Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο Ινγκβαρ Σίγκουρντσον είναι το πρόσωπο του ισλανδικού σινεμά, αφού έχει πρωταγωνιστήσει στη συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών της μικρής αυτής χώρας και αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πρόσωπα κλειδιά για τη διεθνή απήχησή τους, με ερμηνείες δωρικές και στιβαρές, που αναζητούν την ευαισθησία πίσω από μια τυπικά σκανδιναβική αρρενωπότητα.
Το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» του Χλίνουρ Πάλμασον, για το οποίο ο Ινγκβαρ Σίγκουρντσον τιμήθηκε με το Βραβείο Ερμηνείας στην Εβδομάδα Κριτικής του 72ου Φεστιβάλ των Καννών, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Το Flix συνάντησε τον ηθοποιό κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα για την πρώτη προβολή της ταινίας στη χώρα μας στις 25ες Νύχτες Πρεμιέρας και μίλησε μαζί του για τη μαγεία και την ιδιαιτερότητα του ισλανδικού σινεμά και της ισλανδικής κουλτούρας γενικότερα, τους ρόλους που θέλει να ερμηνεύει και την ολοένα και αυξανόμενη καλλιτεχνική επιτυχία των ταινιών της χώρας του σε όλο τον κόσμο.
Με τον Χλίνουρ Πάλμασον στα γυρίσματα της ταινίας
Γνωρίζω τον Χλίνουρ Πάλμασον από πολύ νεαρή ηλικία, είχαμε γυρίσει μαζί την σπουδαστική του ταινία. Hμασταν τόσο ευτυχισμένοι από τη συνεργασία μας, που αποφασίσαμε ότι πρέπει να δουλέψουμε ξανά μαζί πολύ σύντομα. Έγραψε το σενάριο έχοντας εμένα στο μυαλό του και κάπως έτσι προέκυψε η ταινία.
Ο ήρωας που υποδύομαι στην ταινία είναι ένας πολύ κλειστός άνθρωπος, που δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του και ξεσπά με εκρήξεις θυμού. Δεν ήταν για μένα δύσκολο να ερμηνεύσω έναν τέτοιο τύπο ανθρώπου, ακριβώς γιατί στην Ισλανδία οι περισσότεροι κάτοικοι δεν δείχνουμε ποτέ τα συναισθήματά μας. Αυτό είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ισλανδικής κουλτούρας, ίσως έχει να κάνει και με το κλίμα και την μορφολογία του εδάφους, αλλά κυρίως οφείλεται στις σάγες, τα μεσαιωνικά έπη, που είναι γεμάτα από ήρωες που δεν φανερώνουν αυτά που αισθάνονται, όμως τα συναισθήματα είναι εκεί, κρυμμένα στην αφήγηση.
Ο ισλανδικός κινηματογράφος, όπως και γενικότερα η ισλανδική κουλτούρα, έχει επηρεαστεί πάρα πολύ από το τοπίο και από την αλληλεπίδραση των κατοίκων με αυτό και με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Αυτή η πάλη έχει περάσει στο DNA μας. Επειδή όμως εγώ είμαι Ισλανδός, όλο αυτό μου φαίνεται φυσιολογικό.»
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου το πρόσωπο του ισλανδικού σινεμά. Eχω συμμετάσχει σε πολλές ταινίες της χώρας μου, αλλά όχι σε όλες. Μπορώ να πω όμως ότι είμαι ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του.
Είμαι πολύ περήφανος για την άνθηση του σινεμά της χώρας μου και τις διακρίσεις του σε όλα τα φεστιβάλ παγκοσμίως. Θυμάμαι πριν από 20 χρόνια όταν είχα ταξιδέψει για πρώτη φορά στο εξωτερικό για το Angels of the Universe. Ελάχιστοι είχαν δει κάποια ταινία από την Ισλανδία, τώρα όμως, όπου ταξιδεύω, υπάρχει πολύς κόσμος που αγαπά το ισλανδικό σινεμά.
Πριν την οικονομική κρίση θεωρούσαμε ότι όλα ήταν πάρα πολύ εύκολα και ότι ζούσαμε σε μία ακριβή μεν, αλλά ανεπτυγμένη χώρα. Το κραχ ήταν ένα δυνατό χαστούκι, αλλά μας έκανε πιο δυνατούς, ειδικά στον τομέα του κινηματογράφου, όπου αναγκαστήκαμε όλοι να γίνουμε πιο δημιουργικοί.
Επιλέγω πάντα να ερμηνεύω ήρωες οι οποίοι δεν είναι μονοδιάστατα καλοί ή κακοί αλλά έχουν έναν εσωτερικό πλούτο, μέσα στον οποίο παλεύουν το καλό και το κακό. Αυτή η διάβαση ανάμεσα στις γκρίζες ζώνες της ηθικής είναι άλλωστε αυτό που κάνει το σινεμά και τη ζωή να έχουν τόσο ενδιαφέρον.»
Διαβάζω σχεδόν όλα τα σενάρια που γράφονται στην χώρα μου, όσα έχουν ανδρικούς χαρακτήρες τουλάχιστον. Αυτό που ψάχνω κάθε φορά είναι μια δυνατή ιστορία που θα με συναρπάσει. Δε με ενδιαφέρει άμα θα είναι το έργο πιο πειραματικό η άμα θα έχει μία κλασική αφηγηματική δομή, ψάχνω εκείνη την σπίθα που θα πυροδοτήσει το ενδιαφέρον μου. Φυσικά με ενδιαφέρει και ποιος θα το σκηνοθετήσει ή ποιοι θα είναι οι συνεργάτες μου, γιατί οι ταινίες είναι ένα συλλογικό αποτέλεσμα.
Η διαφορά ανάμεσα στο να παίζω σε μία ταινία της χώρας μου και σε μία ταινία του Χόλιγουντ είναι φυσικά το μέγεθος της παραγωγής. Στη χώρα μου αισθάνομαι σα να είμαι σε μία μικρή βιοτεχνία, στην οποία γνωρίζω τους πάντες, ενώ στο Χόλιγουντ αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε ένα τεράστιο εργοστάσιο, στο οποίο ξέρω ελάχιστα άτομα. Αλλά το σινεμά είναι μία διεθνής γλώσσα, οπότε αυτό δεν με επηρεάζει.