Άποψη

Από τα αρχεία | Για την ταινία μικρού μήκους! (ή πώς να παίζει κανείς το ρόλο της Κασσάνδρας όταν είναι μέτοικος στην Τροία)

στα 10

Για κάθε μια μέρα του Αυγούστου, διαβάζουμε «επίκαιρα» κείμενα από το παρελθόν του ελληνικού σινεμά.

Flix Team
Από τα αρχεία | Για την ταινία μικρού μήκους! (ή πώς να παίζει κανείς το ρόλο της Κασσάνδρας όταν είναι μέτοικος στην Τροία)
Στιγμιότυπο από την «Τρύπα» του Ιορδάνη Ανανιάδη (1983)

Ο κινηματογράφος γεννήθηκε στο μικρό μήκος. Αν σήμερα η ταινία μικρού μήκους (μ.μ.) βρίσκεται εξορισμένη στα περίχωρα του σινεμά, αυτό οφείλεται - σε μια μακρά διαδικασία «εμπορευματοποίησης» της ταινίας. Η ύπαρξή της, εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι συνδεδεμένη είτε με μια μεγάλου μήκους ταινία είτε με την τύχη της σ' ένα φεστιβάλ. Μέσα στην ιστορία του σινεμά έχασε σιγά σιγά την αυτονομία της και αν αναπαράγεται ακόμη, η δεκαετία του 80, θα της αφαιρέσει αναμφίβολα κάθε λόγω υπάρξεως.

Ι. Χρονικό χωρίς αριθμούς της ταινίας μικρού μήκους

Οι πρώτες ταινίες (Λυμιέρ, Μελιές, Σέννετ...) είναι μ.μ. και θα παραμείνουν ως τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας. Την εποχή εκείνη το σινεμά είναι μια ατραξιόν που περνάει μέσα από τα καφενεία και τα πανηγύρια. Η διάρκεια του μ.μ. είναι η «φυσική» διάρκεια, αυτή δηλαδή που καταλαμβάνει μια προφορική αφήγηση ή το νούμερο του θαυματοποιού ή αυτό του ταχυδακτυλουργού. Όταν το σινεμά γίνεται θέαμα εξ ολοκλήρου και απαιτεί τα δικά του έσοδα - ένα εισιτήριο εισόδου - μεταμορφώνεται μέσα από μια άλλη διάρκεια: αυτή των θεαμάτων (θέατρο, κοντσέρτο), με πρότυπο τη θρησκευτική λειτουργία. Τότε λοιπόν το σινεμά γίνεται μεγάλου μήκους. Όσον αφορά δε τα μ.μ. καταντά «αμερικάνικη βεντέτα» των κινηματογραφικών βραδυών στριμωμγμένο ανάμεσα στα επίκαιρα και το διάλειμμα, άλλοτε να το αντικαθιστά ένα κινούμενο σχέδιο και άλλοτε να παίρνει τη μορφή του ντοκυμανταίρ. Η ταινία μεγάλου μήκους γίνεται το βασικό θέαμα.

Η προοδευτική εξαφάνιση αυτού του είδους του κινηματογραφικού θεάματος γίνεται ακόμα πιο έντονη μέσα στη δεκαετία του '60. Η αναζήτηση του κέρδους με την αύξηση των προβολών κόβει αυτό τον εύθραυστο ομφάλιο λώρο που το συνέδεε ακόμη με το κοινό και γίνεται η αιτία ώστε το μ.μ. να χάσει ακόμη και το λόγο της ύπαρξής του. Οι αίθουσες δεν παίζουν πλέον παρά ταινίες μεγάλου μήκους. Ευτυχώς την ίδια εποχή, τα γούστα του κοινού αλλάζουν και ο μέσος όρος της ηλικίας του μειώνεται. Οπότε οι μεγάλες εταιρίες και τα στούντιο, που προμήθευαν τον κύριο όγκο των νέων σκηνοθετών ύστερα από εσωτερική επιλογή, χρεωκοπούν. Μέσα λοιπόν από την ταινία μ.μ. ο κόσμος του σινεμά θα επιλέξει τους «νέους» του. Στη Γαλλία έχουμε το Νέο Κύμα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, απαντά στα ίδια φαινόμενα και στις ίδιες ανάγκες. Μια ανανέωση που γεννιέται ΑΠΟ και ΜΕΣΩ του μ.μ.

Στη δεκαετία του '70 παρακολουθούμε την έκρηξη του μ.μ. Είναι η εποχή που παράγονται περισσότερες ταινίες μ.μ. απ' ότι μεγάλου και που γεννιούνται τα φεστιβάλ ταινιών μ.μ., αφού αυτές δεν προβάλλονται πλέον στις αίθουσες. Αυτή την εποχή επίσης το κράτος αρχίζει να τις προστατεύει συμμετέχοντας στην παραγωγή. Ευκαιριακή βοήθεια ή ιστορική αναγκαιότητα, αυτή η δεύτερη χρυσή εποχή του (μετά απ' αυτή του ξεκινήματος του σινεμά) συμπίπτει με την επιθανάτια αγωνία του. Ξαναζεί ως είδος αλλά όχι πλέον ως προϊόν. Παράγονται αλλά σταματούν να προβάλλονται παύουν να ενδιαφέρουν τους εμπόρους του ναού του κινηματογράφου.

