Ξεχάστε τα «Hunger Games». Η πιο απολαυστική ταινία που έγινε ποτέ για ένα θανάσιμο reality game έρχεται από τα ’60s και φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη Ελιο Πέτρι.
Φημισμένος για τις πολιτικές ταινίες που υπέγραψε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, συχνά παντρεύοντας τις αριστερές πεποιθήσεις του με το είδος του θρίλερ, μαύρο χιούμορ και μπαρόκ αισθητική, ο Πέτρι υπήρξε ένας από τους εξέχοντες δημιουργούς του ιταλικού σινεμά της εποχής, φτάνοντας να κερδίσει μεταξύ άλλων το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Σεναρίου με το αριστούργημά του, «Investigation of a Citizen Above Suspicion» (1970), αλλά και τον Χρυσό Φοίνικα με το «Η Εργατική Τάξη Πάει στον Παράδεισο» (1971).
Μυστηριωδώς, ωστόσο, δεν κατάφερε να κατακτήσει εκτός της χώρας του και ενός περιορισμένου arthouse κυκλώματος τη φήμη σύγχρονών του συμπατριωτών του σκηνοθετών όπως ο Φελίνι και ο Βισκόντι ή το ρεύμα των νεορεαλιστών. Κάτι που ευτυχώς μοιάζει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, καθώς μια σειρά από ψηφιακές αποκαταστάσεις και επανακυκλοφορίες των σημαντικότερων ταινιών του έχει αναλάβει να επαναφέρει το έργο του στο προσκήνιο και να το συστήσει σε ένα νέο κοινό.
Μια από αυτές –και αναμφίβολα η πιο διασκεδαστική του– είναι και το «Δέκατο Θύμα» («La Decima Vittima», 1965), μια βιτριολική όσο και σέξι φουτουριστική σάτιρα, με πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Ούρσουλα Αντρες σε ένα θανάσιμο παιχνίδι αποπλάνησης.
Σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η κυβέρνηση έχει βρει λύση στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού αλλά και της έμφυτης ανθρώπινης επιθετικότητας, και μάλιστα με επικερδή τρόπο: Το Μεγάλο Κυνήγι είναι ένα δημοφιλές παιχνίδι, ένα διεθνούς εμβέλειας, οργανωμένο και απολύτως νόμιμο ανθρωποκυνηγητό μέχρι θανάτου, όπου πολίτες κληρώνονται για να αναλάβουν εναλλάξ τους ρόλους κυνηγού και κυνηγημένου, ενώ ο αγώνας τους μεταδίδεται από την τηλεόραση. Υπέρτατος στόχος, που συνοδεύεται με χρηματικό έπαθλο ενός εκατομμυρίου δολαρίων, η εξόντωση δέκα θυμάτων, κάτι που ελάχιστοι συμμετέχοντες έχουν καταφέρει να πετύχουν.
Σε μία εναρκτήρια σεκάνς που δίνει νέο νόημα στη φράση «dressed to kill», μια αισθησιακή Ούρσουλα Αντρες ψυχαγωγεί το κοινό ενός trendy πριβέ κλαμπ του Μανχάταν. Οχι μονάχα αφαιρώντας ηδυπαθώς τα ρούχα της, αλλά και χαστουκίζοντας τους άρρενες θαμώνες του μαγαζιού με το ταιριαστό όνομα Masoch Club. Κι ενώ οι πελάτες βρίσκονται σε έκσταση απολαμβάνοντας το θέαμα και τις υπηρεσίες της, εκείνη θα κλείσει το σόου ξεπαστρεύοντας ανάμεσά τους το ανύποπτο, ένατο θύμα της με ένα σουτιέν-πολυβόλο!. Αυτή και μόνο η σκηνή θα αρκούσε για να τοποθετήσει το «Δέκατο Θύμα» σε περίοπτη θέση ανάμεσα στα πολυάριθμα καλτ διαμάντια του ιταλικού σινεμά, ωστόσο η ξεδιάντροπη ποπ σάτιρα του Πέτρι κρύβει κι άλλους άσσους στο μανίκι της, εξίσου θεαματικούς με τον φονικό στηθόδεσμο της ηρωίδας του.
Μολονότι αρκετές μεταγενέστερες ταινίες, όπως τα «The Running Man» (1987), «Battle Royale» (2000), «Series 7: The Contenders» (2001), αλλά και το πρόσφατο «The Hunger Games», τράβηξαν στα άκρα ενός reality game την ιδέα του μακάβριου ανθρώπινου σαφάρι που συνέλαβε το αρχετυπικό «The Most Dangerous Game» (1932), ο Πέτρι ήταν ο πρώτος που εμπνεύστηκε μια εκδοχή όπου ένα αντίστοιχα θανατηφόρο σπορ γίνεται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης από τα μίντια και τους κάθε λογής σαρκοβόρους διαφημιστές. Κι αν η δική του πολύχρωμη εξτραβαγκάντζα μοιάζει ίσως εκ πρώτης όψεως υπερβολικά ανάλαφρη σε σχέση με τους απογόνους του, αυτό δεν την κάνει λιγότερο ευφυή και σίγουρα όχι λιγότερο ψυχαγωγική.
Πεινασμένες για το νέο αυτό είδος δημοσιότητας, οι πολυεθνικές πασχίζουν με λύσσα να επιστρατεύσουν τους πιο φωτογενείς πρωταθλητές/σελέμπριτι, προσφέροντάς τους δελεαστικές χορηγίες προκειμένου να ξεστομίσουν τα σλόγκαν τους την ύστατη ώρα του κυνηγιού. Ανάμεσά τους και η ηρωίδα της Ούρσουλα Αντρες, μία σύγχρονη Αμαζόνα με κατεψυγμένη λίμπιντο, η οποία δέχεται να ολοκληρώσει το έως τώρα ανίκητο σερί φονικών και να παρασύρει το δέκατο θύμα της για να το εκτελέσει on camera σε ένα φαντασμαγορικό σόου με φόντο το Κολοσσαίο. Βρίσκει όμως τον δάσκαλό της στο πρόσωπο του Μαρτσέλο (Μαστρογιάνι), του μπλαζέ Ιταλού πλεϊμπόι ο οποίος κληρώνεται ως αντίπαλός της. Χρεωμένος και στριμωγμένος από σύζυγο κι ερωμένη, ο Μαρτσέλο θα καταφέρει να αποπροσανατολίσει τα σχέδιά της και (ίσως) να ξυπνήσει τη ναρκωμένη σεξουαλικότητά της. Ή μήπως η αποπλάνηση είναι ένα ακόμα αθέμιτο μέσο στο παιχνίδι αλληλοεξόντωσής τους;
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις που ακούγονται από τα μεγάφωνα του οργουελικής έμπνευσης Υπουργείου του Μεγάλου Κυνηγιού, το παιχνίδι λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας για το μέλλον της ανθρωπότητας: ένας ανορθόδοξος τρόπος ελέγχου του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά και εκτόνωσης των πιο βίαιων ανθρώπινων παρορμήσεων. Βασισμένος στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Ρόμπερτ Σέκλεϊ με τίτλο «The Seventh Victim» (1953), που εδώ άλλαξε τίτλο για να αποφύγει τη σύγχυση με το ομώνυμο σατανιστικό θρίλερ που παρέδωσαν οι Βαλ Λιούτον και Μαρκ Ρόμπσον το 1943, ο Πέτρι περιγράφει το Μεγάλο Κυνήγι ως την πιο ακραία έκφραση μίας αποχαυνωμένης κοινωνίας, όπου οι παίκτες μοιάζουν να υποκινούνται από απληστία, ανία ή απλά σαδιστική ικανοποίηση των κατώτερων ενστίκτων τους. Στα πλαίσια αυτής της δυστοπικής αλληγορίας, δεν χάνει την ευκαιρία να στήσει ένα φουτουριστικό σκηνικό που γελοιοποιεί για τα καλά το ανθρώπινο είδος: από την επιτηδευμένη τέχνη που διατηρεί στα σαλόνια του, μέχρι τα ολοένα και πιο παρακμιακά χάπενινγκ στα οποία καταφεύγει για να περάσει την ώρα του και τις ανόητες τελετές λατρείας του ήλιου που παραθέτει εν είδει φιλοσοφικών αναζητήσεων.
Εκτός από τα δηλητηριώδη βέλη της σάτιρας για τον καταναλωτισμό, τα media και μία κοινωνία του θεάματος κενή από οποιοδήποτε συναίσθημα ή ουσία, ο Πέτρι διαθέτει ακόμα ένα ισχυρό όπλο: Αν το στυλ είχε σφαίρες κανείς θεατής δεν θα είχε βγάλει ζωντανός την ταινία. Παρά το θανατερό του περιεχόμενο, το «Δέκατο Θύμα» είναι μία ταινία-πεμπτουσία του cool, γεμάτη καλειδοσκοπικές αναφορές στην κουλτούρα των fumetti (ιταλικών κόμικ) – διόλου τυχαία στο κινηματογραφικό σύμπαν που περιγράφει αποτελούν την υψηλή λογοτεχνία του μέλλοντος. Από τα ψυχεδελικά σκηνικά και τα εκκεντρικά ’60s κοστούμια μέχρι τις γεωμετρικές του συνθέσεις, το φιλμ είναι πλημμυρισμένο από ιδιοφυή οπτικά ευρήματα, που μαζί με το εθιστικό σάουντρακ του βασιλιά του ιταλικού easy listening, Πιέρο Πιτσιόνι, προαναγγέλλουν μεταγενέστερα φιλμικά ντελίρια, όπως η «Modesty Blaise» (1966), το «Danger: Diabolik» (1968) και η «Barbarella» (1968).
Παρόλο που τα θύματα πέφτουν σαν τις μύγες στην οθόνη, ο Πέτρι επιλέγει να μην λερώσει το φανταχτερό του δημιούργημα με αίμα, αφαιρώντας τον παράγοντα σοκ από ένα ούτως ή άλλως βίαιο σεναρίο. Ομως παρά το γεγονός ότι δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά, το «Δέκατο Θύμα» είναι κατά βάθος αφάνταστα κυνικό ακόμα κι όταν εισάγει σταδιακά το ενδεχόμενο ενός πειραγμένου ρομάντζου ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Αυθεντικά ιταλική σε αυτή της τη διάσταση, η ταινία του Πέτρι αξιοποιεί στο μέγιστο τη χημεία των δύο πρωταγωνιστών, και κυρίως την παρουσία του Μαστρογιάνι σε έναν ρόλο που μοιάζει με μεταμοντέρνα εκδοχή χαρακτήρων (κατατρεγμένων από απαιτητικές συζύγους κι ερωμένες) που είχε υποδυθεί σε κλασικές ιταλικές κωμωδίες όπως το «Διαζύγιο αλά Ιταλικά». Η αιώνια πάλη των φύλων (αλλά και το αναπόδραστο του γαμήλιου βίου σε μια χώρα όπου το διαζύγιο δεν επιτρεπόταν ακόμα), στόχος των απολαυστικών αυτών κομεντί της χρυσής εποχής του ιταλικού σινεμά, αποκτά εδώ μία σαρκαστική νέα ανάγνωση, ως το πιο επικίνδυνο παιχνίδι επιβίωσης – ειδικά στη σχεδόν σουρεαλιστική κορύφωση του φαρσικού φινάλε.
Δείτε παρακάτω τα τρέιλερ της ταινίας, που θα προβληθεί στο αφιέρωμα σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια από την Ταινιοθήκη της Μπολόνια, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας.