Συνέντευξη

«Ο κόσμος έχει στενέψει, αλλά υπάρχουν στιγμές που μας ανοίγουν μικρές χαραμάδες»: Η Κατερίνα Πατρώνη μιλάει στο Flix

στα 10

Η δημιουργός του «Τέταρτου Χαρακτήρα» μιλάει για τους ήρωες που συναντάμε και μας συναντούν.

«Ο κόσμος έχει στενέψει, αλλά υπάρχουν στιγμές που μας ανοίγουν μικρές χαραμάδες»: Η Κατερίνα Πατρώνη μιλάει στο Flix

Στον «Τέταρτο Χαρακτήρα», η Κατερίνα Πατρώνη περιπλανιέται ανάμεσα σε τρεις αφοπλιστικές εξομολογήσεις ανθρώπων που κοιτούν πίσω προσπαθώντας να εντοπίσουν και να αποκωδικοποιήσουν το σημείο στο οποίο τους καθόρισε στην μετέπειτα - μέχρι και σήμερα και με το βλέμμα στο αύριο - περιπλάνησή τους μέσα στη ζωή. Η αποκαλυπτική χαρτογράφησή της περιλαμβάνει και την Αθήνα, σε μια διαδρομή στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων, εκεί όπου η θλίψη γίνεται σοφία, ο θρήνος συνείδηση και η αφήγηση ένας ανοιχτός δρόμος που οδηγεί ταυτόχρονα βαθιά μέσα και στο άγνωστο εκεί έξω.

Στο Flix η Κατερίνα Πατρώνη επιστρέφει κι αυτή στη δημιουργία της ταινίας της και μιλάει για τον τρόπο που συναντά και την συναντούν οι ήρωές της και τις λεπτές αποχρώσεις ενός εγχειρήματος που ξεπερνά την τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία για να γίνει τελικά μια εμπειρία.

Το κοινό της Αθήνας, θα έχει την ευκαιρία να δει τον «Τέταρτο Χαρακτήρα» στη μεγάλη οθόνη στις 9 & 10 Απριλίου στις 19:00 αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Μετά τις προβολές θα ακολουθήσει συζήτηση παρουσία της Κατερίνας Πατρώνη. Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε την επίσημη σελίδα του «Τέταρτου Χαρακτήρα» στο Facebook.

Ο Τέταρτος Χαρακτήρας 607

Πώς θα περιγράφατε η ίδια τον «Τέταρτο Χαρακτήρα»;

Μία ταινία εξομολογήσεων, ενδοσκόπησης και περιπλάνησης. Μία ταινία προσωπική.

Πώς προέκυψε η αρχική ιδέα του ντοκιμαντέρ, πώς διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και του μοντάζ;

Κάθε ταινία διανύει πολύ δρόμο από την πρώτη ιδέα μέχρι το τέλος του μοντάζ. Πολλές φορές είναι αναπάντεχος, γεμάτος εκπλήξεις και ανατροπές. Αυτό που μένει σταθερό είσαι εσύ, ως σημείο αναφοράς, και το συχνά ασαφές όραμά σου. Κάθε ταινία ξεκινάει μέσα σου, και στην πορεία συναντά την συγγραφή, την πραγματικότητα, τις/τους συνεργάτες, τα μηχανήματα με τα οποία δουλεύουμε. Κάθε συνάντηση μετακινεί πολλά επιμέρους στοιχεία και σε ωθεί να εμβαθύνεις, να απορρίψεις, να αφαιρέσεις ή να προσθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιδέα έχει πολλά σημεία εκκίνησης: προσωπικές μου μνήμες από την παιδική και εφηβική ηλικία, βιώματα που έχουν κάποια συγγένεια με αυτά των ηρωίδων/ηρώων μου, στάση προς τη ζωή και τον κόσμο, αισθητικές και ηθικές απόψεις, εικόνες κλπ. Από την πρώτη γραφή μέχρι το τέλος της ταινίας, όσο περνούσε ο καιρός, εστίασα περισσότερο σε λιγότερα. Μικρότερος αριθμός χαρακτήρων, ιστοριών, τόπων. Και στο μοντάζ, με τη δουλειά και την συνεισφορά της εξαιρετικής Ευγενίας Παπαγεωργίου, όλα βρήκαν τη θέση τους. Εστω και προσωρινά, επειδή τελικά η ταινία «τελειώνει» χωρίς στην ουσία να τελειώνει. Είναι το όριο που φτάνεις τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Τι είναι αυτό που τελικά κάνει ένα ντοκιμαντέρ να ξεκινάει; Μια εικόνα, μια λέξη, ένα βίωμα, ένας θυμός;

Ναι, και μία ανάμνηση, η οικειότητα με κάτι που βλέπεις ή ακούς, η επιθυμία να φτιάξεις έναν κόσμο, να κοιτάξεις κάτι, κάποια ή κάποιον μέσα από το φακό, να ταξιδέψεις, η περιέργεια, η συγκίνηση, η παιδική ηλικία, οι γονείς μας, οι γιαγιάδες μας, τα καλοκαίρια μας, τα βιβλία και οι ταινίες που αγαπήσαμε, οι έρωτές μας, το νόημα που δίνουμε ή ψάχνουμε. Με δυο λόγια αυτό που είμαστε πριν ακόμα σκεφτούμε να γυρίσουμε ταινίες, και αυτό που γινόμαστε κάθε μέρα. Και πολλά ακόμα που ξέρουμε και δεν ξέρουμε. Είναι η επιθυμία να κάνουμε τις/τους άλλους να ονειρευτούν, να αισθανθούν. Είναι όλα αυτά που μας κινητοποιούν για την περιπέτεια κάθε ταινίας, ανεξαρτήτως είδους. Τελικά, ποιός ξέρει ποια, ακριβώς, είναι η στιγμή που αρχίζει μία ταινία και από τι; Συνήθως υπάρχει σκόρπια για χρόνια μέσα μας, πριν κάποια κομμάτια της ενωθούν σε ένα ερώτημα, σε ένα όραμα.

τέταρτος χαρακτήρας

Πώς έρχεται αυτή η ταινία να συμπληρώσει το προηγούμενο σας έργο;

Είναι σαφώς πιο προσωπική, όχι μόνο ως προς τη ματιά αλλά και τη θεματολογία αλλά και ως προς τη μορφή. Με την ταινία αυτή απομακρύνομαι από τον κινηματογράφο παρατήρησης, από ταινίες που έκανα κυρίως μόνη μου, παρακολουθώντας με την κάμερα στο χέρι τις ήρωίδες ή τους ήρωές μου. Μετατοπίζομαι προς πιο παρεμβατικό και δομημένο γύρισμα όπου πολλές σκηνές επινοούνται, χωρίς να παραβιάζουν τους ανθρώπους που με εμπιστεύομαι, αλλά να τους ερμηνεύουν.

Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε σε ποια εποχή; Μετά (σε εισαγωγικά πάντα, αφού δεν πέρασε ποτέ) την κρίση; Προβλήθηκε online εν μέσω πανδημίας; Πώς ακουμπάει σαν ταινία πάνω στις διαφορετικές εποχές;

Δεν ασχολείται η ταινία με τις κρίσεις, αλλά, δυστυχώς, οι κρίσεις συμπίπτουν με τα γυρίσματα και την προβολή της ταινίας. Οπως συνέβη και με άλλες ταινίες, δεν είχε τη δυνατότητα να παιχτεί σε αίθουσα μέχρι τώρα, που θα προβληθεί στην Ταινιοθήκη στις 9 και 10 Απριλίου. Η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος για τις ταινίες και όχι οι οθόνες των υπολογιστών.

Η ταινία δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει το πορτρέτο τους, αλλά εστιάζει σε κάποια από τα βιώματά τους. Είναι τα βιώματα που συνθέτουν την δική μου συνάντηση μαζί τους. Οι τρεις χαρακτήρες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. "Γνωρίζονται" μέσω της ταινίας, στην οθόνη, και σχετίζονται με τον τρόπο που σχετίζεται μαζί τους κάθε θεατής. Δεν θα ήθελα να μιλήσω για εκείνους. Μιλάνε στην ταινία για τον εαυτό τους. Ας τους ακούσουμε.»