Οι ταινίες μικρού μήκους είναι ένα είδος χωρίς μνήμη. Το μικρού μήκους έδωσε αριστουργήματα σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του σινεμά. Αντίθετα από τις ταινίες μεγάλου μήκους, όμως, αυτές δεν προβάλλονται ποτέ. Ποτέ δεν τις έχουμε δει: δεν είναι παρά φράσεις μέσα στα βιβλία του σινεμά.»

ΙΙ. Προβλήματα τού χρόνου ήτης διάρκειας.

Η ταινία μ.μ. έχει μόνο μια διάρκεια. Μπορεί να είναι δευτερευόντως μια συμπύκνωση της ταινίας μεγάλου μήκους, ένα δείγμα επαγγελματισμού, η διακινδύνευση μια άλλης κινηματογραφικής γραφής... αλλά δεν είναι ούτε ιδιαίτερο είδος, ούτε μια αυτόνομη φόρμα, όπως μπορούν να είναι η μινιατούρα ή το πααστέλ στη ζωγραφική, το κοντσέρτο ή το κουαρτέτο στη μουσική, η νουβέλα ή το δοκίμιο στη λογοτεχνία. Δεν είναι παρά μια διάρκεια, ένας κάποιος χρόνος, ένα κάποιο μήκος, που ωστόσο επιζεί, που έχει τα φεστιβάλ του και τα βραβεία του και που και αυτό τον τρόπο έγινε έννοια.

Παρ' όλα αυτά, αυτή η «έννοια» του μ.μ. πάει ίσως να χαθεί. Αλλά κινηματογραφικά προϊόντα - δηλαδή άλλες διάρκειες - έκαναν την εμφάνισή τους. Πλάι στο μ.μ. τα βίντεο κλπ, οι διαφημίσεις, τα δοκιμαστικά κομμάτια ... και πιο πέρα ακόμη η τηλεταινία, το σήριαλ. Όλα αυτά τα είδη, σε αντίθεση με το μ.μ. είναι εξαιρετικά αποδοτικά και καταναλώσιμα. Αλλά επί πλέον πάνε σιγά σιγά ν' αντικαταστήσουν τα μ.μ. σε αυτό που του μένει ως κύριος ρόλος του: μια απόδειξη επαγγελματισμού για τους πρωτάρδηες, τρέηλερ των δυνατοτήτων τους για τον κόσμο του σινεμά.

Γιατί το μ.μ. είναι πριν απ' όλα ένα έργο νεότητας. Αυτή είναι η βασική του αιτία ύπαρξης σήμερα. Το σινεμά είναι μια τέχνη που κοστίζει ακριβά και το μ.μ. είναι η δοκιμασία που στοιχίζει λιγότερο. Έτσι έγινε ο τρόπος έκφρασης μιας ηλικίας: τα μ.μ. είναι κατά 95% το προϊόν όχι μιας γενιάς, αλλά μιας ηλικίας από 20 έως 35 χρόνων. Το σινεμά είναι αναμφίβολα η μοναδική τέχνη που δημιούργησε το «είδος» ΤΗΣ για τους πρωτάρηδές ΤΗΣ. Για μια κάποια ηλικία, γι' αυτήν την συγκεκριμένη φάση που ένας νέος έχει τη θέληση να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει σινεμά.

Η πολλαπλότητα των κινηματογραφικών υπο-ειδών, η χρήση των καινούριων υλικών βίνταο για τις κινηματογραφικές σχολές και για μερικά ντοκυμανταίρ, αλλά κυρίως η αποδιάρθρωση (της παραδοσιακής διάρκειας), πάνε αναμφίβολα να εξαλείψουν αυτή την έννοια, του μ.μ. που υπήρχε όχι από εγγενή αναγκαιότητα, αλλά σαν απόθευμα του θριαμβεύοντος συστήματος που, αν και δύσκολα, βρήκε το δρόμο του και που λέγεται ταινία μεγάλου μήκους.

Ίσως και να είναι φυσιολογικό το ότι παραμένει ένα είδος χωρίς εισπράξεις, χωρίς κοινό, που δεν ενδιαφέρει πια τους εμπόρους, αφού έγινε ένα προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης, ένας κινηματογραφοφιλικός καθρέφτης, το έργο που κάνει ο μαθητευόμενος για να γίνει χειροτέχνης, ένα είδος συνδεδεμένο με μια διάρκεια που αδιαφορεί για το παρελθόν.»

