Υπήρξαμε από την πρώτη στιγμή υποστηρικτές του θεσμού της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, για τον απλό λόγο ότι αυτό είναι η πρακτική σε κάθε πολιτισμένη χώρα παγκοσμίως και σίγουρα ο μόνος τρόπος για τη δημιουργική και αποτελεσματική σύνθεση της κινηματογραφικής κοινότητας σε μια ευρύτερη ομάδα που μπορεί να παίξει καθοριστικό (ακτιβιστικό, εκπαιδευτικό και σίγουρα αφυπνιστικό) ρόλο σε όσα απασχολούν μια σύγχρονη, αναπτυσσόμενη και ειδικά εδώ αντιμέτωπη με διαρκείς προβληματικές συνθήκες κοινότητα.
Υπήρξαμε υποστηρικτές και των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ακόμη και μέσα στο περιορισμένο ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλούν σε ένα ευρύτερο κοινό (εδώ οι λόγοι είναι πολλοί και, για τους βιαστικούς και κακόβουλους, δεν έχουν να κάνουν παρά ελάχιστα με τη δυναμική των ελληνικών ταινιών), παραμένουν τα υγιή (σε σχέση με τα πρότερα... κρατικά) βραβεία μιας κινηματογραφίας που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να ανταποκριθούν και σε μια μεγαλύτερη συζήτηση ανάμεσα σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται πραγματικά για το σινεμά, πηγαίνουν σινεμά και επιλέγουν ως μέρος της κινηματογραφικής τους διασκέδασης και τις ελληνικές ταινίες.
Σκηνή από το «Ο Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου
Παράγοντες όπως η ελλιπής κινηματογραφική παιδεία, η κάθε άλλο παρά συστηματική στήριξη του κράτους στη διανομή της ελληνικής ταινίας, η κεκτημένη ταχύτητα με την οποία λειτουργεί γενικά η κινηματογραφική διανομή στην Ελλάδα, η έλλειψη (με φωτεινές εξαιρέσεις που δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι) αιθουσών που να λειτουργούν ως σινεμά ρεπερτορίου των ελληνικών ταινιών, κάνουν τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου να μοιάζουν υπόθεση όσων ψηφίζουν και όσων ψηφίζονται.
Κι όμως αυτό δεν είναι η απόλυτη αλήθεια. Υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος για να πείσεις έναν αδιάφορο θεατή και κυρίως ένα κοινό που αναλώνεται σε καθιστικό σχολιασμό στα κοινωνικά δίκτυα οποιασδήποτε επικαιρότητας (από τις θερμές σχέσεις με την Τουρκία μέχρι το Power of Love - όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) να ασχοληθεί με το σινεμά του που συνεχίζει - παρά τις τεράστιες δυσκολίες - να διαπρέπει στο εξωτερικό και προσφάτως να δείχνει σημάδια στροφής προς μια καλώς εννοούμενη εμπορικότητα και στο εσωτερικό.
Αν, όμως, παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη των βραβείων αυτά τα οκτώ χρόνια (φέτος βρισκόμαστε στην ένατη απονομή) θα δει ότι τα πράγματα έχουν βελτιωθεί. Ολο και λιγότερες υποψήφιες ταινίες ανήκουν στην κατηγορία αυτών που δεν έχουν βρει δρόμο για τις αίθουσες και όπως συμβαίνει και στις περισσότερες Ακαδημίες ανά τον κόσμο, τα τελικά βραβεία καταλήγουν σε τίτλους γνωστούς σε όλους και σε ταινίες που η κάθε μια με το δικό της τρόπο σημαδεύουν την κάθε κινηματογραφική χρονιά μιας χώρας.
Μια γρήγορη ανασκόπηση στις καλύτερες ταινίες των οκτώ αυτών χρόνων μιλάει από μόνη της: «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, «Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη, «Αδικος Κόσμος» του Φίλιππου Τσίτου, «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου, «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα, «Τετάρτη 04:45» του Αλέξη Αλεξίου, «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου.
Διαβάστε αναλυτικά: Αυτές είναι οι ταινίες που διεκδικούν φέτος τα βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
Σκηνή από το «Τελευταίο Σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη
Αν είναι κάτι που η Ακαδημία δεν έχει βρει τον τρόπο να προσεγγίσει με αποτελέσματα που να είναι μετρήσιμα όλα αυτά τα χρόνια είναι να βρει τον τρόπο να γίνουν τα βραβεία της θέμα συζήτησης ανάμεσα στους σινεφίλ της Ελλάδας και ταυτόχρονα σαν σύνολο η κάθε ετήσια σοδειά των βραβείων της να βρίσκει την αντανάκλασή της και στην ίδια την ελληνική κοινωνία - και ως θέμα και ως αισθητική και ως κομμάτι μιας ενεργούς και ανήσυχης κοινότητας όπως αυτής των κινηματογραφιστών.
Το πρώτο είναι το μεγάλο ζητούμενο και εδώ στο Flix το έχουμε αναφέρει κάθε μια από τις οκτώ χρονιές των βραβείων: πώς ο κόσμος θα αντιληφθεί πως αυτά τα βραβεία αφορούν ταινίες που παίχτηκαν στο σινεμά, που πιθανόν να τις είδε ή να τις άκουσε και σε κάθε περίπτωση δεν είναι θέμα μόνο λίγων ότι στα φετινά βραβεία συμμετέχει το «Τελευταίο Σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη που ξεπέρασε τις 150.000 εισιτήρια, η ταινία της Ελίνας Ψύκου «Ο Γιος της Σοφίας», μια διεθνής συμπαραγωγή που ακούστηκε διεθνώς κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, η νέα ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου «Πολυξένη» με μια υπέροχη αληθινή ιστορία στην Κωνσταντινούπολη και μια από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες φέτος από την Κάτια Γκουλιώνη, δύο από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που είδε ο κόσμος στις επαναλαμβανόμενες προβολές τους («Ο Μεγάλος Περίπατος της Αλκης» και το διεθνές «Dolphin Man» του Λευτέρη Χαρίτου) και δύο ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων που βρίσκονται αυτήν την εποχή στις αίθουσες και παίζονται συνοδεία πολύ καλών κριτικών, το «Do it Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη και το «Αγκάθι» του Γαβριήλ Τζάφκα.
Το δεύτερο - ο τελικός αντίκτυπος των βραβείων στο κοινό - μοιάζει να βρίσκεται ακόμη σε πιο πρώιμο στάδιο. Ενώ οι απονομές των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου φέρουν τη γιορτινή ατμόσφαιρα μιας κοινότητας που βραβεύει τα επιτεύγματα της κάθε χρονιάς και διαθέτουν και σκηνοθεσία και παρουσιαστές με άποψη και έμπνευση και πολιτικό λόγο, δεν φτάνουν στον κόσμο με καθαρό μήνυμα προώθησης του ελληνικού σινεμά και της σημασίας που έχει οι επαγγελματίες μιας κοινότητας να βραβεύουν εαυτούς και συναδέλφους.
Σκηνή από την «Πολυξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου
Για παράδειγμα, φέτος, χάθηκε μια σπάνια ευκαιρία. Με δύο ταινίες γυναικών να έχουν συγκεντρώσει τις περισσότερες υποψηφιότητες (στην περίπτωση της Ελίνας Ψύκου με υποψηφιότητες παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου και στην περίπτωση της Δώρας Μασκλαβάνου με ρεκόρ ατομικών υποψηφιοτήτων σε όλες τις ιδιότητές της: παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ), μια ωραία ιδέα που θα μπορούσε να αποτελέσει και γενικότερο θέμα συζήτησης θα ήταν η Ακαδημία να ευθυγραμμιστεί (όχι καταχρηστικά, αλλά γιατί έχει πραγματικά νόημα) με τη μεγάλη συζήτηση της παρουσίας των γυναικών στο σινεμά και συγκεκριμένα στο ελληνικό σινεμά και να αναδείξει το θέμα μέσα από έξυπνες επιλογές στην τελετή των βραβείων της - από την οικοδέσποινα που θα άρμοζε να έχει μια τέτοια τελετή, μεχρι τα αφιερώματα κατά τη διάρκεια της βραδιάς και επίσης την επιλογή των προσώπων που θα τιμηθούν.
Οι λαμπεροί καλεσμένοι από το εξωτερικό - φέτος θα παραστεί στην τελετή και θα τιμηθεί ο Αλεξάντρ Ντεσπλά - από τη μία, είναι αλήθεια, τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας, από την άλλη όμως, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα και η παρουσία τους δεν ενισχύει το ίδιο το κεντρικό θέμα της ύπαρξης της Ακαδημίας και των βραβείων που είναι η σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή και ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύεται εντός και εκτός συνόρων.
Πολλές φορές κοιτώντας προς τα μέσα βλέπεις περισσότερα πράγματα για όσα μπορείς να εκπέμψεις προς τα έξω, κανόνας που το ελληνικό σινεμά ακολούθησε ορθά τα τελευταία χρόνια. Είναι αλήθεια πως οι ίδιες οι υποψηφιότητες των φετινών βραβείων - ακόμη και ως προς το ποιες ταινίες κατάφεραν ή όχι να φτάσουν μέχρι εκεί και γιατί - δείχνουν από μόνες τους το δρόμο της μεγαλύτερης συζήτησης που θα άξιζε να ξεκινούσαν κάθε χρόνο τα βραβεία Ιρις.