Ο Τέταρτος Χαρακτήρας

Η Αθήνα ήταν πάντα «πρωταγωνίστρια» στην ταινία; Σχεδόν την εξομολογείται όπως και τους άλλους ήρωες, απλά τα δικά της λόγια είναι οι ήχοι της.

Οι ήχοι είναι ένα σημαντικό μέρος της ταινίας. Μαζί με την ευρηματική Περσεφόνη Μήλιου προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ένα ηχητικό περιβάλλον που να μην είναι ρεαλιστικό. Τις περισσότερες φορές δεν ακούς αυτό που βλέπεις. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί ήχοι που συνεχώς παραπέμπουν σε κάτι πέρα από το προφανές. Ελπίζω αυτό να γίνεται αντιληπτό, έστω και ασυναίσθητα. Η Αθήνα ήταν από την αρχή στη σκέψη μου. Τελικά την τράβηξα με κάποια εμμονή, κάτι που παρατήρησα στο γύρισμα και κυρίως στο μοντάζ. Δεν το είχα σχεδιάσει. Προέκυψε. Είναι η προσωπική μου ματιά στην πόλη, αλλά όχι και η μοναδική. Χαίρομαι που θεωρείτε ότι η πόλη εξομολογείται μέσα από τους ήχους της. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά μου αρέσει αυτή η διατύπωση. Με κάνει να ξανασκεφτώ την ταινία με άλλο τρόπο.

Ποιες ώρες και εποχές επιλέξατε να γυρίσετε τις εικόνες της πόλης; Υπάρχει κάποια φιλοσοφία γύρω από τα μέρη που επιλέξατε να παρεμβάλλονται μέσα στις αφηγήσεις των ηρώων σας;

Τα γυρίσματα άρχισαν το Φθινόπωρο και τελείωσαν την Άνοιξη. Στην ουσία στην ταινία ήταν πάντα Χειμώνας. Στην πορεία αποφάσισα να εντείνω αυτήν την αίσθηση. Να μην είναι η ηλιόλουστη πόλη αλλά μάλλον μουντή και βροχερή. Να είναι η αντανάκλαση του κόσμου των αφηγήσεων και όχι η Αθήνα όπως τη ζούμε καθημερινά. Τα μέρη της πόλης, είτε σχετίζονται με τους χαρακτήρες, είτε με αυτά που λένε και κάποια από αυτά που βλέπουμε είναι επινοημένα. Δεν τα κάνουν οι χαρακτήρες της ταινίας στην πραγματική τους ζωή, αλλά δέχτηκαν να τα κάνουν αναγνωρίζοντας σε αυτά κάτι βαθύτερο για τον εαυτό τους. Είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη που έχτισε την ταινία. Oσο για τα άλλα πλάνα της πόλης που πλαισώνουν τις αφηγήσεις, όσο προχωρούσαν τα γυρίσματα και είμαστε τόσες ώρες στον δρόμο, ανάμεσα στα αυτοκίνητα και στην κίνηση, γινόταν όλο και πιο έντονη η εντύπωση της πόλης ως ιμάντα αποσκευών, που κυλάει φέροντας τις ζωές μας.

τέταρτος χαρακτήρας

Με ποια κριτήρια διαλέξατε αυτούς τους τρεις «ήρωες» για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους;

Μαζί με την παραγωγό και πολύτιμη συνεργάτιδα σε κάθε φάση της ταινίας Ελένη Χανδρινού, ψάξαμε σε διαφορετικά σημεία για να βρούμε τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να πάρουν μέρος στην ταινία. Ως επί το πλείστον, είχα στο νου μου τα θέματα στα οποία θα ήθελα να επικεντρωθούν οι αφηγήσεις, και ψάχναμε τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν τα σχετικά βιώματα. Το πιο δύσκολο και σημαντικό ήταν όχι μόνο να βρεθούν, αλλά να έχουν τη δυνατότητα να μπορούν να μιλήσουν με αφηγηματική και συναισθηματική επάρκεια. Να είναι ταυτοχρόνως συγκροτημένοι και ευάλωτοι, διάφανοι και σκοτεινοί. Για κάθε άνθρωπο που κινηματογραφώ, για μένα έχει σημασία να θέλω να την/τον μάθω, να την/τον ανακαλύψω. Εξίσου σημαντικό είναι να με συγκινεί, να θέλω να την/τον κοιτάζω μέσα από τον φακό. Να νιώθω την τρυφερότητα, που με φέρνει κοντά της/του, αλλά και την απόσταση που μου επιτρέπει να την/τον παρατηρώ.

Είναι «σύμβολα» που αντιπροσωπεύουν κατηγορίες ανθρώπων που βρίσκονται στη διπλανή μας πόρτα; Μιλήστε μας για τον καθένα ξεχωριστά.

Οχι, δεν είναι σύμβολα. Είναι η Τίνα, ο Παύλος και ο κύριος Παύλος. Δεν συμβολίζουν ούτε αντιπροσωπεύουν. Καταθέτουν κάτι σημαντικό, κάτι απο την ζωή τους, από τον εσωτερικό τους κόσμο. Οι διαφορετικές ιστορίες τους συνιστούν πρισματικές εκδοχές της μίας, ενιαίας, αέναης, υπαρξιακής, ανθρώπινης απορίας. Η ταινία δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει το πορτρέτο τους, αλλά εστιάζει σε κάποια από τα βιώματά τους. Είναι τα βιώματα που συνθέτουν την δική μου συνάντηση μαζί τους. Οι τρεις χαρακτήρες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. «Γνωρίζονται» μέσω της ταινίας, στην οθόνη, και σχετίζονται με τον τρόπο που σχετίζεται μαζί τους κάθε θεατής. Δεν θα ηθελα να μιλήσω για εκείνη/ους. Μιλάνε στην ταινία για τον εαυτό τους. Ας την/τους ακούσουμε.

Πόσο καιρό τους παρακολουθήσατε; Πώς δουλέψατε μαζί τους; Πώς τους πείσατε να σας εμπιστευθούν;

Δεν δέχθηκαν όλοι από την αρχή να πάρουν μέρος στην ταινία. Εκτός από την Τίνα, με τους άλλους δύο χαρακτήρες έπρεπε να επανέλθω και να επιμείνω. Ήταν πορεία γνωριμίας και εμπιστοσύνης και από τις δύο πλευρές. Τα γυρίσματα έγιναν μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Με κάθε μία/έναν συνδέθηκα με τρόπο διαφορετικό, όπως γίνεται έτσι κι αλλιώς στη ζωή, είχα άλλες συζητήσεις, φανέρωσα άλλες πλευρές του εαυτού μου. Τα πάντα, τελικά, κρίνονται από το ποια είσαι και το πώς στέκεται απέναντι στους ανθρώπους. Μην ξεχνάμε ότι δεν επιλέγω μόνο εγώ τους ανθρώπους που θέλω να κινηματογραφήσω. Με επιλέγουν και αυτές/οι.

ο τέταρτος χαρακτήρας

Ανθρωποι μοναχικοί. Ανθρωποι που θυμούνται. Ανθρωποι που μετανιώνουν. Ανθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από το παρελθόν, τον ίδιο τους τον εαυτό. Τι άλλο θα συμπληρώνατε;

Ανθρωποι σαν και εμένα, άνθρωποι σαν τις/τους θεατές της ταινίας οι οποίες/οι συνεχίζουν, εκτός της οθόνης, την αέναη περιπέτεια της ζωής, της μνήμης, της ενοχής, της ελπίδας, της αναζήτησης της έντασης, του νοήματος ή του Θεού, της ανάγκης να ακούσουν και να ακουστούν.

Ο έρωτας, ο θάνατος, ο Θεός. Να μια προφανής δεσμίδα θεμάτων που ενώνουν τους χαρακτήρες σας; Ποια άλλα θέματα πιστεύετε ότι έχουν κοινά; Ποια σας ενδιέφερε να αναπτύξετε μέσα από την κινηματογράφηση τους;

Τη σχέση του «απρόσωπου» αστικού χώρου με τους ανθρώπους που τον ζουν. Την εξαφάνιση των σημείων αναφοράς κάτω από την άσφαλτο και το τσιμέντο. Το συγκλονιστικό βίωμα της ξαφνικής απώλειας. Την εύθραυστη επιμονή της πίστης. Το αναπόφευκτο της ζωής που έχει παρέλθει. Ηθελα να χαμηλώσω το πολυάσχολο βλέμμα να κοιτάξει ένα σκοτωμένο και παρατημένο ζώο στην άσφαλτο. Να θέσω το ερώτημα εάν υπάρχει ιερός και ανίερος τόπος. Να δω την πόλη σαν οθόνη – καθρέφτη της ζωής μας. Να μιλήσω για τα διαφορετικά μονοπάτια προς την ελπίδα, προς μια κάποια λύτρωση. Να δείξω τις μικρές τελετουργίες που δημιουργούν μέσα στην πόλη το δικό τους «ιδιωτικό» τόπο με αόρατα τείχη, «μέσα» στον οποίο βυθίζονται στη σκέψη τους και το συναίσθημά τους, καθιστώντας την πόλη από χώρο χρηστικό, σε τόπο ενδοσκόπησης και στοχασμού.

Με ποιον από τους χαρακτήρες σας ταυτίζεστε πιο πολύ και γιατί;

Δεν ταυτίζομαι με καμία και κανέναν αλλά μοιράζομαι και με τις/τους τρεις κάποιες υφές από τα βιώματα τους.

Μοιάζει σαν να συναντάτε αυτούς τους ήρωες σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, έτοιμους να δουν καθαρά μέσα τους. Πώς και πότε νομίζετε ότι ένας άνθρωπος καταφέρνει να φτάσει σε αυτή τη συνειδητοποίηση;

Ισως προϋποθέτει ζωή αρκετή να έχει κυλήσει, ίσως ένα ακραίο γεγονός και άρα ακραίο βίωμα, ίσως μια μεγάλη απόφαση που πρέπει να παρθεί και επιβάλλει τη διαύγεια. Κάθε χαρακτήρας προσήλθε στην ταινία για διαφορετικούς λόγους, με γενναιοδωρία και την επιθυμία να αποκαλυφθεί. Oμως, κάθε ταινία είναι μία στάση, μία “στιγμή”, σε μία πορεία η οποία δεν είναι ούτε ευθύγραμμη, ούτε προφανής. Το γεγονός ότι ο κύριος Παύλος εξομολογείται τις ενοχές που βαραίνουν τη ζωή του δεν ήταν αναμενόμενο, τουλάχιστον όχι από εμένα. Τον επέλεξα από ένστικτο, όχι επειδή ήξερα τι θα πει. Ηταν και για εμένα έκπληξη. Είναι η εξομολογησή του στους ανθρώπους, στη ζωή; Με έψαχνε και εκείνος, χωρίς να το γνωρίζει, όπως τον έψαχνα και εγώ; Και έδρασε το γύρισμα ως καταλύτης σε αυτήν την συνειδητοποίηση ή μόνο στην αποκάλυψή της; Ή μήπως αυτά τα δύο δεν διαχωρίζονται; Μόνο ερωτήματα έχω.

Κινηματογραφώ τους ήρωες μου επειδή με συγκινούν και όχι για να τους κρίνω. Ούτε, θεωρώ, ότι η ταινία ζητά από τους ανθρώπους που θα έλθουν να τη δουν να κρίνουν την ηρωίδα μου και τους ήρωές μου. Μπορούν να το κάνουν, αλλά δεν τους το ζητάει η ταινία. Η ταινία τους ζητάει να αφεθούν και να ακούσουν. Και μετά να ακούσουν και τον εαυτό τους. Να φύγουν, αν είναι δυνατόν, από την αίθουσα πιο κοντά στον εαυτό τους.»

πατρώνη

Από τα γυρίσματα. Μπροστά ο Παύλος Τριποδάκης (ένας από τους τρεις χαρακτήρες). Πίσω, από αριστερά η Ελένη Χανδρινού (παραγωγός), Κατερίνα Πατρώνη (σκηνοθέτης), Δημήτρης Κορδελάς (Διευθυντής Φωτογραφίας), Παναγιώτης Στεργιανός (Βοηθός Σκηνοθέτη). Ακριβώς από πίσω ο Κώστας Μπαλιώτης (Διευθυντής Παραγωγής), και πίσω του, στο βάθος, ο Τάσος Γκίκας (Ηχολήπτης)

Αυτή είναι μια ταινία θλιμμένη, όχι απαισιόδοξη. Πένθιμη, με το βλέμμα στη ζωή. Πώς συνδυάζονται αυτές οι διαφορετικές διαθέσεις σε ένα ενιαίο κινηματογραφικό αποτέλεσμα;

Πολύ χαίρομαι που βλέπετε αυτές τις, φαινομενικά, αντίθετες ροπές στην ταινία. Αυτό σημαίνει ότι η ταινία, σε κάποιο βαθμό, πετυχαίνει να μιλήσει για τις αμφίρροπες δυνάμεις της ζωής και δεν απλοποιεί το θέμα της. Ως έννοιες, αυτές που αναφέρατε, μπορεί να είναι, ίσως, αντίθετες. Μήπως όμως συνιστούν απαραίτητες διαδρομές; Το λέω αυτό με την σκέψη, ότι, καταστάσεις όπως η θλίψη, η απώλεια, ο θάνατος ή η ενοχή μάς θέτουν μπροστά στον εαυτό μας, στο χρόνο, και στη δυνατότητα αναστοχασμού. Μας σκάβουν και μας δίνουν μορφή, τη δυνατότητα να ζήσουμε αλλιώς.

Ακούτε τα όσα λένε οι ήρωες σας χωρίς να τα φιλτράρετε. Ο,τι λέγεται είναι πράγματα που κρατήσατε στο μοντάζ επειδή τα υιοθετείτε, επειδή ολοκληρώνουν τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους, για να κριθούν από τον θεατή;

Κράτησα στο μοντάζ αυτά που συμπυκνώνουν τον κόσμο που μου εμπιστεύτηκαν αλλά και αυτόν που έψαχνα σε αυτή/αυτούς. Είναι η συνάντησή μας. Υπό αυτήν την έννοια, πάντα υπάρχει κάποιο φίλτρο, το οποίο, χωρίς να παραβιάζει τους χαρακτήρες, δίνει ρυθμό και έμφαση σε συνειρμούς. Είναι κάτι που, κατ΄αρχάς, κάνουμε όλες και όλοι όταν αφηγούμαστε. Επιλέγουμε, αξιολογούμε, δομούμε μία αφήγηση δίνοντας έμφαση σε ότι έχει σημασία για εμάς τη δεδομένη στιγμή, αλλά και σε ότι έχει κατασταλάξει μέσα μας με τον χρόνο. Αυτό είναι το πρώτο φίλτρο. Το δεύτερο φίλτρο έρχεται στο μοντάζ και έχει ανάλογους μηχανισμούς. Διαπλέκεται, φυσικά, και με τους λόγους που κάνουμε την ταινία. Ομως, και αυτό ισχύει για κάθε ταινία που κάνω, δεν κρίνω τους ανθρώπους που δέχονται να τους κινηματογραφήσω. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση· ότι είμαι σε κάτι ανώτερη ή καλύτερη. Το αντίθετο. Τους στηρίζω σε αυτό που θέλουν να πουν, εφόσον κατ΄αρχάς με αφορά και εμένα. Τους κινηματογραφώ επειδή με συγκινούν και όχι για να τους κρίνω. Ούτε, θεωρώ, ότι η ταινία ζητά από τους ανθρώπους που θα έλθουν να τη δουν να κρίνουν την ηρωίδα μου και τους ήρωές μου. Μπορούν να το κάνουν, αλλά δεν τους το ζητάει η ταινία. Η ταινία τους ζητάει να αφεθούν και να ακούσουν. Και μετά να ακούσουν και τον εαυτό τους. Να φύγουν, αν είναι δυνατόν, από την αίθουσα πιο κοντά στον εαυτό τους.

