Στα 51 του χρόνια, ο Ντον ΜακΚέλαρ δεν θυμίζει παρά ελάχιστα τον αγαπημένο 30χρονο weirdo που μας σύστησε ο Ατόμ Εγκογιάν στο «Adjuster» και το «Exotica». Κι όμως, υπάρχει κάτι στον τρόπο που μιλάει και στην παιδικότητα με την οποία θέλει να συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα πράγματα, που κάνουν τον Καναδό ηθοποιό και σκηνοθέτη να μοιάζει ακόμη ένας αιώνιος πρωτοεμφανιζόμενος. Και ας έχουν περάσει δύο δεκαετίες από τότε και σχεδόν άλλα τόσα χρόνια από το instant classic σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Last Night», μια από τις καλύτερες ταινίες για το τέλος του κόσμου που γυρίστηκαν ποτέ.
Στην Αθήνα βρέθηκε για πρώτη φορά, καλεσμένος του 20ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας για την πρεμιέρα του «Αξέχαστου Μήνα», της κωμωδίας που γύρισε ως ριμέικ μιας παλιότερης καναδικής αλλά γαλλόφωνης ταινίας η οποία του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσει τις αντοχές του πάνω στο mainstream και τα κλισέ του, στο πως κάνεις μια ταινία στην οποία ένα ολόκληρο ψαροχώρι λέει ψέματα προκειμένου να επιβιώσει και στο πόση αλήθεια απαιτείται για να συνεχίσεις να κάνεις σινεμά με τους δικούς σου όρους.
Πως είναι η Αθήνα που φανταζόσουν και η Αθήνα που ζεις αυτές τις μέρες;
Μου αρέσει πολύ η Αθήνα και εκπλήσσομαι με την αρνητική εντύπωση που εχουν οι ίδιοι οι Αθηναίοι για την πόλη τους. Τουλάχιστον αυτό που έχω δει εγώ μέχρι σήμερα είναι μια πόλη ζωντανή με κατοίκους που ζουν μέσα σε αυτήν, τη νύχτα οι δρόμοι είναι γεμάτοι, o κόσμος μοιάζει αισιόδοξος. Αγαπώ πολύ τις πόλεις και νομίζω ότι η Αθήνα είναι μια από τις πόλεις που με έχουν εντυπωσιάσει. Η εντύπωση που έχει κάποιος ξένος για την Αθήνα είναι πως όλοι βρίσκονται σε κατάθλιψη, πως το οικονομικό ζήτημα είναι κυρίαρχο και όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ειμαι σίγουρος πως υπάρχουν προβλήματα λόγω της κρίσης και πως είναι διαφορετικό να είσαι τουρίστας στην Αθήνα από το να ζεις εδώ, αλλά σε σχέση με το Τορόντο που είναι μια πολύ καλά οργανωμένη πόλη και δίνει σε όλους τους πολίτες της ίσες ευκαιρίες, εκεί δεν υπάρχει ζωντάνια, ενέργεια στους δρόμους.
Μιλώντας για την κρίση, ο «Αξέχαστος Μήνας» μιλάει για μια μικρή κοινωνία που προσπαθεί να επιβιώσει από την ανεργία και να βρει ένα λόγο για να μπορέσει να συνεχίσει...
Ο Καναδάς είναι πολύ περήφανος που κατάφερε να επιβιώσει της οικονομικής κρίσης πολύ καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέρος στον κόσμο. Και αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να κάνω την ταινία - διαλέγοντας το ριμέικ του «Le Grand Seduction» - για να δείξω στον κόσμο πως υπάρχουν μέρη που έχουν χτυπηθεί από την κρίση. Μπορεί οι τράπεζες να είναι μια χαρά αλλά υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από τα χρήματα της πρόνοιας, έχοντας χάσει τις δουλειές τους και η κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να είναι αυστηρή μαζί τους, θέλοντας να διατηρήσει ό,τι κατάφερε να μην χάσει. Υπάρχουν κοινωνίες που πεθαίνουν και είναι κρίμα γιατί είναι υπέροχες, όχι μόνο σαν φυσικό τοπίο αλλά και σε επίπεδο κουλτούρας. Ουσιαστικά η λύση που τους δίνεται είναι να μετακομίσουν στην πόλη.
Η κωμωδία ήταν επιλογή ή μονόδρομος;
Δεν ήθελα να κάνω ένα καταθλιπτικό φιλμ για το τι σημαίνει να χάνεις τη δουλειά σου. Αυτό που ήθελα ήταν να κάνω μια κλασική «εργατική» κωμωδία που μιλάει για την οργάνωση και την κοινότητα. Το πως όλοι μαζί μπορούμε να αντιδράσουμε στο σύστημα. Ακόμη και αν υπάρξουν συμβιβασμοί, μπορείς πάντα να πετύχεις αυτό που πιστεύεις ότι μπορεί να σε σώσει, αν στηριχθείς σε αξίες όπως η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια. Είναι εύκολο να είσαι ιδεαλιστής, αλλά το σύστημα των μεγάλων επιχειρήσεων συνθλίβει την ατομικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι χαρακτήρες της ταινίας μαθαίνουν να δουλεύουν όλοι μαζί και να εκμεταλλευτούν και αυτοί με τη σειρά τους το σύστημα. Υπάρχει κάτι τραγικό στο γεγονός πως η λύση για το μικρό ψαροχώρι είναι μια διεφθαρμένη επιχείρηση πετρελαίου, Υπάρχει μια διαστροφή σε όλο αυτό. Αλλά η ανάγκη για επιβίωση δεν μπορεί παρά να είναι μια κωμωδία.