ΙΙΙ. Ρέκβιεμ με άνθη και στεφάνους.

Σίγουρα, η ταινία μ.μ. μπορεί πολύ ακόμη να προστατεύεται - από κάποιον άλλο απ' το κράτος - αλλά εχει νόημα να την προστατεύει κανείς στη σημερινή της μορφή; Θα έπρεπε αρχικά να πάψει να αποτελεί αυτό το ανθρώπινο απόθεμα, αυτή την πρακτική σχολή του σινεμά των «μεγάλων» - να βρεθούν άλλοι τρόποι - να σαματήσει να είναι μια επίδειξη καλής κατασκευής. Να ξαναγίνει ένας χώρος συνάντηση για κάθε (νέο) τόλμημα και για κάθε τύπο κινηματογραφικής γραφής. Όχι ένα είδος, αλλά μια καινούρια φόρμα που ψάχνει, συνειδητά χωρίς προσδοκία κέρδους, αναμφίβολα χωρίς μαζικό κοινό, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη για τις άλλες φόρμες των εικόνων.

Δε θέλω να μπλεχτώ σε δομικές προτάσεις. Δεν επιδιώκουν παρά να ταριχεύσουν μια ετοιμοθάνατη κατάσταση από το γεγονός και μόνο ότι δεν είναι βιώσιμη. Θα αρκεστώ να κάνε μερικές παρατηρήσεις πάνω σ' ό,τι αφορά μόνο το μ.μ. Στην Ελλάδα, η ζωή μιας ταινίας μ.μ. είναι πολύ συγκεκριμένη. Διαρκεί συνολικά σχεδόν ένα μήνα, σαν τη συγκομιδή ενός φρούτου, ανάμεσα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ της Δράμας. Το πιο παράλογο είναι ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεόραση, περιοδικά...) δεν μιλάνε παρά μόνο ένα μήνα, κι ύστερα η λήθη.

Η κριτική (που μέσα από τα άρθρα και τα βραβεία της έπαιξε ένα ρόλο σχετικά θετικό για την ανάπτυξη των κινηματογραφικών μορφών όσον αφορά την ταινία μεγάλου μήκους) είναι ιδιαίτερα παραδοσιακή απέναντι στις μ.μ. Τα βραβεία της εδώ και δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκης, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, είναι σαν ένα μεγάλο νεκροταφείο. Ποιος άλλος, εκτός απ' αυτήν, οφείλει να προσδιορίσει το καινούριο;

Οι ταινίες μικρού μήκους είναι ένα είδος χωρίς μνήμη. Το μ.μ. έδωσε αριστουργήματα σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του σινεμά. Αντίθετα από τις ταινίες μεγάλου μήκους, όμως, αυτές δεν προβάλλονται ποτέ. Ποτέ δεν τις έχουμε δει: δεν είναι παρά φράσεις μέσα στα βιβλία του σινεμά.

Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε σαν ν' αρχίζαμε από το μηδέν; Χωρίς συνείδηση αυτού που έχει γίνει η ακόμη αυτού που γίνεται τώρα; Πώς ένα είδος που δεν έχει ούτε ιστορία, ούτε μνήμα, ούτε καν επαφή με τον έξω κόσμο, μπορεί να ανανεωθεί;

Ίσως είναι παράδοξο, στο κάτω-κάτω της γραφής, ν' ανησυχεί κανείς για ένα είδος που αναπαράγεται, ιδίως στην Ελλάδα. Ίσως και να είναι φυσιολογικό το ότι παραμένει ένα είδος χωρίς εισπράξεις, χωρίς κοινό, που δεν ενδιαφέρει πια τους εμπόρους, αφού έγινε ένα προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης, ένας κινηματογραφοφιλικός καθρέφτης, το έργο που κάνει ο μαθητευόμενος για να γίνει χειροτέχνης, ένα είδος συνδεδεμένο με μια διάρκεια που αδιαφορεί για το παρελθόν. Η λογική αυτής της ώρας δεν ανέχεται τους εκτροχιασμούς.

Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι οι σκοτεινές αίθουσες, αυτός ο μαγικός χώρος του σινεμά, δεν αγάπησε ποτέ τα μ.μ. Το σινεμά ξαναγέννησε το μ.μ,, του έδωσε μορφή και διάρκεια, το πήρε για μερικές δεκαετίες στη σκιά της ταινίας μεγάλου μήκους κι ύστερα το εγκατέλειψε. Είναι μια ιστορία εγκαταλελειμένου παιδιού. Αλλά ίσως το απλό γεγονός της ύπαρξής του, του επιβάλλει να ξεπεράσει την ορφάνια του.

Το άρθρο του Πατρίς Βιβάνκο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Οθόνη, τεύχος 20, Απρίλιος-Ιούνιος, 1985