Κάποιος θεατής, στη μέση ακόμα της τρισδιάστατης ταινίας, βγάζει τα γυαλιά του.
Κοιτάζοντας πίσω χωρίς να συναντάει άλλο βλέμμα όμοιο με το δικό του, χαμογελάει. Σκέφτεται ότι στα χέρια του κρατάει τα μάτια όλης της αίθουσας.
«είναι η εμπειρία αυτής της αδύνατης συνάντησης του πραγματικού , το ρίσκο του να τίθεσαι ως υποκείμενο μέσα στην πράξη της γραφής, να βρίσκεσαι μέσα σ' ένα δίκτυο αναφορών όπου ψάχνεις τη θέση σου, να φιλτράρεις μια πραγματικότητα μέσω μιας άλλης, να γράφεις για τη δυσκολία του να είσαι θεατής».
Πώς να απολαύσουμε μια απόλαυση αφηγημένη; Η ερώτηση αυτή του Μπάρτ είναι ρητορική (αυταπάντηση): Παρακολουθώ λαθραία την απόλαυση του άλλου, μπαίνω στηδιαστροφή.
Στο βαθμό που διατηρείται από κάθε αφήγηση το σαγηνευτικό αύτό σχήμα (το σχήμα της κλειδαρότρυπας) κάθε άπόλαυση θα είναι υποκλεμμένη.
Τόσο απλό.
Η γραφή: ελίσσεται, διαφεύγει, βρίσκεται πάντα στην αρχή της.
«Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός ο άνθρωπος γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει κι ο συγγραφέας είναι κανείς.») (Έντμον Ζαμπές)
Στο πείσμα αυτών που βλέπουν μονάχα ότι μπορούν να παγιδέψουν, το έργο σιωπά. Οι εικόνες δε ζητούν να κατανοηθούν, αλλά να αγαπηθούν. Εγκαταλείπουν τον κριτικό στην αυταπάτη του.»
ΑΛΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΩΝ ΤΥΧΑΙΩΝ
(Μια αναδρομή στην έξέλιξη της κριτικής σε 3 παραδείγματα)
Ι. Ιστορίες με τέρατα
Ο κριτικός είναι ενας ιππότης. Αυτός έχει τη δύναμη να έγκλωβίσει τελετουργικά την ταινία-τέρας μέσα στα κάγκελα της κατανόησης και να την εκθέσει στην κοινήθέα. Κάθε τι όμορφο όσο και ακίνδυνο. Κάθε τι όμορφο εφ' όσον ακίνδυνο.
II. Ιστορίες με εξωγήινους
Ο κριτικός είναι ένας επιστήμονας. Μοναδική γέφυρα κατανόησης τών απόκοσμων εικόνων, ο μόνος που μπορεί να άποκαλύψει άκέραια την αλήθεια τους. Κιόμως από τη στιγμή αυτή η αλήθεια μεταγλωττίζεται, παύει να είναι ακέραια.
ΙΙΙ. Δραματικές Ιστορίες
Ένας κριτικός που άγαπάει τη δουλειά του περισσότερο από το σινεμά (γιατί δέν μπορώ να φανταστώ έναν κριτικό που άγαπάει τη δουλειά του χωρίς να αγαπάει τοσινεμά) ποτέ δε φτάνει στις ταινίες. Το μόνιμο ζητούμενό του είναι ένας λόγοςπαντοδύναμος πού να μπορεί να υποτάσσει και να δεσμεύει κάθε εικόνα, όπου κάθε ταινία οφείλει να μιλάει με τον τρόπο του (ή τουλάχιστον να είναι σε θέση να μιλήσει με τον τρόπο του). Πίσω απ' αυτή την επιθυμία αχνοφαίνεται μια άλλη - που δε θα παραδεχτεί ποτέ: να μιλήσω όπως η ταινία, ειδάλλως να την εγκαταλείψει στη μοναξιά της.
Στο πείσμα αυτών που βλέπουν μονάχα ότι μπορούν να παγιδέψουν, το έργο σιωπά. Οι εικόνες δε ζητούν να κατανοηθούν, αλλά να αγαπηθούν. Εγκαταλείπουν τον κριτικό στην αυταπάτη του.
