τομέα. Ιδιαίτερα στον πολιτικό. Όσο για τον πνευματικό, θα έλεγα ότι η υποτίμησή τους από τα άτομα οφείλεται κυρίως στις αρνητικές επιλογές τους στον τομέα της πολιτικής, μιας και οι πολιτικοί είναι οι υπεύθυνοι για τις αντιπνευματικές συνθήκες που δημιούργησαν και εξακολουθούν να δημιουργούν, ακριβώς γιατί όπως είπα στη μεγάλη τους πλειοψηφία υπήρξαν και είναι ανάξιοι.
Ας υποθέσουμε εντελώς θεωρητικά ότι υπάρχει κάπου ένας πολιτικός έντιμος, με διάθεση να προσφέρει κι όχι να επωφεληθεί, με δύναμη για να συγκρουστεί εκεί που χρειάζεται, με νέες και εφαρμόσιμες ιδέες, που δείχνει ότι προσδοκά κοινωνική δικαιοσύνη… Πώς θα τον αναγνωρίζαμε μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης αμφισβήτησης;
Αμφιβάλλω αν η σημερινή ελληνική κοινωνία είχε ικανότητα να τον ανακαλύψει και πολύ μικρότερη να του δώσει την αναγκαία δύναμη για να προσφέρει.
Γιατί ένας συνθέτης μετά από μια εξαετία με υποτροφία στο Παρίσι και ευρωπαϊκές περγαμηνές για τη συμφωνική του μουσική να θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα; Γιατί ένας νέος σήμερα να μην επιδιώξει να σταδιοδρομήσει στο εξωτερικό σαν μια λύση στην ανεργία, τη χούντα της μίζας, την αναξιοκρατία;
Γιατί η Ελλάδα για μένα δεν είναι απλώς ένα όνομα στην αστυνομική μου ταυτότητα είτε κάποια αφηρημένη έννοια αλλά ένας τόπος και ένας λαός, όπου γεννήθηκα, έζησα, ζυμώθηκα και τελικά ταυτίστηκα μ’ αυτόν. Έτσι απλά δεν μπόρεσα και δεν μπορώ να ζήσω μακριά απ’ αυτόν. Το ότι αν έμενα στο εξωτερικό όλα τα πράγματα για μένα και κυρίως όσα αφορούν τη μουσική μου θα ήταν απείρως καλλίτερα, αν θεωρούμε ότι το πρώτιστο είναι καταξίωση κι αυτό που ονομάζουμε καριέρα. Αν υποθέσουμε όμως ότι είμαι ένα πουλί, τότε θα μου έλειπε η μια φτερούγα: το τραγούδι! Πέρα όμως απ’ όλα αυτά τα καθαρά προσωπικά, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι η εποχή της δεκαετίας του ΄60 ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Κατ’ αρχήν στην Ελλάδα και στους Έλληνες υπήρχε ζωντανή η ελπίδα για ένα μέλλον διαφορετικό, αυτό που αποκαλώ εθνική αναγέννηση και μ’ αυτό το όραμα δημιούργησα το κίνημα των Λαμπράκηδων, το πρώτο κίνημα στον κόσμο που ταύτιζε την πολιτική με την πολιτιστική αλλαγή, απαραίτητη προϋπόθεση για να μην εξελιχθεί ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός σε δογματική-γραφειοκρατική δικτατορία. Από την άλλη μεριά η επιστροφή μου στο Τραγούδι (έτσι άρχισα άλλωστε το ταξίδι μου στον ωκεανό της μουσικής γράφοντας ανάμεσα στα 1937 και στα 1942 εκατόν είκοσι τραγούδια) μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω δύο όνειρά μου. Πρώτον τη σύνδεση της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής με τη συμφωνική μουσική. Δεύτερον να αποδείξω ότι ο λαός μας είναι ώριμος να αγκαλιάσει ακόμα και την υψηλότερη μορφή Τέχνης όπως είναι η Ποίηση και ο Συμφωνικός ήχος, φτάνει να είναι «παντρεμένη» με γνώριμα στοιχεία της δικής του λαϊκής παράδοσης, όπως είναι το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Έτσι και στον τομέα της Μουσικής πραγματοποιήθηκε κάτι το μοναδικό στον τομέα της Τέχνης: η μεγάλη Ποίηση αλλά και ο συμφωνικός ήχος (βλ. λχ. το Άξιον Εστί) να γίνει κτήμα ενός ολόκληρου λαού και όχι μόνο μιας προνομιούχου μειοψηφίας όπως έχει γίνει ως σήμερα παντού.
Γενικώτερα η δεκαετία του ΄60 με την αγωνιστική συνένωση της πλειοψηφίας του Λαού υπήρξε η τελευταία ελπίδα για να αποκτήσει η Ελλάδα όχι μόνο την πραγματική Δημοκρατία αλλά χάρη στη ζωντάνια των αριστερών δυνάμεων (οι Λαμπράκηδες αριθμούσαν 300.000 οπαδούς και μέλη) ήταν βέβαιο ότι μέσα στα πλαίσια αυτής της Δημοκρατίας θα προχωρούσαμε συνεχώς σε νέες κατακτήσεις στον τομέα των δικαιωμάτων των εργαζομένων, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της Παιδείας και του Πολιτισμού, καθώς και του μεγάλου προβλήματος της Εθνικής Ανεξαρτησίας.
Όμως αλλοιώς τα αποφάσισε η τραγική μας Μοίρα και αντί για την κατάκτηση αυτού του οράματος (που τόσες θυσίες έγιναν και τόσο αίμα χύθηκε γι’ αυτό) μας προέκυψε Πρώτον η Δικτατορία και Δεύτερον το μεταχουντικό καθεστώς της Δημοκρατίας, που δυστυχώς γρήγορα το νόθευσαν με την επιβολή ενός άκρατου λαϊκισμού, που οδήγησε αναπόφευκτα στη γενίκευση της διαφθοράς, στον υποβιβασμό της Παιδείας, στη νόθευση του Πολιτισμού και την καταρράκωση του ήθους, δηλαδή στις θανάσιμες ασθένειες που ήταν μοιραίο να μας οδηγήσουν στη σημερινή γενικευμένη κρίση και εθνικό αδιέξοδο. Όμως το πιο τραγικό για μένα είναι το ότι πληγώθηκε βαθειά ο πατριωτισμός και έτσι δεν μπορώ να συμβουλέψω τους νέους, για το τι πρέπει να κάνουν σήμερα, γιατί είμαι βέβαιος ότι δεν θα εισακουσθώ.
Πάντως η δική μου γενιά θα θεωρούσε τη σημερινή κατάσταση σαν μια ιδιότυπη κατοχή, όπου οι κατακτητές αντί να στηρίζονται στα όπλα και στη βία, χρησιμοποιούν το χρήμα και τον εκβιασμό για να εκφοβίσουν και να εξαθλιώσουν το λαό, οπότε θα προσπαθούσαμε να οργανώσουμε μια νέου είδους Εθνική Αντίσταση προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες όπως τις διαμορφώνουν ξένες και ντόπιες εχθρικές δυνάμεις.
Η ελληνοτουρκική φιλία αποτελεί αναγκαιότητα, όχι μόνο για την ειρηνική ευμάρεια των λαών αλλά και για τη μείωση του δυσβάσταχτου εξοπλιστικού κόστους. Θεωρείτε ότι η προσέγγιση Ερντογάν έγινε με αυτό το σκεπτικό ή με βάση την εκτίμηση που υποβόσκει σε μερικούς κύκλους, ότι δηλαδή οι γείτονες θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την αρνητική για μας συγκυρία; Πότε θα πάψουμε να είμαστε εκατέρωθεν καχύποπτοι;
Δεν μπορώ να ξέρω γιατί ήρθε ο Ερντογάν και σε τι απέβλεπε τόσο αυτός όσο και ο Παπανδρέου από την συνάντηση αυτή. Από μια γενική άποψη θεωρώ ότι είναι ωφέλιμο να συναντιώνται και να συζητούν ειρηνικά οι υπεύθυνοι παρά να εκστομίζουν απειλές και ύβρεις. Και είναι καλό, γιατί και μόνο η εικόνα που εκπέμπεται προσφέρει ελπίδα και θάρρος στους δύο λαούς να έρθουν πιο κοντά. Κι αυτό, δηλαδή η φιλία μεταξύ των λαών είναι το θεμέλιο για την στερέωση μιας βιώσιμης λύσης ου θα φέρει την ειρήνη, την αλληλοκατανόηση και την συνεργασία εξαλείφονας οριστικά την καχυποψία.
Αγαπώ την Ελλάδα… για το αν νιώθουν το ίδιο οι περισσότεροι Έλληνες, αμφιβάλλω… οι πράξεις τους άλλα δηλώνουν” Η ευθύνη είναι κυρίαρχα συλλογική ή ατομική; Είναι δίκαιο να στιγματίζονται επαγγελματικοί κλάδοι ή και ολόκληροι λαοί για τα λάθη ορισμένων ατόμων;
Δεν κατάλαβα σε ποιους αναφέρεστε. Θέλω μόνο εδώ να υπενθυμίσω ότι εκτός ορισμένων Γερμανών προσφάτως και η Ουάσιγκτον Ποστ απεφάνθη «οι Έλληνες είναι λαός απατεώνων». Όλα αυτά αποτελούν φυσικά αθλιότητες που χαρακτηρίζουν αυτούς που τα κάνουν. Με αυτή τη λογική όλοι οι λαοί θα πρέπει να είναι κλέφτες, δολοφόνοι, απατεώνες και άθλιοι. Κι αυτό μας παραπέμπει στη λογική των Ναζί, που όταν κάποιος αντάρτης σκότωνε κάποιον ή κάποιους, στη Βέρμαχτ θεωρούσαν συλλογικά υπεύθυνο ένα ολόκληρο χωριό (όπως έγινε στα Καλάβρυτα ή στο Δίστομο) και προέβαιναν στις γνωστές θηριωδίες.
Σε περιόδους κρίσης, από πού αντλεί δύναμη ο άνθρωπος; Πώς βλέπατε το μέλλον μέσα στην εξορία της χούντας; Τι σκεφτόταν ο νους μετά τα βασανιστήρια; Με τι ανορθωνόταν η καταρρακωμένη ψυχολογία;
Μ.Θ. Χρειάζεται να έχεις Όραμα και Πίστη. Μονάχα έτσι θωρακίζεσαι και μπορείς να αντιμετωπίσεις Γκεστάπο, Φασίστες, Χούντα και βασανιστήρια με υψηλό ηθικό και χαλύβδινο φρόνημα που σε κάνει πιο δυνατό και πιο αισιόδοξο την ώρα της Δοκιμασίας. Το ίδιο και η κρίση που μας ταλανίζει σήμερα, χρειάζεται Όραμα και Πίστη για να αντιμετωπισθεί νικηφόρα. Όμως ποιο Όραμα και ποια Πίστη; Θεωρώ ότι ήρθε η ώρα της νέας γενιάς για να γράψει τη νέα ιστορία της Ελλάδας. Φτάνει να μην περιμένει από τους άλλους να της πουν το «τι» και το «πώς». Μόνη της πρέπει να τα βρει και να τα κάνει. Αυτό τουλάχιστον έπραξε η γενιά της Εθνικής Αντίστασης που παραμένει σημείο αναφοράς.
Αυτό που λέμε “εποχή” πιθανόν να αντανακλά καλύτερα το τι πρεσβεύει ένας ενδεικτικός μέσος όρος. Υπάρχουν πάντα και φωτεινές εξαιρέσεις. Βλέπετε τέτοιες σήμερα στο χώρο της μουσικής;
Και αν υπάρχουν, τις σκεπάζει το κατάμαυρο νέφος της κυρίαρχης ιδεολογίας που οδηγεί στην αδιαφορία και την πνευματική εξαθλίωση των μαζών.
Οι μεγάλοι ζωγράφοι μακροημέρευσαν, υποστηρίζουν οι βιογράφοι τους, χάρη στην αδιάκοπη πνευματική τους οξύτητα: ο Πικάσο ως τα 92 του, ο Μιρό ως τα 90, ο Σαγκάλ ως τα 98…. Όταν οι φυσικές δυνάμεις σταδιακά εγκαταλείπουν τον άνθρωπο, η πνευματική και διανοητική του υπόσταση δεν είναι το ουσιαστικότερο κίνητρο ζωής; Ή υπάρχει και κάτι άλλο;
Συμφωνώ με τις διαπιστώσεις σας και αυτό ακριβώς κάνω κλεισμένος στο γραφείο μου. Ο αναγκαστικός αποκλεισμός μου από τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα αύξησαν την αφοσίωσή μου στην πνευματική και διανοητική ενασχόληση. Και μπορώ να πω ότι δεν μου λείπει τίποτα. Το μοναδικό μου παράπονο είναι ότι οι φυσικές μου δυνάμεις δεν μου επιτρέπουν να προσφέρω όσα θα ήθελα, θα έπρεπε και θα μπορούσα, με την ιδιότητα του πολίτη στη χώρα μου σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές…
Πώς βλέπετε την Ευρωπαϊκή Αριστερά στο σύγχρονο στερέωμα; Δε θα έπρεπε να έχει ισχυρή φωνή, ιδεολογική ενότητα, εφικτές προτάσεις, εντονότερη συμμετοχή στα πεδία όπου κρίνονται όλα;
Μ.Θ. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η μοναδική ευρωπαϊκή αριστερά ήταν μόνο η κομμουνιστική, δεδομένου ότι η σοσιαλιστική είχε πλήρως αφομοιωθεί από το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως ο ευρωπαϊκός κομμουνισμός δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από την εξάρτησή του από την Σοβιετική Ένωση, που είχε πάψει προ πολλού να εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό κέντρο έχοντας μετατραπεί σε μια Κρατική Εξουσία και μάλιστα σε μια υπερδύναμη εφαρμόζοντας στρατηγικές και πρακτικές που δεν διέφεραν από κείνες στις άλλες υπερδυνάμεις, στις ΗΠΑ. Έτσι τα Κ.Κ. αντιμετωπίστηκαν από ένα Κράτος πλέον όπου η ιδεολογία του κομμουνισμού είχε μεταβληθεί σ’ έναν απλό μανδύα για να κρύβει την αληθινή φύση της Νέας Κρατικής Εξουσίας και να εξακολουθεί έτσι κάτω από το πρόσχημα του ιδεολογικού καθοδηγητή να χρησιμοποιεί για τα καθαρώς δικά της κρατικά συμφέροντα τα Κ.Κ., τα οποία ακινητοποιημένα σαν τα έντομα στον ιστό της αράχνης δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι η πραγματικότητα προχωρούσε κάτω από τα πόδια τους αλλάζοντας ριζικά τις δεδομένες κοινωνικές σχέσεις δηλαδή αλλάζοντας την ίδια την κοινωνία και έτσι οι κομμουνιστές έμειναν τελικά πίσω από την εποχή τους αδυνατώντας να προσαρμόσουν την ιδεολογία τους και συνεπώς την στρατηγική και τακτική τους στις νέες συνθήκες, ώστε τελικά να γίνουν γραφικοί είτε να σβήσουν από τον πολιτικό χάρτη.
Τι σημαίνει όμως αυτό; Τι σημαίνει όταν δεν υπάρχει πια η μόνη πραγματική Αριστερά; Πιστεύω ότι χωρίς αυτήν την Αριστερά το τραίνο της κοινωνίας έμεινε χωρίς ατμομηχανή. Και γι’ αυτό οδηγηθήκαμε σήμερα στην αδυναμία των λαών να αντιμετωπίσουν από θέση ισχύος την κρίση του καπιταλισμού που τους μαστίζει.
Ο Ελύτης ύμνησε τον ήλιο, τη θάλασσα, τον έρωτα. Ο έρωτας θα μπορούσε να αλλάξει τον εαυτό μας και συνακόλουθα τον κόσμο; Ή είναι απλώς ένα παιχνίδι της φύσης για αναπαραγωγή;
Δεν συμφωνώ με τα περί «αναπαραγωγής», γιατί μας θυμίζουν την κτηνώδη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, που προσπαθούμε (δυστυχώς ανεπιτυχώς) σήμερα να ξεχάσουμε, δεδομένου ότι η ανθρώπινη κτηνωδία κυβερνά τον κόσμο και διαμορφώνει τη ζωή μας έχοντας κατακτήσει θέσεις-κλειδιά ειδικά μέσα στον χώρο της διεθνούς πολιτικής και της οικονομίας.
Ο Έρωτας είναι η καρδιά της μεγάλης δωρεάς που είναι η Ζωή για τον άνθρωπο αλλά και κάθε τι έμψυχο είτε άψυχο, που υπάρχει σ’ αυτόν τον υπέροχο πλανήτη, τη Γη. Ο άνθρωπος που δεν έχει κυριαρχηθεί από το μαγικό ερωτικό συναίσθημα πρέπει να θεωρείται δυστυχής και ψυχικά ανάπηρος. Ο Έρωτας μάς μεταμορφώνει, μας συγκλονίζει, ακονίζει την ευαισθησία μας, μας ανυψώνει ώστε να ανεβούμε στην εκτίμηση του προσώπου που αγαπάμε. Ο Έρωτας ταιριάζει απόλυτα με την Αρμονία, την Ομορφιά, την Τέχνη και ειδικά με τη Μουσική, γιατί αποτελεί συστατικό τους στοιχείο.
Το γεγονός ότι μας αλλάζει σε ατομική βάση είναι βέβαιο. Με ποιον τρόπο όμως μπορεί να σώσει τον κόσμο; Και νομίζω ότι θα πρέπει να τον αφήνουμε μακριά από την αθλιότητα των δύστυχων ανθρώπων είτε αυτών που την προκαλούν είτε εκείνων που την υφίστανται χωρίς να αντιστέκονται, γιατί όπως είπα, η Ζωή και ο Έρωτας είναι μια μεγάλη και ανεκτίμητη Δωρεά, οπότε όσοι την περιφρονούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι άξιοι της Μοίρας τους.
Πόσο διαφορετική είναι η – απλή αλλά ενίοτε στυγνή – καθημερινότητά σας τώρα, απ’ ότι πριν δέκα και πριν είκοσι χρόνια; Είναι η ευτυχία ένας πίνακας από ψηφίδες στιγμών;
Μ.Θ. Η καθημερινότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον περίγυρο που μας επιβάλλεται από τις εκάστοτε κυρίαρχες εξουσίες. Όμως πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί ο ίδιος να επιλέξει την καθημερινότητά του ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του και τις ανάγκες που απορρέουν από την αγωγή του και το μορφωτικό του επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για την προσωπική του ευτυχία, για την οποία ο κύριος υπεύθυνος είναι ο ίδιος. Εγώ λ.χ. ήμουν απολύτως ευτυχής όταν για τις ιδέες μου με φυλάκιζαν, με εξόριζαν, ακόμα και όταν με βασάνιζαν, γιατί ήμουν εγώ ο ίδιος που επέλεξα τον δρόμο της δοκιμασίας και όχι κάποιος άλλος. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι η ευθύνη αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ανθρώπινης ευτυχίας. Που όπως καταλαβαίνετε, είναι διαφορετική από την ευτυχία των φυτών…
Μυρτώ και Μαργαρίτα, δύο ονόματα – σύμβολα εννοιών όπως συντροφικότητα και οικογένεια. Έχετε θυσιάσει προσωπική ζωή για να αφιερωθείτε στο καλλιτεχνικό έργο; Υπάρχει σε αυτό το πεδίο κάτι για το οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης μετανιώνει έντονα;
Όταν αγαπά κανείς πολύ την οικογένειά του, γονείς, αδέλφια, γυναίκα, παιδιά, θεωρώ ότι θα πρέπει να νοιώθει την ανάγκη να τους κάνει να είναι υπερήφανοι γι’ αυτόν. Έτσι κι εγώ σε κάθε στιγμή της ζωής μου είτε ζούσα στο μέσον του μαγικού κόσμου των ήχων είτε όταν ήμουν περικυκλωμένος από την ανθρώπινη κτηνωδία, η σκέψη μου ήταν στραμμένη κυρίως στην οικογένειά μου, γιατί ένοιωθα ότι αυτό που έκανα εκείνη τη στιγμή, το έκανα για τα πρόσωπα που αγαπώ και που με αγαπούσαν, ώστε να είμαι αντάξιος της αγάπης μου και της δικής τους αγάπης.
Φυσικά σε ορισμένες περιπτώσεις -τις κακές- τους προκαλούσα πόνο. Τι όμως μπορούσα να κάνω; Προσπάθησα να κάνω πάντοτε αυτό που έπρεπε να κάνω και που θα έκανα ξανά αν υποχρεωνόμουν να ζήσω όσα έζησα.
Παγκόσμια οικονομική κρίση, καταστροφή του περιβάλλοντος, ατομική κατρακύλα του σύγχρονου ανθρώπου… Η εποχή μας δεν έχει μία δαμόκλειο σπάθη, έχει πολλές… Τι θα μας κατασπαράξει πρώτο;
Αν είμαστε αληθινοί, ακέραιοι, υπεύθυνοι και ολοκληρωμένοι άνθρωποι, τότε θα έπρεπε να μας κατασπαράξουν οι δικές μας τύψεις γιατί δεν κάναμε αυτό που έπρεπε για να πάρουμε την τύχη της ζωής μας στα χέρια μας.
Είναι λιγότερο δυσβάσταχτος ο φόβος του θανάτου για έναν άνθρωπο-προσωπικότητα; Αισθάνεται ότι έχει κερδίσει μια κάποια αθανασία με τα έργα του;
Νομίζω ότι κι αυτός που πιστεύει ότι έχει κερδίσει την αθανασία με το έργο του, θα πρέπει να φοβάται τον θάνατο. Ίσως μάλιστα περισσότερο από τους άλλους, γιατί έχει έμπρακτα αποδείξει πόσο ανεκτίμητη είναι γι’ αυτόν η δωρεά της ζωής.
Το Μάουτχαουζεν κι ο Ύμνος για την Παλαιστίνη πόσο πληγώθηκαν από τον διεθνή στολίσκο που χτυπήθηκε καθώς μετέφερε εφόδια ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας;
Η Μουσική, η Τέχνη όπως και κάθε θετικό έργο του ανθρώπου, όπως είναι γενικά η πνευματική δημιουργία, που αντιπροσωπεύουν την θετική, την φωτεινή και ανθρώπινη πλευρά του ανθρώπου, την πλευρά που αντανακλά και εκφράζει την Συμπαντική Αρμονία, πληγώνονται από τις απάνθρωπες και κτηνώδεις δυνάμεις του χάους, της βίας, του πολέμου και του θανάτου, που δυστυχώς κυριαρχούν στην εποχή μας. Δυνάμεις που αντλούν δύναμη από την δυστυχία των λαών.
Έχει απωθημένα ο Μίκης Θεοδωράκης από τη ζωή του; Νιώθει πλήρης, περήφανος, γεμάτος;
Ποτέ δεν είχα απωθημένα. Για τίποτα και για κανένα. Ίσως μπορεί να κατηγορηθώ για το συναίσθημα υπεροχής που πιθανόν να μου έδινε η σωματική μου διάπλαση αλλά προ παντός το γεγονός ότι είχα πάντοτε τη δύναμη να νικώ τον φόβο και τις δοκιμασίες αδιαφορώντας για το τίμημα που όφειλα να πληρώσω. Εξ άλλου η διαδικασία της έμπνευσης που σας περιέγραψα πιο πριν και που εμφανίζονταν σε τακτικά διαστήματα, ανεξάρτήτως συνθηκών κάτω από τις οποίες ζούσα εκείνη τη στιγμή, μου προκαλούσε την εντύπωση ότι απογειωνόμουν και ανυψωνόμουν σε βαθμό που να βλέπω να μικραίνουν άνθρωποι και αντικείμενα. Ωσάν να είχα φτερά και να πετούσα. Θα αναφερθώ εδώ μόνο σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια φορά που ένοιωσα ξαφνικά αυτό το μυστηριώδες συναίσθημα της ψυχικής αγωνίας (σαν προμήνυμα της μουσικής έμπνευσης) την ώρα του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι αιφνιδίως είδα τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς να μικραίνουν, να μικραίνουν και να μικραίνουν, έως ότου έγιναν μικρές μαύρες απρόσωπες κουκίδες…
Τι όνειρα για το μέλλον έχει ένας 85χρόνος; Με τι προσδοκίες ζει;
Θεωρώ ότι δεν επιτρέπεται να κάνει όνειρα και να έχει προσδοκίες προσωπικές για το μέλλον ένας άνθρωπος της ηλικίας μου. Το μόνο που με απασχολεί είναι η οικογένειά μου και η μοίρα του τόπου μου. Δεν σας κρύβω πως υποφέρω φοβερά που είμαι ανίσχυρος να προσφέρω τον εαυτό μου όπως άλλοτε, δεδομένου ότι δεν μπορώ να αποφύγω διάφορες σκέψεις που με απασχολούν με στόχο την ανεύρεση λύσεων για να βγούμε από την κρίση. Και το χειρότερο για μένα είναι ότι αυτές οι σκέψεις με έχουν οδηγήσει στην βεβαιότητα ότι υπάρχει λύση και διέξοδος από το αδιέξοδο, όμως όσο και αν ψάχνω, δεν βρίσκω τους ανθρώπους που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να αφιερώσουν τις δυνάμεις και τις δυνατότητές τους στον αναγκαίο σωτήριο αγώνα που φυσικά απαιτεί μεγάλες προσπάθειες και θυσίες. Άλλωστε κι αν υπάρχουν, βρίσκω ότι η περικύκλωση από τις σκοτεινές δυνάμεις είναι χειρότερη από κείνη που αντιμετώπισα όταν επί Χούντας ήμουν παράνομος (έως ότου με συνέλαβαν) προσπαθώντας να βρω καθημερινά τρόπους αντίστασης. Σήμερα τα πράγματα είναι χειρότερα, γιατί η επίθεση εναντίον του λαού μας έχει χίλιους δυο τρόπους να μεταμφιέζεται για να μας ξεγελά, ενώ παράλληλα είναι πάρα πολύ ισχυρή και αδίστακτη.
Ποιος δεν θέλει την ιστορική μνήμη
Αθήνα, 25.10.2009, άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη στα «ΝΕΑ» της 26.10.2009, με αφορμή την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθειά» για τον Εμφύλιο
Η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Με τις συμφωνίες στον Λίβανο σχηματίσθηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, που λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών ήρθε στην Αθήνα. Ο λαός μας που ήδη γιόρταζε την νεογέννητη Ελευθερία του, την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, όπως με την ίδια συγκίνηση και χαρά χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε τα πρώτα αγγλικά στρατεύματα, καθώς προχωρούσαν στη λεωφόρο Συγγρού. Μια νέα ηλιόλουστη εποχή πιστεύαμε όλοι ότι ξεκινούσε για την πατρίδα μας, που θα την ξαναχτίζαμε όλοι μαζί ενωμένοι. Ώσπου οι Άγγλοι άρχισαν λίγο-λίγο να ροκανίζουνε τις συμφωνίες και να μας οδηγούν στην εμφύλια διαίρεση. Όποιος λέει ότι την αρχή την κάνανε οι Εαμίτες με τα Δεκεμβριανά, γιατί τάχα θέλανε να κατακτήσουν την Αθήνα, είναι είτε άσχετοι με τα γεγονότα, είτε φανατικοί προβοκάτορες, διαστρεβλωτές της ιστορίας και όργανα της αγγλικής πολιτικής που από τότε πέταξε το προσωπείο της και έδειξε καθαρά ότι δεν ήθελε μόνο απλά να μας βάλει στη γωνία της εθνικής ζωής αλλά να μας εξοντώσει όλους, άντρες και γυναίκες του ΕΑΜ, μέχρις ενός.
Πρώτον γιατί έτσι κι αλλοιώς στην Αθήνα και στον Πειραιά κυριαρχούσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Το μόνο που κατείχαν οι Άγγλοι και η Κυβέρνηση, ήταν το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Δεύτερον γιατί το ΕΑΜ δεν είχε ούτε πολιτική, ούτε σχέδιο, ούτε καν πρόθεση για κατάληψη της Εξουσίας. Και Τρίτον αν είχε και ήθελε να χτυπήσει τα ανεπαρκή για την περίσταση Αγγλικά στρατεύματα, τότε γιατί δεν επέτρεψε στον τακτικό στρατό του μόνιμου ΕΛΑΣ να μπει στην Αθήνα και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέσα σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, παρά άφησε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας «με τα παιδάκια και τα λιανοντούφεκα», όπως είπε ο Σαράφης, να γίνουν εύκολη λεία με χιλιάδες θύματα μπροστά σ’ ένα σύγχρονο στρατό με αεροπλάνα και τανκς, που εν τούτοις άντεξαν σ’ αυτή την άνιση μάχη επί 33 ολόκληρα μερόνυχτα;
Όποιος έζησε τα γεγονότα απ’ την αρχή ως το τέλος όπως εγώ, μπορεί να αποδείξει με στοιχεία ατράνταχτα την αλήθεια των όσων λέω. Κι αν ξέφυγα από τον θάνατο, αυτό οφείλεται μόνο στην τύχη. Αλλά αν δεν με θανάτωσαν, μου κάνανε τόσο κακό στο σώμα και στην ψυχή, που είναι σαν να με σκότωσαν. Την ίδια τύχη με μένα είχαν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες στα βουνά, στις συνοικίες, στις φυλακές, στις εξορίες, στα ξερονήσια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Το σχέδιο του Τσώρτσιλ εφαρμόστηκε κατά γράμμα από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν διέταξε τους στρατηγούς και τους στρατιώτες της Αυτού Μεγαλειότητος «Φερθείτε σαν να βρίσκεστε σε εχθρική χώρα». Και ποιος ήταν ο εχθρός; Εμείς οι Έλληνες μέλη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ είτε απλά συμπαθούντες, που τότε ξεπερνούσαμε τα 2 εκατομμύρια ψυχές και μόλις βγήκαμε από τον σκληρό αγώνα που κάναμε κατά των Γερμανών κατακτητών και των συνεργατών τους.
Και φτάνω στον Δημοκρατικό Στρατό και τις μάχες στα βουνά με αντίπαλο τον Εθνικό Στρατό. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες και ιδεολογικοπολιτικές αναλύσεις, θα προσπαθήσω να δω την ψυχολογία του ενός και του άλλου. Από απόψεως ηλικίας στην μεγάλη τους πλειοψηφία ήσαν όλοι έφηβοι-παιδιά. Πάντως το γεγονός είναι ένα: Ότι οι πρώτοι εξαναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά μπροστά στο όργιο των διώξεων (ειδικά στην ύπαιθρο), που είχαν αναλάβει 150 περίπου συμμορίες συνεργατών, ταγματαλητών και ληστών του κοινού ποινικού δικαίου με την άμεση καθοδήγηση των Άγγλων. Μπαίνανε στα χωριά, καίγανε τα σπίτια, σφάζανε τους άντρες, βιάζανε τις γυναίκες κι αυτό καθημερινά από το 1945 ως το 1946, ώσπου όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν, παίρνανε τα βουνά. Όταν έγιναν πολλοί και οργανώθηκαν, δημιούργησαν τέλος τον Δημοκρατικό Στρατό. Τότε οι Εγγλέζοι πάντοτε με μια χούφτα Έλληνες πολιτικούς, άρχισαν να επιστρατεύουν χωρίς να ρωτούν τι πιστεύει ο ένας και τι σκέφτεται ο άλλος. Όμως όταν μπεις σε Λόχους, Τάγματα και Συντάγματα με την κατάλληλη εκπαίδευση μεταβάλλεσαι σε Νούμερο. Και τελικά κάνεις ό,τι σου πουν. Και τους είπαν: Τώρα θα πάτε στα βουνά να σκοτώσετε τα αδέλφια σας. Φυσικά δεν χρησιμοποίησαν ακριβώς τη λέξη «αδέλφια» αλλά άλλες περισσότερο εύηχες και αποτελεσματικές: Προδότες, κατσαπλιάδες, Βούλγαρους, όργανα των ξένων και εχθροί της Πατρίδας. Όσοι ζήσανε στα Τάγματα Μακρονήσου, ξέρουν ακριβώς τις μεθόδους με τις οποίες ένας «Βούλγαρος» μεταβάλλεται σε Έλληνα έτοιμο να κατασπαράξει τους προδότες.
Τελικά τι ήσαν όλοι αυτοί παρά θύματα; Θύματα του φόβου οι μεν, θύματα της πλύσης εγκεφάλου οι δε. Όμως δεν έπαψαν και οι μεν και οι δε να είναι στο βάθος αθώα παιδιά, Έλληνες αναγκασμένοι να σκοτώνουν Έλληνες. Αδελφός τον Αδελφό!
Με άλλα λόγια κάτω από την επιφάνεια των ιδεολογικών και των πολιτικών σκοπιμοτήτων υπήρχε η μάζα των αθώων παιδιών, τυλιγμένων στα γρανάζια του χειρότερου πολέμου, του Εμφυλίου, αναγκασμένων να σκοτώσουν για να μην σκοτωθούν, μιας και στην πραγματικότητα δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους. Ούτε ταξικό μίσος ούτε καν μίσος, μιας και οι πιο πολλοί ζούσαν στα ίδια περίπου χωριά, στην ίδια μίζερη ζωή και όλοι κι απ’ τις δυο πλευρές ονειρεύονταν μια καλλίτερη ζωή με ειρήνη, ομόνοια, κοινωνική δικαιοσύνη και προκοπή για τον ίδιο λαό, τον ελληνικό.
Εμένα, στο Πρώτο Τάγμα Μακρονήσου, ένας θηριώδης στραγγαλιστής μου ξερίζωσε το πόδι, γιατί του είπαν πως είμαι «Βούλγαρος». Με πήγαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο κι όταν γύρισα, κυκλοφορούσα με πατερίτσες. Κάποιο απόγευμα καθυστέρησα να γυρίσω στη σκηνή μου όταν σάλπισε το σιωπητήριο και με πιάσανε για να με χτυπήσουν. Επί κεφαλής ήταν ο στραγγαλιστής μου, που πρόλαβαν να τον κάνουν «Έλληνα». Μου λέει: «Θα μείνεις κουτσός;» Εγώ φοβήθηκα και με θάρρος του είπα «Φυσικά όχι», μήπως και θυμώσει. Τότε αυτός γυρίζει στους άλλους και τους διατάζει να μας αφήσουν μόνους. Με ρωτά «Θέλεις να σε κεράσω ένα γιαούρτι;» Μπήκαμε στη μεγάλη σκηνή των βασανιστών και καθήσαμε σε μια γωνία. Με κοίταζε καλά-καλά και δεν μιλούσε. Τέλος φτάσανε τα γιαούρτια. Πριν προλάβω όμως να φάω μια κουταλιά, τον είδα ξαφνικά να αναστενάζει, να λέει «Δεν μπορώ άλλο» και να κλαίει. Πήγα και τον αγκάλιασα λέγοντάς του «Μην κάνεις έτσι. Κάποτε θα περάσει…». Σας διηγήθηκα μια ακραία περίπτωση που την έζησα για να δείξω ότι αυτή η πλύση εγκεφάλου που δεν κατασκευάζει μόνο φανατικούς στρατιώτες αλλά και θηριώδεις βασανιστές, δεν ήταν ικανή να καταστρέψει τον άνθρωπο που έκλεινε ο καθείς μέσα του.
Γι’ αυτό κι εγώ στα 1962, στο τέλος του «Νεκρού Αδελφού», βγάζω όλους τους σκοτωμένους-ζωντανούς εχθρούς πιασμένους χέρι-χέρι να τραγουδούν «Ενωθείτε βράχια-βράχια, Ενωθείτε χέρια-χέρια», μιας και πιστεύω ακράδαντα ότι οι Έλληνες παραμείναμε στην συντριπτική μας πλειοψηφία ενωμένοι. Πάντοτε. Από τα 1940 έως σήμερα. Και όλα τα σύνορα που βάζουν κατά καιρούς ανάμεσά μας είναι φτειαχτά. Είναι πονηρά, δηλητηριώδη και κακόβουλα και εξυπηρετούν ξένους σκοπούς, ξένα συμφέροντα εχθρικά, εναντίον όλων των Ελλήνων, όλου του Λαού και της Πατρίδας.
Απολογισμός - Αυτοκριτική
Διαβάστε ακόμη: Η Μελίνα Μερκούρη, ο Κώστας Γαβράς, ο Ζιλ Ντασέν, ο Σίντνεϊ Λιούμετ για τον Μίκη Θεοδωράκη