[Το άρθρο αναφέρεται ειδικά στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε το 1966, μία εβδομάδα πριν από το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Η δικτατορία ματαίωσε τη συνέχισή του.]
Κάθε καινούργιο κινηματογραφικό φεστιβάλ πρέπει για να δικαιολογεί την ύπαρξήτου, να ανταποκρίνεται σε ορισμένες πραγματικές ανάγκες, που ορίζονται από τιςυπάρχουσες οικονομικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές καταστάσεις, και να γεμίζειέτσι με την παρουσία του ένα κενό. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό τη στιγμή πουυπάρχει ένας πληθωρισμός από φεστιβάλ κι ένας συναγωνισμός που οδηγεί πολλέςπαρόμοιες εκδηλώσεις σε κρίση ή και στην εξαφάνιση.
Το μέχρι τώρα καθιερωμένο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκηςδεν αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα, ή καλύτερα τα προβλήματά του έβρισκαν τη λύση τους αυτόματα: o τοπικός εθνικός - περιορισμός ήταν μαζί η δύναμη και η αδυναμία της εκδήλωσης, γιατί της έδινε ένα χαρακτήρα μοναδικό αλλά ταυτόχρονα περιόριζε το ενδιαφέρον της. Ήταν μια εκδήλωση κλειστή.
H Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών το 1966
Το πρώτο ρήγμα στο φράκτη της αδιαφορίας στο διεθνές επίπεδο πραγματοποιήθηκε πέρσι όταν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά άρθρα για το ελληνικό φεστιβάλ σευπεύθυνα ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Η ξένη κριτική ήρθε τότε, σε γενικές γραμμές, σε αντίθεση με τη ντόπια και τόνισε την αξία της ταινίας του Άδωνη Κύρου«Μπλόκο», που τελικά έγινε δεκτή στη Διεθνή Εβδομάδα Κριτικής στις Κάννες είναι η πρώτη φορά που η επιτροπή επιλογής, που αποτελείται μόνο από κριτικούς, διάλεξε μια ελληνική ταινία - και στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Αυτή η επαφή του ελληνικού κινηματογράφου με τον έξω κόσμο, που μπορεί ναπραγματοποιηθεί μέσα από το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, παίρνει τώρα, με την καθιέρωση και του Διεθνούς Φεστιβάλ, άλλες διαστάσεις και άλλες προοπτικές στο επίπεδο της κινηματογραφικής κριτικής, αλλά και της παραγωγής, της εκμετάλλευσης,της σκηνοθεσίας, της κινηματογραφικής δραστηριότητας γενικά.
Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους o διαχωρισμός o απαραίτητος ανάμεσα στο«Ελληνικό» και το «Διεθνές» φεστιβάλ δεν σημαίνει καθόλου μια τέλεια απομόνωσητης κάθε εκδήλωσης. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μπορεί να σταθεί και να καρποφορήσει μόνο με την παράλληλη ανάπτυξη, αλληλοεπίδραση και αλληλοβοήθεια των δύο εκδηλώσεων που το αποτελούν. Γιατί μόνο έτσι θα πραγματοποιηθεί ένας βασικόςστόχος του «ελληνικού» φεστιβάλ: η προβολή του ελληνικού κινηματογράφου στοεξωτερικό, η δημιουργία μιας αγοράς και μιας ζωντανής προθήκης. Μόνο έτσι άλλωστε θα υπάρξει κι ένα διπλό ενδιαφέρον για τους ξένους παραγωγούς και κινηματογραφιστές που θα μπορούν να δείξουν την «πραγμάτεια» τους, να γνωρίσουν τη δικιάμας και να συζητήσουν το ενδεχόμενο κάθε είδους μελλοντικής ανταλλαγής ή συνεργασίας. ΚΙ άλλωστε, αν πουληθούν στην ελληνική αγορά περισσότερες καλές ξένεςταινίες, κι ανέβει έτσι η ποιοτική στάθμη με ανάλογη επίπτωση πάνω στην ανταπόκριση του κοινού και είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ταινίες που την εκμετάλλευσή τους θεωρούσαμε «δύσκολη» ή και «αδύνατη» γνωρίζουν σήμερα σοβαρή εμπο-ρική επιτυχία -, τούτο θα έχει ως επακόλουθο ίσως όχι άμεσο αλλά πάντως σίγουρο- την ανύψωση της στάθμης της ελληνικής παραγωγής. Πρέπει να πάψουμε να γυρίζουμε ταινίες κλεισμένοι σ' ένα πύργο αδιάφορης απομόνωσης όχι για να καταλή-ξουμε σε απρόσωπες ξένες εμπορικές συμπαραγωγές, αλλά αντίθετα για να τολμήσουμε να βρούμε μια θέση στο διεθνή χώρο κοντά στις άλλες μικρές ή καινούργιες εθνικέςπαραγωγές που, μέσ' από τις ιδιοτυπίες τους, ξεχωρίζουν γιατί αναπνέουν τον αέρατου νέου, του ζωντανού κινηματογράφου.
