Συνέντευξη

«Αντρα χρώσταγα, άντρα πήρα.» Συνέντευξη με τον Δημήτρη Ινδαρέ για το «Λενάκι» του

στα 10

Η Ελένη και ο Τούρκος αγάς, μια οικογενειακή ιστορία του Δημήτρη Ινδαρέ, που γέννησε ένα βιβλίο και τώρα το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ «Λενάκι, Δυο Φωτιές και Δυο Κατάρες» που έρχεται στην Ταινιοθήκη.

«Αντρα χρώσταγα, άντρα πήρα.» Συνέντευξη με τον Δημήτρη Ινδαρέ για το «Λενάκι» του
photo by Aris Rammos

Εν αρχή ήταν ένα συγκλονιστικό δοκίμιο από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, «Λενάκι, δυό φωτιές και δυό κατάρες» (2021), που μας αποκάλυψε τις συγγραφικές και ερευνητικές δυνατότητες του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ. Και τι θέμα.

Το ντοκιμαντέρ «Λενάκι, Δυο Φωτιές και Δυο Κατάρες» του Δημήτρη Ινδαρέ, θα προβληθεί τα Σαββατοκύριακα 1 και 2, 8 και 9 και 15 και 16 Φεβρουαρίου, στις 17.00, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Βρείτε εδώ το πρόγραμμα προβολών και συζητήσεων.

Ο Ινδαρές ανακαλύπτει τυχαία ντοκουμέντα μιας πολύ παλιάς, ηρωικής, μυστηριώδους, τραυματικής οικογενειακής ιστορίας, που αγνοούσε πλήρως. Ενας προ-προ-προπάπους του (ελπίζω να μετράω καλά τις γενιές των Ινδαρέων), οπλαρχηγός του Μοριά από το Λειβάρτζι Αχαΐας, με το ίδιο ακριβώς όνομα, Δημητράκης Ινδαρές, που πήρε μέρος στον εθνικό ξεσηκωμό. Μια, επίσης, συγγένισσά του, η πανέμορφη αρχοντοπούλα Ελένη, που ερωτεύτηκε λίγο πριν το 1821 τον Ελμάζ, Τουρκαλβανό αγά της γειτονικής Μουστενίτσας (ορεινή Ηλεία), κλέφτηκε μαζί του, σύρθηκε από τον έξαλλο πατέρα της στα δικαστήρια, δικαιώθηκε υπερασπιζόμενη το δικαίωμά της στον έρωτα και στον γάμο της και είδε την ίδια τη μητέρα της να την καταριέται.

Και υπάρχει και συνέχεια. Ο Δημητράκης Ινδαρές εκδικείται καίγοντας και λεηλατώντας τον πύργο του Ελμάζ (Λιμάζη, Λιμάζαγα, μα πόσα πιά ονόματα είχε αυτός ο ισχυρός αγάς;) λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η επανάσταση του 1821. Η Ελένη και τα παιδιά της με τον Λιμάζη εξαφανίζονται (για περισσότερα διαβάστε το συναρπαστικό βιβλίο του Ινδαρέ, έχει βρει τα ίχνη τους στην Πάτρα!). Ενα δημοτικό τραγούδι γεννιέται και περνάει στην ιστορία τον έρωτά τους. Ο οικογενειακός πύργος των Ινδαρέων στο Λειβάρτζι καίγεται το 1895, ο πρόγονος του σκηνοθέτη Λάμπρος Ινδαρές κερδίζει από την ντόπια εκκλησιαστική αρχή ένα είδος αφορισμού (Επιτίμιον) για τους εμπρηστές και η οικογένεια Ινδαρέ δεν ξαναπατάει πια το πόδι της στο όμορφο Λειβάρτζι.

Λενάκι tidf26

Προσοχή, όλα αυτά δεν είναι παραμύθια, είναι απολύτως, εξαντλητικά τεκμηριωμένη Ιστορία από τον σκηνοθέτη στο σοφό δοκίμιό του. Που είχε μεγάλη επιτυχία και... συνέχεια επί της οθόνης. Απολύτως λογική εξέλιξη. Ο Δημήτρης Ινδαρές φέρνει πέρυσι το ντοκιμαντέρ «Λενάκι, Δυό Φωτιές και Δυό Κατάρες» στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (από τις πιο σημαντικές στιγμές της διοργάνωσης) και σκορπάει συγκίνηση. Ερωτες Χριστιανής με μουσουλμάνο. Επανάσταση του '21. Γονικές και εκκλησιαστικές κατάρες. Εμπρησμοί πύργων… Κι ένα τραγούδι δημοτικό, που μιλάει ξεκάθαρα για έναν έρωτα.

«Λιμάζης με τον ταμπουρά , Ελένη με τη ρόκα, εσυναπαντηθήκανε στου μαγαζιού την πόρτα. Σκύβει ο Λιμάζης τη φιλεί σ’τα μάτια και σ’ τα χείλη και σ’το δεξί το μάγουλο που είχε το κοκκινάδι. –Μη με φιλείς, Λιμάζαγα, μη με σφιχταγκαλιάζης, τι το μαθαίνει η μάνα μου, το λέει τ’ αφεντός μου και σου χαλάει τα χωργιά, σου καίει και τους πύργους. –Λιμάζαγας να είν’ καλά και πύργους φτιάνει κι άλλους».

Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται, επιτέλους, επισήμως και στην Αθήνα. Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Πρεμιέρα τη Δευτέρα (27/1) στις 8μμ, παρουσία των συντελεστών (με προσκλήσεις). Ακολουθούν, όμως, τρία Σαββατοκύριακα (1-2, 8-9,15-16 Φεβρουαρίου), με προβολές στις 5μμ και κάθε φορά μια ομιλία-συζήτηση με γενικό καπέλο την «θεραπευτική λειτουργία της παράδοσης». Κατά σειρά θα πάρουν μέρος οι Σταύρος Ζουμπουλάκης, Μάνος Αχαλινωτόπουλος, Αγνή Στρουμπούλη, Παντελής Μπουκάλας, Λάμπρος Μπαλτσιώτης και Μαρία Κολιόνικα. Βρείτε εδώ το πρόγραμμα προβολών και συζητήσεων και διαβάστε εδώ την κριτική του Flix για την ταινία.

Επρεπε να μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ έχοντας πολύ αγαπήσει και το βιβλίο και την ταινία του.


Λενάκι

Οταν ξεκίνησες γυρίσματα το βιβλίο ήταν έτοιμο;

Το βιβλίο γράφτηκε σε τέσσερις φάσεις. Οταν ξεκινήσαμε γυρίσματα είχα ολοκληρώσει την πρώτη φάση, που ήταν οτιδήποτε μπορούσα να βρω σχετικά με το τραγούδι στις πηγές και στα αρχεία. Τότε ήταν που αποφάσισα να πάω να δω από κοντά τον τόπο και τους ανθρώπους. Με κάμερα, φυσικά. Ετσι ξεκίνησε η κινηματογραφική έρευνα και άρχισε να δουλεύει το ένα για το άλλο. Το βιβλίο, δηλαδή, βοηθήθηκε πολύ από την πρώτη επαφή που είχα με τους ανθρώπους, γιατι η κινηματογραφική έρευνα δεν είχε να κάνει με πηγές και αρχεία, αλλά με τις μνήμες των ανθρώπων.

Ευτυχώς, θα 'λεγα. Γιατι απέφυγες ένα κλασικό ντοκιμαντέρ με ιστορικό θέμα, ενώ συγχρόνως ξέφυγες και από το προσωπικό-οικογενειακό σου τραύμα και άνοιξες την ιστορία σε όλους μας.

Ναι, μπήκα στην κινηματογραφική περιπέτεια με μια άλλη ελαφράδα, μια άλλη οπτική, πιο απελευθερωμένη. Το βιβλίο, που το οφείλω στον Παντελή Μπουκάλα, αυτός με έπεισε να το γράψω, μου επέτρεψε ακριβώς να απελευθερωθώ από τη διάσταση του προσωπικού τραύματος ή του οικογενειακού χρέους.

Ενοιωθα κι έναν φόβο, μια αγωνία, που τις επέτεινε και η ύπαρξη αυτού του χαρτιού, με το οποίο ξεκινά βιβλίο και ταινία. Του Επιτιμίου, μιας εκκλησιαστικής τιμωρίας σε βάρος αυτών που μας έκαψαν το 1895 το σπίτι του οπλαρχηγού Ινδαρέ. Ολο αυτό, ναι μεν τον μυθοπλάστη τον ξεσηκώνει, αλλά όταν τυχαίνει να είναι το δικό του οικογενειακό παρελθόν, νιώθει ευθύνη. Βγαίνουν σκιές και φόβοι.»

Εσύ άργησες πάρα πολύ να ανακαλύψεις τον συγγενή σου, οπλαρχηγό Δημητράκη Ινδαρέ, το ειδύλλιο της Ελένης και του Λιμάζαγα, το δημοτικό τραγούδι... Πώς ένιωσες, λοιπόν, όταν πήγες στα μέρη της ιστορίας; Τι περίμενες;

Αν και το Λειβάρτζι ήταν το χωριό μας, δεν είχα πάει ποτέ. Αχνά κάτι είχα ακούσει γι’ αυτό, αλλά δεν είχα καμιά εικόνα, δεν υπήρχε κανένας σύνδεσμος. Αρα, υπήρχε ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσω. Κάτι θα σήμαινε σίγουρα αυτή η απόσταση, κάποια ιστορία με βαρύ φορτίο θα είχε οδηγήσει την οικογένειά μου (και πριν από τους γονείς μου) στην αποσύνδεσή της από το χωριό, μολονότι υπήρχε κι ένας πρόγονος οπλαρχηγός, που σε άλλο σπίτι θα ήταν τιμή και καμάρι, με τη φωτογραφία του κρεμασμένη. Ενοιωθα, λοιπόν, κι έναν φόβο, μια αγωνία, που τις επέτεινε και η ύπαρξη αυτού του χαρτιού, με το οποίο ξεκινά βιβλίο και ταινία. Του Επιτιμίου, μιας εκκλησιαστικής τιμωρίας σε βάρος αυτών που μας έκαψαν το 1895 το σπίτι του οπλαρχηγού Ινδαρέ. Ολο αυτό, ναι μεν τον μυθοπλάστη τον ξεσηκώνει, αλλά όταν τυχαίνει να είναι το δικό του οικογενειακό παρελθόν, νοιώθει ευθύνη. Βγαίνουν σκιές και φόβοι.

Λενάκι

Βρήκες κάτι σαν εχθρότητα, προκατάληψη για τους Ινδαρέους;

Οχι, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Μόνο μια δυσκολία υπήρξε. Οταν κυκλοφόρησε ότι ζήτησα από τον Δεσπότη να γίνει άρση του Επιτιμίου, δημιουργήθηκε μια μικρή αμηχανία, σαν να ήταν το καπρίτσιο ενός ανθρώπου που ήρθε ουρανοκατέβατος στο Λειβάρτζι. Η ταινία, πάντως, τελειώνει με την άρση του Επιτιμίου. Για να φτάσουμε, όμως, στο να διαβάσει την ευχή ο δεσπότης στην εκκλησία, περάσαμε από 40 κύματα. Κάποιοι προτιμούσαν να διαιωνιστεί μια κατάρα της εκκλησίας εις βάρος του χωριού. Από τη μια με ευχαριστούσαν που τους ξαναθύμησα τον οπλαρχηγό τους και άρχισαν να του φτιάχνουν το μνημείο, από την άλλη, επειδή είχε μεσολαβήσει και το επεισόδιο με την αστυνομία στη ταράτσα του σπιτιού μου, έλεγαν, διάφορα… Τρελλά πράγματα, ένα επεισόδιο για το ντοκιμαντέρ από μόνο του, αλλά δεν υπήρχε υλικό να το στηρίξω και επίσης θα ζορίζονταν πολλοί άνθρωποι με αυτή την ιστορία και ο Δεσπότης και πολλοί άλλοι.

Είναι εντυπωσιακή, πάντως, η συμμετοχή των ντόπιων στην ταινία, το χιούμορ, η εξυπνάδα, η ζωηράδα, οι αναμνήσεις τους. Είναι η καρδιά του ντοκιμαντέρ.

Οφείλω να πω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ ανοιχτοί και γενναιόδωροι απέναντι στην κάμερα, σε τέτοιο βαθμό που σκεφτόμουνα ότι σαν να περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να διηγηθούν αυτή την ιστορία. Το ενδιαφέρον στην ταινία δεν το δίνει ο σκηνοθέτης, νομίζω, με την κάμερά του. Οι ίδιοι οι άνθρωποι το δίνουν, σπαρταράει μπροστά σου το υλικό, τόσο άμεσο είναι. Αν πήγαινα να το πλησιάσω με φίλτρα ιδεολογικά, προκάτ, θα μου ξέφευγε. Οι άνθρωποι εκφράζονται με την αθωότητα της αμεσότητας και δίνουν και σε μένα την ευκαιρία να βρω τη δική μου, ας πούμε, αθωότητα. Εγινε, όμως, και πάρα πολλή δουλειά στο μοντάζ για να βγούνε όλα αυτά με ένα ρυθμό, να πάρουν τη διάσταση του διαλόγου, να λέει ο ένας και σαν να απαντάει ο άλλος.

Από τη μια με ευχαριστούσαν που τους ξαναθύμησα τον οπλαρχηγό τους και άρχισαν να του φτιάχνουν το μνημείο, από την άλλη, επειδή είχε μεσολαβήσει και το επεισόδιο με την αστυνομία στη ταράτσα του σπιτιού μου, έλεγαν, διάφορα… Τρελλά πράγματα, ένα επεισόδιο για το ντοκιμαντέρ από μόνο του, αλλά δεν υπήρχε υλικό να το στηρίξω και επίσης θα ζορίζονταν πολλοί άνθρωποι με αυτή την ιστορία και ο Δεσπότης και πολλοί άλλοι.»

Μιλάνε με τόση τρυφερότητα και κατανόηση για την Ελένη και τον αγά της. Νοιώθεις μια ανοιχτωσιά, ένα ευρύ πνεύμα που δεν θα το περίμενες από επαρχιακές, ορεινές κοινότητες, που τις θεωρούμε συντηρητικές.

Θα 'λεγα ότι είναι περισσότερο μια ανοιχτωσιά που εκφράζεται ασυνείδητα. Οταν τα ίδια θέματα μπουν στη διάσταση την πραγματική, φωτίζονται τελείως αλλιώς. Νομίζω, δηλαδή, ότι οι ίδιοι άνθρωποι θα μπορούσαν κάλλιστα να μιλήσουν εντελώς απαξιωτικά σήμερα για έναν Αλβανό, που πήρε μια Ελένη. Δεν τους άφησα να το κάνουν, αλλά θα μπορούσαν. Στην ταινία επηρεάζονται, όμως, και συντονίζονται μ’ ένα αίσθημα, το οποίο είναι μνήμη. Σήμερα αυτή τη μνήμη τη χάνουμε, παύει να λειτουργεί, αποκοβόμαστε από τα οργανικά στοιχεία, που συνιστούν μια κοινότητα, οι άνθρωποι δεν είναι πια άνθρωποι του μόχθου, είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τηλεόραση κάθε βράδυ. Χάνουν αυτό που κουβαλούσαν τόσα χρόνια, χάνουν την ανοιχτωσιά τους, που λες.