Ο κριτικός είναι ένας ιππότης. Αυτός έχει τη δύναμη να εγκλωβίσει τελετουργικά την ταινία-τέρας μέσα στα κάγκελα της κατανόησης και να την εκθέσει στην κοινή θέα. Κάθε τι όμορφο όσο και ακίνδυνο. Κάθε τι όμορφο εφ' όσον ακίνδυνο.»
Γιατί. ανάμεσα στον κόσμο και σε σένα να υπάρχει τέτοια διαφορά; αναρωτιέται ένας επίδοξος ποιητής στο Λάθος Κίνηση. Μέσα στη ματαιότητά της η ερώτηση αρνείται κάθε απάντηση (που θα διπλασίαζε ή θα παράγραφα την ιερότητά της, δεν έχει σημασία) εκτός ίσως από μία: μα, χωρίς αυτή τη διαφορά τι θα είχαμε ν' αφηγηθούμε;
Ο μύθος: αδίστακτη βεβαιότητα της ακινησίας, σειρά από αυτοδύναμες εικόνες (εικόνες - μοντέλα), άγαλμα δίχως μάτια.Τέλος του παραμυθιού. Κάθε δράκος που ξεψυχάει, κάθε κίνηση του ήρωα, κρυσταλλωμένη στους μύθους, μου θυμίζουν ότι δεν μπορώ να τα μοιραστώ. Η γραφή τ' αλλάζει , ξεφεύγει μακριά τους. Αν εκείνες, εικόνες σιωπηρές στην αυτάρκειά τους, μαγεύουν ακριβώς με τη βεβαιότητά τους γεννώντας το παραμύθι (γνωστή αρχή, μέση, τέλος - η μόνη απόλαυση, η αναμονή τους) το μόνο που μπορεί να αναζητάει (νααναμένει) ή γραφή είναι ο εαυτός της: πέρα απ' αυτόν, καμιά αλήθεια.
Η γραφή αψηφά την ακαμψία του μύθου. Το πρόσωπο δεν είναι πια ακίνητο, αλλά οριστικά χαμένο μέσα στον ολοκληρωτικό μηδενισμό του υποκειμένου. (Για να γνωρίσω - πρώτιστα, για να απολαύσω - κάτι (να δεχτώ τη γνώση του ως απόλαυση) πρέπει, δωρίζοντας του την εμπιστοσύνη μου, να το δεχτώ στα πλαίσια του δικό του λόγου, να αρνηθώ κάθε σύστημα αναφοράς που με επιβεβαιώνει ως υποκείμενο, κάθε τι εξόν απ' αυτά που προσφέρει (ανέχεται) εκείνο να συνομωτήσω μαζί του. Ομως ας μην επεκτείνομαι άσκοπα. Είναι η ήδη γνωστή διαδικασία κάθε ερωτικού παιχνιδιού).
Σήμερα: Συμπτώματα μιας κρίσης
...Η σύγχυση και η ανασφάλεια που επικρατεί δεν είναι παρά συμπτώματα της αμφισβήτησης της ουσίας της...
Γιατί να κινδυνεύουμε, γιατί να γράφουμε δίχως να ονομάζουμε τίποτα; Ποιον αφορά πια αυτή η παρανομία, αυτό το ξέφρενο κυνηγητό ενός λόγου διάτρητου από είδη (ενός λόγου που ποτέ δεν είναι άτρωτος, αλλά κι ούτε νόμιμος, παντοτινός φυγάς); Τι γοητεύει, τι απομένει;
Η γραφή μπορεί να είναι απόλαυση όσο και μια συνεχής ανησυχία, αγαλλίαση όσο και πανικός. Η διαφορά συνήθως δε φαίνεται συχνά, δεν υπάρχει. Η γραφή ελίσσεται, διαφεύγει, βρίσκεται πάντα στην αρχή της, είναι ό,τι απομένει στην κριτική μετά από μια περίοδο κορεσμού: αδιάφορη για ό,τι μεσολαβεί, δίχως μνήμη, δίχων Ιστορία.
Το κείμενο με τον τίτλο «Σχεδίασμα» του Γιάννη Δεληολάνη δημοσιεύθηκε στην Οθόνη, τεύχος 14, Μάρτιος 1984