Ενας σκηνοθέτης στο έργο του οποίου το στυλ είναι συχνά η ίδια η ουσία, ο Μάριο Μπάβα σκηνοθέτησε δεκάδες φιλμ κάθε είδους, από γουέστερν έως ταινίες εποχής, κι από μυθολογικά έπη (τα περίφημα ιταλικά πέπλουμ) μέχρι κόμικ διασκευές (το υπέροχο «Danger: Diabolik» του 1968), για να καταλήξει να καθιερωθεί ως αδιαμφισβήτητος εμπνευστής των στυλιζαρισμένων ερωτικών θρίλερ giallo και πατέρας του ιταλικού τρόμου.
Κι αν στην εποχή του οι δημιουργίες του θεωρούνταν περισσότερο ευρηματικά b-movies παρά έργα ενός auteur, η ικανότητα του Μπάβα να μετουσιώνει ακόμα και τις πιο απλές και στοιχειώδεις ιστορίες σε απόκοσμους εφιάλτες και σαγηνευτικές ποπ φαντασιώσεις, χάρη στην απαράμιλλη αισθητική του (διόλου τυχαία η αρχική του ιδιότητα ήταν εκείνη του διευθυντή φωτογραφίας, ενώ είχε επίσης εκπαιδευτεί ως ζωγράφος), την εξωπραγματική ατμόσφαιρα και τα απλά αλλά εμπνευσμένα ειδικά εφέ και σκηνικά – κι όλα αυτά συνήθως με εξαιρετικά περιορισμένο μπάτζετ, του χάρισε τη θέση που του αξίζει στην κινηματογραφική ιστορία, ενώ ταυτόχρονα τον κατέστησε πηγή έμπνευσης για δεκάδες σύγχρονους σκηνοθέτες, από τον Ντάριο Αρτζέντο, τον Τιμ Μπάρτον και τον Μάρτιν Σκορσέζε μέχρι τον Κουέντιν Ταραντίνο, τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και τον Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν.
Ο τελευταίος ήταν που είχε και την πρωτοβουλία για την αποκατάσταση της μοναδικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας που σκηνοθέτησε ο Μπάβα στην πληθωρική καριέρα του, του «Πλανήτη των Βρικολάκων» («Terrore nello spazio», 1965). Η εκθαμβωτικά αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια του φιλμ έκανε την πρεμιέρα της στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα Cannes Classics, με τον Ρεφν να παρουσιάζει το φιλμ στο κοινό υπογραμμίζοντας παράλληλα την επιρροή του σε μια άλλη, πολύ πιο διάσημη ταινία που έφερνε τον τρόμο στο διάστημα: το «Alien» του 1979.
«Ο “Πλανήτης των Βρικολάκων” είναι η ταινία από την οποία ο Ρίντλεϊ Σκοτ και ο Νταν Ο’Μπάνον έκλεψαν για να κάνουν το “Alien”. Βρήκαμε τα στοιχεία, έχουμε τις αποδείξεις απόψε. Αυτή είναι η πηγή!» δήλωνε με ενθουσιασμό ο Ρεφν τη βραδιά της πρεμιέρας της αποκατεστημένη κόπιας στις Κάννες. «Οταν δεις τις δύο ταινίες, δεν πρόκειται απλά για ομοιότητες. Εχει ξεσηκώσει δομή, σκηνές, χαρακτήρες, διλήμματα, θέματα που είναι πολύ εμφανή. Και το εννοώ αυτό με τον μεγαλύτερο σεβασμό. Νομίζω ότι είναι υπέροχο: όλοι κλέβουν από όλους. Και με το “Alien”, που είναι άλλο ένα αριστούργημα, καθόρισε τις ταινίες του είδους με εξαιρετικά υψηλές καλλιτεχνικές προδιαγραφές».
Ο Μάριο Μπάβα χρησιμοποίησε το φως, τις σκιές, τα χρώματα, τον ήχο (ή την απουσία του), τις κινήσεις και τις υφές για να οδηγήσει τους θεατές σε ανεξερεύνητες περιοχές, σε ένα είδος συλλογικού ονείρου". - Μάρτιν Σκορσέζε
Τόσο ο Ρίντλεϊ Σκοτ όσο και ο σεναριογράφος του «Alien», Νταν Ο’Μπάνον, έχουν ερωτηθεί στο παρελθόν για τις ομοιότητες αυτές: ο πρώτος αρνήθηκε ότι είχε δει τον «Πλανήτη των Βρικολάκων» πριν γυρίσει τη δική του ταινία, ενώ ο δεύτερος ομολόγησε ότι είχε δει κάποια αποσπάσματα, αλλά ότι οι ομοιότητες ήταν συμπτωματικές. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ ποια είναι ακριβώς η αλήθεια και εν τέλει δεν έχει και μεγάλη σημασία, καθώς κάτι τέτοιο δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία καμίας από τις δύο ταινίες, οι οποίες δημιουργήθηκαν σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και εποχή, και με πολύ διαφορετικό προϋπολογισμό. Αν και, ομολογουμένως, μερικές σκηνές (όπως εκείνη με το απολίθωμα του περίφημου Space Jockey από το «Alien») έχουν υπερβολικές ομοιότητες για να θεωρηθούν συμπτωματικές.
Ομως εκείνο που κάνει την ταινία του Μπάβα να ξεχωρίζει είναι ότι επ’ ουδενί δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει μια ρεαλιστική επιστημονική φαντασία, μια επιλογή που αποτελεί εξίσου άποψη όσο και αντικατοπτρισμό των λίγων μέσων που διέθετε. «Είναι στ’ αλήθεια μια σπουδαία ταινία. Είναι μελοδραματική, είναι οπερατική, είναι εξεζητημένη, έχει υπέροχη μουσική, δερμάτινα κοστούμια, διαστημόπλοια, έχει πραγματικά παλαβούς διαλόγους στα ιταλικά που δεν βγάζουν νόημα» αναφέρει ο Ρεφν.
Ο Μπάβα πήρε μια μάλλον αρχετυπική ιστορία επιστημονικής φαντασίας (βασισμένη αμυδρά στο διήγημα του συμπατριώτη του, Ρενάτο Πεστρινέριο, με τίτλο «A Night of 21 Hours»), με μια διαστημική αποστολή η οποία ανταποκρίνεται σε ένα μυστηριώδες σήμα που την οδηγεί σε έναν αφιλόξενο, φαινομενικά έρημο πλανήτη, όπου τα μέλη της καταλαμβάνονται από μυστηριώδεις δυνάμεις και μια ανεξέλεγκτη δολοφονική μανία που τους κάνει να επιτίθενται ο ένας στον άλλο – μια κατάσταση που οδήγησε στο θάνατο ολόκληρο το πλήρωμα ενός δεύτερου διαστημοπλοίου.
Και στη συνέχεια, την μπόλιασε με ισχυρές δόσεις φρίκης, παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα και μια ομιχλώδη γοτθική αισθητική που δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από αυτήν που στοίχειωνε τις πιο καθαρόαιμες ταινίες τρόμου του όπως «Η Μάσκα του Σατανά» (1960) και το «Kill, Baby... Kill!» (1966). Εχοντας στη διάθεσή του ένα τεράστιο στούντιο της Cinecittà, αλλά ελάχιστα χρήματα που θα του επέτρεπαν να κατασκευάσει το απαιτητικό σκηνικό ενός εξωγήινου πλανήτη και δύο ναυαγισμένων διαστημοπλοίων, ο δαιμόνιος Ιταλός σκηνοθέτης θα κατέφευγε σε μια σειρά από χειροποίητα τρικ και αυτοσχέδιες τεχνικές (αλλόκοτες γωνίες λήψεις, πολυμορφικά σκηνικά, χρωματιστοί φακοί και τζελ, καθρέφτες, διαφάνειες, μινιατούρες και μακέτες) για να χτίσει ένα σύμπαν αλλόκοσμο, όχι μόνο με την έννοια της συμβατικής επιστημονικής φαντασίας, αλλά με οποιαδήποτε έννοια! Και με έναν προϋπολογισμό αδιανόητα χαμηλό για μια παραγωγή τέτοιου είδους.
Οπλισμένος με ένα ταλέντο που του χάρισε τη φήμη ενός από τους πιο εφευρετικούς δημιουργούς της ιταλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας (και έκανε τα μέλη του συνεργείου του Βιτόριο Ντε Σίκα, ο οποίος έκανε γυρίσματα σε διπλανό στούντιο, να συρρέουν στο σετ για να δουν τι στο καλό έχει σκαρφιστεί πάλι ο παλαβός Μπάβα!), ο Μπάβα δημιουργούσε –σχεδόν άθελά του– ένα νέο, ατόφια κινηματογραφικό λεξιλόγιο, με τεκνικολόρ εικόνες πλημμυρισμένες σε πνιγηρές αποχρώσεις μπλε, κόκκινου και πράσινου, που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από τα κόμικ και τα εξώφυλλα των pulp μυθιστορημάτων φαντασίας της εποχής, ενώ ταυτόχρονα προανήγγειλαν τη φαντασμαγορική εικονογραφία της «Suspiria» (1977) του Ντάριο Αρτζέντο.
Αυτό το μοναδικό δείγμα επιστημονικής φαντασίας, τόσο για τα δεδομένα του δημιουργού του όσο και για ολόκληρο το είδος, επιβιώνει σήμερα ως ένα ακόμα δείγμα της ευφυΐας και της δημιουργικότητας ενός πραγματικού τεχνίτη της ψευδαίσθησης που λέγεται σινεμά. Ή με τα λόγια του Μάρτιν Σκορσέζε: «Ο Μπάβα χρησιμοποίησε το φως, τις σκιές, τα χρώματα, τον ήχο (ή την απουσία του), τις κινήσεις και τις υφές για να οδηγήσει τους θεατές σε ανεξερεύνητες περιοχές, σε ένα είδος συλλογικού ονείρου».
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ για την 4Κ αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια της ταινίας.