Οι ήρωες της ταινίας μιλούν προσωπικά, ίσως κοινωνικά, όχι πολιτικά με την έννοια ότι δεν καθρεφτίζουν την προσωπική τους ιστορία πάνω στο ελληνικό γίγνεσθαι; Ήταν επιθυμία σας να γίνεται αυτό; Θέλατε να είναι η ταινία πολιτική αλλά με έναν άλλο τρόπο από τον προφανή;

Με ενδιαφέρει ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας και των ηρώων μου και όχι το πώς επηρεάζεται από τις κοινωνικές ή άλλες συγκυρίες. Φυσικά υπάρχουν και ζουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, και κάποια από τα ζητήματα που θίγουν έχουν σχέση, με την ευρύτερη και ίσως ορθότερη σημασία της λέξης, με την πολιτική. Αλλά αυτό δεν γίνεται θέμα στην ταινία. Μπορεί όμως κάποια/ος να πάρει αφορμή από την ταινία για να συζητήσει πολύ σημαντικά ζητήματα. Η ταινία δίνει εναύσματα αλλά δεν τα συζητά. Το κέντρο της βρίσκεται αλλού. Ωθεί μάλλον σε αναστοχασμό παρά σε προφανείς συσχετισμούς.

Ας μιλήσουμε για τον «τέταρτο χαρακτήρα». Είναι ο «άλλος»; Είναι μια ζωή που βρίσκεται δίπλα σε αυτή που ζούμε και αποτελείται από τις εμμονές, τις τραγωδίες, τα λάθη, τις αγάπες μας;

Μπορεί να είναι και αυτό. Είναι μία πολύ καλή ερμηνεία, την οποία για πρώτη φορά ακούω και σας ευχαριστώ για αυτό. Δεν θα ήθελα όμως να επιβάλλω στην δική μου ανάγνωση στους θεατές. Δεν θέλω να ψάχνουν τι έχω εγώ στον νου μου όταν βλέπουν την ταινία, αλλά να την αφήνουν να τις/τους οδηγήσει εκεί που εκείνες/οι συναντούν κάτι δικό τους. Νομίζω ότι τα σημάδια υπάρχουν.

Ο Τέταρτος Χαρακτήρας

Πόσο σημαντικό είναι να ακούμε ιστορίες άλλων; Πόσο σημαντικό είναι να αφηγούμαστε τις ιστορίες μας δυνατά;

Μας διευρύνει και μας θεραπεύει. Μας συμπληρώνει. Μας βγάζει για λίγο από το αυτονόητο της καθημερινότητας και μάς ξαναθέτει ενώπιον του εαυτού μας. Και νομίζω, ότι εάν ρωτούσατε την Τίνα, τον κύριο Παύλο και τον Παύλο, ίσως σας εξέπλητταν με αυτά που θα σας έλεγαν. Για το πώς προσήλθαν σε αυτήν τη δύσκολη διαδικασία και για την επίδραση που είχε στη δική τους ζωή, το να τολμήσουν να αρθρώσουν μπροστά μας αυτά που τους καίνε. Ίσως σε μία άλλη συνθήκη, σε ένα άλλο πλαίσιο να είχαν διαφορετική αντίδραση από τους ακούοντες. Ομως, μέσα στον κόσμο που χτίζει η ταινία, έναν κόσμο που, όπως σας είπα, δεν τους κρίνει αλλά τους στηρίζει και τους αγκαλιάζει ως όργανα σε μία ορχήστρα, όπου το κάθε ένα συμβάλλει με τον ήχο του, την χροιά του, τη μοναδικότητά του, και αντηχεί στην ψυχή αναδεύοντας διαφορετικά συναισθήματα και συνειρμούς, οι φωνές τους βρίσκουν τη θέση τους. Η αίσθησή μου είναι ότι αυτή η εμπειρία της έκθεσης τοῦ μέσα βίου ἔξω, για να θυμηθώ την Κική Δημουλά, υπήρξε για αυτούς θεραπευτική. Αλλά ίσως να είναι και για εμάς που τους ακούμε. Εγώ κάθε φορά στο τέλος της ταινίας δακρύζω. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Σκέπτομαι όμως ότι, ανάμεσα στα άλλα, οι ιστορίες που ακούμε μάς θυμίζουν τότε που είμαστε παιδιά, όταν ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό τα παραμύθια και τις ιστορίες και φανταζόμαστε τον ατέλειωτο, μεγάλο και συναρπαστικό κόσμο που μάς περιμένει. Τώρα ο κόσμος έχει στενέψει, αλλά υπάρχουν στιγμές που μάς ανοίγουν μικρές χαραμάδες. Ευτυχώς.