Μμμ, επιμένω, πάντως, ότι εγώ είδα και το βάρος της κοινωνικής εξέλιξης πάνω τους, της τηλεόρασης που βλέπουν κάθε βράδυ. Είδα ειδικά στις γυναίκες μια νέα ηθική, που χαίρεται με την εξέγερση μιάς νεαρής Χριστιανής, που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν ωραίο Τουρκαλβανό.

Νομίζω ότι παλαιότερα οι άνθρωποι επικοινωνούσαν ευκολότερα μ’ αυτά που τους ένωναν και τα ταυτοτικά ζητήματα δεν ήταν τόσο έντονα. Να σου πω μιά ιστορία. Κάναμε μια προβολή της ταινίας στο Κέντρο Απεξάρτησης των φυλακών Ελαιώνα Θηβών. Ενας κρατούμενος, νέο παιδί, μου είπε ότι είναι από εκείνη την περιοχή. «Εχω την εμπειρία και τη γνώση ότι οι ανθρωποι σ’ αυτά τα μέρη είναι ιδιαίτερα σκληροί, θα πρέπει να σας ευγνωμονούν διότι τους δώσατε την ευκαιρία να βγάλουν το καλό τους πρόσωπο», μου είπε. Αυτό το πράγμα με συγκλόνισε, με έκανε να σκεφτώ διάφορα... Ισως η καλή πλευρά μας, η πλευρά της συγκατάβασης, η σοφή ανθρώπινη ιδιότητα που μας την διδάσκει και η υγιής εκδοχή της θρησκείας, να μας τρομάζει τα τελευταία χρόνια. Να την απωθούμε, και να μένουμε στην τοξική πλευρά, του άσπρου και του μαύρου.

Λενάκι

Εχει πάντως σημασία ότι το δημοτικό τραγούδι του Λιμάζη δεν τραγουδιέται στο Λειβάρτζι, ενώ άλλού τραγουδιέται. Το καταδιασκέδασα αυτό.

Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού αποπνέουν μια γέφυρα ανάμεσα σε μας και τους ξένους, ανάμεσα σε αλλότριους κόσμους, γιατί τραγουδάει για μια Χριστιανή κι έναν μουσουλμάνο, για μια Χριστιανη κι έναν Τούρκο. Καταγράφεται, μάλιστα, συνεχώς από το 1840 μεχρι και το 1950 από όλους τους συλλογείς δημοτικών τραγουδιών, αλλά και σε όλες τις ηχογραφήσεις, διατηρώντας το όνομα του Τούρκου. Τραγουδιέται, δηλαδή, στον Μοριά ενώ έχουν προ πολλού διωχτεί οι Τούρκοι - η λαϊκή μούσα δεν αισθάνεται καμία ανάγκη να διορθώσει την ιστορία της Ελένης και του Ελμαζ. Εχεις δίκιο, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στο δικο μου χωριό, χωριό και της Ελένης, δεν τραγουδιέται το τραγούδι της - ένας παπούς, όμως, θυμάται τους στίχους. Αντιθετα, στη γειτονική Μουστενίτσα της ορεινής Ηλείας, έδρας του Λιμάζαγα, το τραγουδάνε. Ο δε μουσικός Γιώργος Δαλιάνης, που το παίζει στο πανηγύρι της ταινίας και λέει τους στιχους με τον Τούρκο, είναι από τη Χόζοβα, ανάμεσα σε Λειβάρτζι και Μουστενίτσα, είναι ένας άνθρωπος που θέλει να θυμάται, να θυμίζει και να αναδεικνύει την ιστορία της περιοχής – το έλεγε και πριν πάω εγώ εκεί, το έχει και ηχογραφήσει. Σε πανηγύρια της Ηλείας, οργανωμένα από δήμους κλπ τον λένε απλώς «γαμπρό», έχει, δηλαδή, επικρατήσει η παραλλαγή, που σβήνει τη μνήμη του Τουρκαλβανού αγά.
Αλλά όλοι ξέρουν την ιστορία της Ελένης και του Λιμάζαγα με τις λεπτομέρειές της και όλες οι γυναίκες ταυτίζονται, κρυφά ή φανερά, με την Ελένη και τη φράση της «άνδρα χρώσταγα, άνδρα πήρα», φράση που ξεστόμισε, σύμφωνα με την παράδοση, με αναίδεια, πλήρως απελευθερωμένη, στο δικαστήριο που έσυρε το ζευγάρι ο πατέρας της.

Δεν πιστεύεις ότι βιβλίο και ταινία έκαναν στην περιοχή την ιστορία της Ελένης και το δημοτικό τραγούδι λίγο πιο γνωστά;

Δεν ξέρω. Είναι γεγονός, πάντως, ότι σήμερα όλη η περιοχή επαναφέρει τη μνήμη του Ελμάζ. Το βιβλίο έχει διαβαστεί και αγαπηθεί, το τιράζ του είναι πάρα πολύ συμπαθητικό για δοκίμιο, το έχει διαβάσει κόσμος όχι μόνο σ’ αυτή την περιοχή. Και η ταινία ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο Λος Αντζελες – φαντάζομαι ότι θα πάει και σε άλλα φεστιβάλ της ομογένειας.

Ισως η καλή πλευρά μας, η πλευρά της συγκατάβασης, η σοφή ανθρώπινη ιδιότητα που μας την διδάσκει και η υγιής εκδοχή της θρησκείας, να μας τρομάζει τα τελευταία χρόνια. Να την απωθούμε, και να μένουμε στην τοξική πλευρά, του άσπρου και του μαύρου.»

Συγκινεί πολύ η ταινία, κι ας είναι μια ιστορία που προφανώς έχει συμβεί και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ομως εδώ έχουμε την τρομερή σύμπτωση των ονομάτων. Ελένη, όνομα μυθικο, και Ελμάζ, που θα πεί «διαμάντι», άλλο μυθικό όνομα αυτό. Η αρπαγή της ωραίας Ελένης (που δεν είναι, βέβαια, αρπαγή) από έναν ξένο. Εχουμε μια ιστορία πραγματικών προσώπων, που κουβαλάει το συμβολικό φορτίο του μύθου, είναι σαν να συναντιέται ο μύθος με την πραγματικότητα. Κι έχει γίνει και τραγούδι, έχει, δηλαδή, πολύ μεγάλη δύναμη η ιστορία από μόνη της.

Πώς φαντάζεσαι τον θεατή της ταινίας; Χρειάζεται να έχει διαβάσει και το βιβλίο σου;

Οχι, όχι. Πολλές φορές, πάντως, αναρωτιέμαι: αυτή η ταινία τι είναι, ποιον αφορά; Αλλά απαντάω ότι αν κάποιος έρθει και αφεθεί, στην αίθουσα ειδικά, είναι σίγουρο ότι την απολαμβάνει, σαν ένα ταξίδι που έχει μαγεία, ψήγματα μυστικισμού, ιστορία, παράδοση... Εχω ακούσει και από πολλούς θεατές, παιδιά της πόλης, που δεν έχουν μνήμες από χωριά, αν κι εγώ, παιδί της πόλης είμαι, ότι η ιστορία και η ταινία τους συγκλονίζει – τους ξυπνάει σχεδόν ψυχαναλυτικά κάποιες μνήμες, κάποια πράγματα, που αγνοούσαν ότι μπορεί να τους συγκινήσουν.

Λενάκι

Και υπάρχει κι ένα ακόμα προνόμιο της ταινίας. Η ομορφιά των τόπων, της ορεινής Πελοποννήσου, από τους ωραιότερους της Ελλάδας. Η υγρασία, οι μυρωδιές, το πράσινο, τα ανέγγιχτα βουνά λένε μια ακόμα ιστορία... Ενοιωσα να απογειώνομαι.

Εγώ απλώς οδήγησα το αυτοκίνητο πάνω σε έναν χάρτη-σχέδιο διαδρομών για να βρούμε χωριά και ανθρώπους. Υπήρχε, όμως, ένας άνθρωπος, ο Δημήτρης Κατσαΐτης, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο οποίος συντονιζόμενος απολύτως με την επιθυμία και την ανάγκη τη δική μου, αλλά με τη δική του αισθητική και διαθεσιμότητα απέναντι σ΄αυτά που έλεγε το ίδιο το τοπίο, τράβηξε αυτά που σου άρεσαν τόσο. Με άλλον φωτογράφο θα κάναμε άλλη ταινία.

Με τι ασχολείσαι τώρα, μια φίξιον, ίσως, ταινία;

Εχω μια ιδέα για μια ταινία μυθοπλασίας, προσπαθώντας να ξορκίσω κάποια πράγματα (γελάει), με έναν απρόβλεπτο τρόπο.

info Λενάκι, Δυο Φωτιές και Δυο Κατάρες Σενάριο - Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ινδαρές | Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης | Μοντάζ: Δημήτρης Ινδαρές - με τις πολύτιμες συμβουλές της Δέσποινας Κονταργύρη | Πρωτότυπη Μουσική: Νεφέλη Μπερή | Καλλιτεχνική επιμέλεια, animation: Λυδία Βενιέρη Ι Λενάκι, ψυχή του δάσους: Κιμώνα Βενιέρη-Βασιλάκη | Σχεδιασμός Ηχου & Μίξη: Κώστας Φυλακτίδης | Colorist: Μαρία Τζωρτζάτου | VFX Artist: Κώστας Δημητρόπουλος | Παραγωγοί: Δημήτρης Ινδαρές, Φωτεινή Οικονομοπουλου, Βασιλική Πατρούμπα | Παραγωγή: Δημήτρης Ινδαρές | Συμπαραγωγή: ΕΡΤ, ΟhMyDog Productions | Με την υποστήριξη: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου | Με την ευγενική υποστήριξη: ΙΔΡΥΜΑ Ι.Φ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ.

Συμμετέχουν: Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, Στέλιος Μουζάκης, ερευνητής πολιτισμών, Πέτρος Πιζάνιας, ιστορικός, ομ. καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ηλίας Τουτούνης, συγγραφέας-ερευνητής, Παναγιώτης Φράγκος, συγγραφέας, πρόεδρος Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας και Ελένη Ψυχογιού, λαογράφος, ερευνήτρια του ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών.
Συμμετέχουν επίσης κάτοικοι των κοινοτήτων Λειβαρτζίου (Αχαΐας), Μοστενίτσας (Ορεινής Ηλείας) και Τριποτάμων (Αχαΐας).
Εμφανίζονται οι μουσικοί: Γιάννης Παναγιωτόπουλος, Γωγώ Χρυσανθοπούλου, Πολύβιος Γκολφίνος με τη ζυγιά του, Γιώργος και Σταυρούλα Δαλιάνη με το συγκρότημά τους, Αννέτα Γεωργουλοπούλου, Βασίλης Ραβαζούλας, Νίκος Σοφός και Ζωγράφος Μπεθάνης.
Εμφανίζονται επίσης μάγισσες, νεράιδες και ξωτικά. Βοήθησαν γι' αυτό η Κιμώνα Βενιέρη-Βασιλάκη και η χορογράφος Τατιάνα Λοβέρδου. Και βέβαια η εικαστικός Λυδία Βενιέρη, με τις ζωγραφιές και τις παρεμβάσεις της.

Το ντοκιμαντέρ «Λενάκι, Δυο Φωτιές και Δυο Κατάρες» του Δημήτρη Ινδαρέ, θα προβληθεί τα Σαββατοκύριακα 1 και 2, 8 και 9 και 15 και 16 Φεβρουαρίου, στις 17.00, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Βρείτε εδώ το πρόγραμμα προβολών και συζητήσεων. Διαβάστε εδώ την κριτική του Flix για την ταινία.