Πιστεύω πως έχει δίκιο ο Γκίντεον Μπάκμαν (σ.σ. σε άρθρο που δημοσίευσε το Βήμα στις 25.9.1966) όταν τονίζει τη σημασία του νέου κινηματογράφου σαν φαινόμενο διεθνές κι όταν θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη των φεστιβάλ που θα προωθούν αυτόν ακριβώς τον κινηματογράφο, χωρίς τη δεσμευτική,πολύ συχνά, κυριαρχία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Παραγωγών, της FIAPF. Αν η φετινή εκδήλωση ξεκίνησε χωρίς την «έγκριση» της Διεθνούς Ομοσπονδίας, τούτο δενέγινε χωρίς φόβους για την τελική έκβαση της απόπειρας. Τώρα, εκ των υστέρων, μαςκολακεύει πολύ η Ιδέα ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αναφέρεται ενθουσιαστικά κοντά στα Φεστιβάλ του Πέζαρο ή του Μπέργκαμο - και ξέρω πως το άρθρο τουΜπάκμαν δεν γράφτηκε για τοπική κατανάλωση ή σαν τυπική φιλοφρόνηση. Όμωςαναλογίζομαι και τις ευθύνες για το μέλλον: την ανάγκη να προσαρμοστούν οι ξένεςαυτές τάσεις και απαιτήσεις στις ανάγκες ελληνικής κινηματογραφίας και της τοπικήςαγοράς, την ανάγκη το φεστιβάλ αυτό v' αποκτήσει κάποια Ιδιοτυπία διεθνώς, χωρίςόμως να πάψει να εξυπηρετεί πρώτιστα τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες παραγωγήςκαι εκμετάλλευσης και να αποβλέπει στη βελτίωσή τους.
Ο Τζέιμς Πάρις αγορεύει (κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας για τους «Ξεχασμένους Ηρωες» του Νίκου Γαρδέλη)
Στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της «πολιτικής» ενός φεστιβάλ σημαντικό ρόλο παίζουν οι κριτικές επιτροπές που πάνω στις αποφάσεις τους ελάχιστη συχνά επίδραση μπορούν να έχουν οι επιθυμίες των οργανωτών. Το ιδανικό βέβαια θα ήταν οιβραβεύσεις να συμβαδίζουν με τη γενική γραμμή που χαράζει το φεστιβάλ. Αν για τηβράβευση του Διεθνούς Φεστιβάλ δεν ακούστηκαν σοβαρές επικρίσεις δεν μπορούμενα πούμε το ίδιο για τη βράβευση του Ελληνικού. Είναι βέβαια γνωστό πως πολύ σπάνια οι κριτικές επιτροπές μοιράζουν τα βραβεία όπου πρέπει και συχνά αντιμετωπίζουν την οργή του κοινού και της κριτικής - βλέπε και το καταπληκτικό πανδαιμόνιοστις Κάννες φέτος. κι όμως, τα φεστιβάλ συνεχίζουν το δρόμο τους.
