Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Νοέμβριος 2012. Ο Φράνκο που έχει φτάσει για να παρουσιάσει το «Μετά τη Λουτσία», δίνει από το πρωί συνεντεύξεις. Είναι το νέο ταλέντο από το Μεξικό, η ταινία είχε βραβευτεί πριν λίγους μήνες στο «Un Certain Regard» των Καννών, η χώρα του την είχε στηρίξει υποβάλλοντάς την με καμάρι για την ξενόγλωσση κατηγορία των Οσκαρ. Ολοι θέλουν να του μιλήσουν.
Το κανονικό μας ραντεβού αναβάλλεται. Το ρυθμίζουμε ξανά για απόγευμα. Καθυστερεί και πάλι με την πληθώρα των ανθρώπων που του μιλάνε στην Αποθήκη Γ'. «Γιατί ένα τέτοιο θέμα», «γιατί κανείς δεν μίλησε από τα παιδιά», «γιατί ένα τέτοιο τέλος;» Εκείνος εξηγεί ήρεμα, ακούει προσεχτικά - τίποτα από το γλυκό παρουσιαστικό του δεν προδίδει την ταινία που γύρισε. Την ταινία που «είχε την ανάγκη να γυρίσει».
Η ιστορία του πατέρα και της έφηβης κόρης του που, μετά το θάνατο της μαμάς, μετακομίζουν για να αρχίσουν μία νέα ζωή, δεν είναι δράμα. Είναι θρίλερ. Ενα νατουραλιστικό, ανθρώπινο, σπαραχτικό θρίλερ για το πώς στήνονται οι τραγωδίες μέσα από τα λάθη, τα μυστικά και ψέματά μας. Ενα κορίτσι δεν εξομολογείται τι της συνέβη στο σχολείο, για να μην πικράνει κι άλλο τον γονιό που θρηνεί. Μόνο που όταν σκεπάζεις το νερό που βράζει, επιταχύνεις το ξέσπασμα.
«Ο τρόπος που ένας άνθρωπος πενθεί είναι για μένα κάτι που με αγγίζει προσωπικά. Αυτό με ενδιέφερε να εξετάσω - όχι τη βία. Η βία είναι κάτι που με τρομάζει και με απασχολεί. Κάτι που προσπαθώ να καταλάβω: γιατί πολλαπλασιάζεται καθημερινά γύρω μας; Γιατί έχουμε αποδεχτεί να ζούμε μαζί της;»
Οταν τελικά έρχεται η δική μας στιγμή, όταν ο Φράνκο βγαίνει στην προβλήτα και βλέπει που έχουμε στήσει την κάμερα του Flix, η σύμπτωση είναι σχεδόν μαγική. Ο ουρανός έχει πάρει φωτιά και αντικατοπτρίζεται στη θάλασσα - κρυφή δύναμη, μυστική πρωταγωνίστρια της ταινίας του.
Χαμογελάει συνωμοτικά. «Ετοιμος, πάμε».
Πατήστε το play...