Το ελληνικό ντοκιμαντέρ εξελίσσεται, ωριμάζει. Πώς θα πετύχει να βρει ένα πιο μαζικό κοινό, τους θεατές που αξίζει να το συναντήσουν;

Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έχω η μαγική λύση. Φυσικά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ελλιπή προώθηση, για το περιορισμένο ενδιαφέρον των αιθουσών, του Τύπου, των καναλιών κλπ. Τα έχουμε πει τόσες φορές αυτά. Υπάρχουν σημαντικές ταινίες που χάνονται μέσα στην πληθώρα της πληροφορίας και της προσφοράς εικόνων, ταινίες που δεν βρίσκουν τον δρόμο σε εκείνες/ους που θα θέλανε να τις δούνε, και αυτό είναι κρίμα. Ομως, ίσως θα πρέπει να πάμε και πιο πίσω. Σε εμάς που πρέπει να γινόμαστε όλο και καλύτερες/οι, τολμηρότερες/ροι, να προβληματιζόμαστε τόσο με το τί όσο και με το πώς, αλλά και στο ότι είναι σημαντικό να γίνονται οι ταινίες αντικείμενα ανάλυσης, ερμηνείας, συζήτησης. Να μην εξαντλείται η ζωή τους, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποιες, ελάχιστες, μεσημεριανές ή απογευματινές προβολές σε μετρημένες αίθουσες, ή μεταμεσονύκτιες ζώνες στην τηλεόραση. Να γίνονται θέμα, επί της ουσίας, και όχι μόνο για διαφημιστικούς ή επιφανειακούς λόγους. Να γνωρίσει και ο κόσμος ότι ντοκυμαντέρ δεν σημαίνει απαραιτήτως τεκμηρίωση. Οτι μπορεί να είναι κινηματογράφος με καλλιτεχνική και αφηγηματική επάρκεια. Με άλλα λόγια, να υπάρχει αυτός ο κρίσιμος αριθμός ανθρώπων που θα αγαπήσουν, θα ασχοληθούν, θα μιλήσουν, θα γράψουν. Και να εμπλακούμε και εμείς σε αυτές τις συζητήσεις δείχνοντας περισσότερη προσοχή στα έργα των συναδέλφων μας. Να έλθουμε σε διάλογο, και μέσα από τις ταινίες μας, εάν είναι δυνατόν. Αυτό θα κάνει και εμάς καλύτερες/ους και τις ταινίες μας. Και ίσως τότε θα έλθει και ο κόσμος πιο κοντά μας, θα μάθει να μας ψάχνει, να μας παρακολουθεί. Είμαι πεπεισμένη ότι υπάρχει αρκετός κόσμος που ψάχνει ένα άλλο βλέμμα, πιο άμεσο, που φέρνει λίγο αέρα ανάμεσα στις παγιωμένες θεωρήσεις, ιδεολογίες και αναγνώσεις.

Το κοινό της Αθήνας, θα έχει την ευκαιρία να δει τον «Τέταρτο Χαρακτήρα» στη μεγάλη οθόνη στις 9 & 10 Απριλίου στις 19:00 αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Μετά τις προβολές θα ακολουθήσει συζήτηση παρουσία της Κατερίνας Πατρώνη. Για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε την επίσημη σελίδα του «Τέταρτου Χαρακτήρα» στο Facebook.