Η φετινή κριτική επιτροπή —τούτη είναι μια προσωπική κρίση όπως και η περσινή,όπως και παλαιότερες σε ορισμένα βραβεία, ατύχησε. Μια διαφορετική, πιο θαρραλέακρίση θα συντελούσε αποφασιστικά στην προώθηση του όλου φεστιβάλ στο διεθνή χώρο γιατί από 'δω και μπρος κάθε βράβευση παύει πια να είναι μια οικογενειακή, ελληνική υπόθεση. Πέρσι με το «Μπλόκο» και ορισμένες ταινίες μικρού μήκους, φέτοςμε το «Πρόσωπο με πρόσωπο» και το «Τζίμης o Τίγρης», o αέρας του νέου κινηματογράφου φύσηξε πάνω στη συμβατικά «εμπορική» παραγωγή και στη λαμπικαρισμένη αυταρέσκεια μιας ορισμένης «πρωτοπορίας», κι αυτόν τον αέρα τον χρειάζεται o κινηματογράφος μας, τον χρειάζεται και το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
Όμως τελικά και ανεξάρτητα από τη βράβευση, η επιτυχία της ελληνικής εκδήλωσηςθα είναι κάθε χρόνο ανάλογη με τη γενική στάθμη της παραγωγής της χρονιάς. Το θέματης επιλογής των ελληνικών ταινιών δεν δημιούργησε ως τώρα προβλήματα: αντιρρήσεις για την πρόκριση διατύπωσαν ουσιαστικά μόνο όσοι θεώρησαν πως αδικήθηκανοι ταινίες τους.
Ξεχασμένοι Ηρωες
Το πρόβλημα της επιλογής έχει μια άλλη βαρύτητα και σημασία στη διεθνή αναμέτρηση. Είναι ανάγκη να συνταιριασθούν συχνά αντιφατικές απαιτήσεις και επιθυμίες.Η αναζήτηση της ποιότητας δεν ταυτίζεται πάντα με την ανακάλυψη και την παρουσίαση μιας άγνωστης ή παραγνωρισμένης εθνικής παραγωγής, ενός νέου σκηνοθέτη.Και υπάρχουν συχνά σκοπιμότητες που δεν μπορεί ν' αγνοήσει κανείς χωρίς να βλάψει ουσιαστικά έναν απώτερο και πολύ πιο θετικό σκοπό.Η ειδίκευση είναι απαραίτητη, θα πρέπει όμως να πραγματοποιηθεί σταδιακά, μεανταπόκριση πάνω στις εμπορικές συνθήκες που δεν έχει κανείς δικαίωμα να παραγνωρίσει. Θα πρέπει ίσως να γίνει κάποιος διαχωρισμός με ειδικές προβολές που θαέχουν ένα συγκεκριμένο στόχο.
Είναι ακόμα απαραίτητο να ενισχυθούν οι ιστορικές αναδρομές, οι συναντήσεις καισυζητήσεις πάνω σε θέματα που απασχολούν τους κριτικούς και τους εργάτες του κινηματογράφου. Το πρόβλημα της κινηματογραφικής παιδείας είναι τόσο σημαντικόγια τον τόπο μας - παιδεία που την χρειάζονται τόσο το ΚΟΙνό όσο και πολλοί απότους λεγόμενους ειδικούς -, που το φεστιβάλ πρέπει και μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στον τομέα αυτό με τη συμπαράσταση των πιο σοβαρών και υπεύθυνων κριτικών του κινηματογράφου. Παράλληλα είναι απαραίτητο να μελετηθούν τα προβλήματα - αισθητικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά - της ελληνικής παραγωγής, να δημιουργηθεί ένα αρχείο με στοιχεία που θα βρίσκονται στη διάθεση των ξένων και των ντόπιων ιστορικών και κριτικών.
Το παραπάνω διάγραμμα δεν είναι φυσικά περιοριστικό. Το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης μπορεί να γίνει ένας πολύ σημαντικός χώρος καλλιτεχνικός προβολής και αναμέτρησης εμπορικών πράξεων και συναλλαγών, μελέτης και έρευνας.
Το άρθρο «Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - Επιτεύξεις και προοπτικές» του Παύλου Ζάννα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1966. Ο Ελληνικός Κινηματογράφος εκδόθηκε το 1965 και πρόλαβε να δημοσιεύσει 5 τεύχη (το ένα ήταν διπλό). Το τελευταίο του τεύχος κυκλοφόρησε την παραμονή της 21ης Απριλίου 1967. Η δικτατορία σκόρπισε τα μέλη της συντακτικής ομάδας, που την αποτελούσαν οι Φώτης Αλεξίου (=Αλέξης Γρίβας), Παύλος Ζάννας, Διαμάντης Λεβεντάκος, Νίνος Φένεκ Μικελίδης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Βασίλης Ραφαηλίδης και Κωστής Σκαλιόρας.