Σκέφτηκες ποτέ ότι η ταινία λειτουργεί σαν μια μεταφορά και για το ίδιο το σινεμά και τα «ψέματα» από τα οποία αποτελείται;
Το σκέφτηκα. Είναι σαφές πως όταν δουλεύεις στο σινεμά, συνεργάζεσαι με μια σειρά ανθρώπων που όλοι μαζί δημιουργούν μια ψευδαίσθηση - στην συγκεκριμένη περίπτωση μια κωμωδία για κάτι τόσο τραγικό. Μπορεί να ακούγεται κυνικό, αλλά είναι ταυτόχρονα και αισιόδοξο. Πίστευα πάντοτε ότι το σινεμά μπορεί να είναι μια πηγή ελπίδας. Αν όχι να αλλάξει τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον να εμπνεύσει κάποια αλλαγή...
Χρησιμοποιήσες ποτέ ψέματα για να πετύχεις κάτι;
Ολος ο χώρος του σινεμά έχει να κάνει με την αποπλάνηση, ίσως όχι τόσο με το ψέμα. Φυσικά και έχω πει ψέματα, αλλά και ο ίδιος ο χώρος του θεάματος είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ψέματα. Για εσάς τους Ελληνες αυτή είναι η βασική αρχή της κουλτούρας σας. Η μυθοπλασία σε αναγκάζει να γίνει ψεύτης. Μπορεί να παρουσίασα αλλιώς τον εαυτό μου για να πετύχω κάτι, αλλά δεν είπα ποτέ κάποιο μεγάλο ψέμα. Εμαθα στο θέατρο πως κάθε ηθοποιός εκθέτεις πράγματα τόσο αληθινά για σένα που κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι αλήθειες.
Τι απέγινε στην καριέρα σου ως ηθοποιός; Οταν σε γνωρίσαμε στις ταινίες του Ατόμ Εγκογιάν ήμασταν σίγουροι πως θα σε βλέπαμε πιο συχνά μέσα στα χρόνια;
Και τώρα έχετε απογοητευτεί... Στην πραγματικότητα δεν σταμάτησα ποτέ και να παίζω και να σκηνοθετώ. Πάντοτε έκανα πολλά και διαφορετικά πράγματα. Ακόμη και πριν παίξω στο σινεμά ήμουν στο θέατρο κάνοντας πολλές δουλειές, έγραφα, σκηνοθετούσα. Ισως δεν είναι πολύ έξυπνο για την καριέρα μου. Ο ατζέντης μου μου έλεγε πάντοτε πως πρέπει να διαλέξω τι θέλω να κάνω. Δεν είμαι ευτυχισμένος κάνοντας μόνο ένα πράγμα.
Πως νιώθεις για το γεγονός πως το «Last Night» συγκαταλέγεται μέσα στις καλύτερες ταινίες για το τέλος του κόσμου ήδη από την εποχή της πρώτης προβολής του;
Είναι αστείο γιατί κάποιος είχε γράψει πως με το «Last Night» δημιούργησα ένα καινούριο είδος. Χαίρομαι πολύ. Γιατί αυτή ήταν η αρχική μου ιδέα: μια ταινία «αποκάλυψης» στη μορφή μιας μικρής ανθρώπινης ταινίας. Δεν με εξέφραζαν οι μεγάλες χολιγουντιανές ταινίες για το τέλος του κόσμου και ήθελα να δώσω τη δική μου εκδοχή, για το πως θα συμπεριφερόμουν εγώ, οι φίλοι μου, ακόμη και η χώρα μου σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτή η ταινία νομίζω καθόρισε και όλη τη σκηνοθετική μου καριέρα. Από τότε προσπαθώ πάντα να εξανθρωπίζω κινηματογραφικά είδη που στην κανονική τους μορφή δεν με εκφράζουν.
Ισως, όμως, στον «Αξέχαστο Μήνα» κάνεις την πιο mainstream ταινία σου. Πόσο ηθελημένο ήταν αυτό;
Ηθελα να είναι έτσι. Μια ταινία με πιο ευθύ στιλ, που να μπορεί να απευθύνεται σε περισσότερο κόσμο. Ηταν μια πρόκληση για μένα. Δεν έχω κάνει ποτέ μια κωμωδία. Μια απλή, αγνή κωμωδία. Και διασκέδασα πολύ. Χρειάζεται πειθαρχία για να το πετύχεις. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο φανταζόμαστε.
Διαβάστε ακόμη: