Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποχαιρετήσεις τον Μιχάλη Κακογιάννη.
Να επιστρέψεις στο έργο του και να το αφήσεις να σου διηγηθεί την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Να ξαναγυρίσεις στη «Στέλλα», θαυμάζοντας για ακόμη μια φορά την ορμητική, θαρραλέα και σπαρακτική αρτιότητα της καλύτερης ελληνικής ταινίας που γυρίστηκε ποτέ.
Να ξαναδείς το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», το «Κορίτσι Με τα Μαύρα», το «Τελευταίο Ψέμα», τις τρεις ωραιότερες, σημαντικότερες και άθικτες από το χρόνο ταινίες του.
Να παραδεχτείς, έστω και χωρίς να το θες, πως μέσα στην φολκλόρ αλαζονία του, ο «Ζορμπάς» ήταν τελικά μια αποτελεσματικά φιλόδοξη στιγμή του «ελληνικού σινεμά».
Να δεις σε συνέχειες την «Ηλέκτρα», τις «Τρωάδες» και την «Ιφιγένεια» προσπερνώντας τις αδυναμίες τους και συνειδητοποιώντας τη σημασία που μπορεί να είχαν για τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, τη συγκεκριμένη εποχή, οι εξαγωγές της αρχαίας τραγωδίας.
Υπάρχει, όμως, και ένας λιγότερο απαιτητικός και ουδόλως θεωρητικός τρόπος για να αποχαιρετήσεις τον Μιχάλη Κακογιάννη.Και αυτός είναι να αποχαιρετήσεις απλά τον καλύτερο σκηνοθέτη που γνώρισε αυτή η χώρα.
Αυτόν που εκανε σινεμά την ίδια στιγμή που η Ελλάδα κατασκεύαζε «χαριτωμένες» κινούμενες εικόνες προς λαϊκή καταναλωση. Αυτόν που όρισε τι είναι μοντέρνο, επηρεάζοντας, χωρίς υπερβολή, οτιδήποτε σήμερα ονομάζουμε ως «ελληνικό σινεμά που γουστάρουμε να βλέπουμε». Αυτόν που, χωνεύοντας μέσα στο έργο του κάθε πιθανή πτυχή του ελληνικού πολιτισμού (από τον Ευριπίδη μέχρι τον Χατζιδάκι και από το ρεμπέτικο μέχρι τον αττικό ήλιο), κατάφερε να κάνει ένα σινεμά διαχρονικό, βαθιά ανθρωποκεντρικό, πρωτοπόρο και, ναι, πραγματικά διεθνές.
Το σινεμά του μπορεί να στιγματίστηκε από τις μορφές των γυναικών που αποθέωσε (τη Μελίνα, τη Λαμπέτη, την Ειρήνη Παππά), την εικόνα μιας Ελλάδας που άλλαζε, μια σχεδόν αιρετική καταγραφή των ηθών της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η διαχρονικότητα του θα οφειλόταν αλλού. Στον απαράμιλλο χειρισμό των ειδών του μελοδράματος και της κωμωδίας και στην υπογραφή ενός δημιουργού που θα έχτιζε ταινία με την ταινία τη γέφυρα ανάμεσα στον παλιό και τον καινούριο κόσμο, ανάμεσα στο παλιό και ένα νέο σινεμά που μπορούσε, ήδη από το 1958, να ονομάζεται μοντέρνο.
Ακόμη και αν η καριέρα του δεν ήταν γεμάτη από διεθνείς διακρίσεις (με σειρά προτεραιότητας τα Οσκαρ του «Ζορμπά», την υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ταινίας της «Ηλέκτρας», τις Χρυσές Σφαίρες του «Κοριτσιού με τα Μαύρα» και της «Στέλλας» και τόσα άλλα), ήταν αρκετό πως οι ταινίες του ήταν πάντοτε απείρως ψηλότερα από τον μέσο όρο. Οχι μόνο γιατί δεν υπήρξε ποτέ μέσος όρος στο ελληνικό σινεμά του '60 και του '70, τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά γιατί ο Κακογιάννης έκανε «λαϊκό» σινεμά, με τον τρόπο που έκανε «λαϊκό» σινεμά η Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του '50 και τις αρχές του '60.
Και αυτό, σε μια εποχή που το ελληνικό σινεμά παλεύει ακόμη με τα φαντάσματα του παρελθόντος, κάνει αυτόν τον αποχαιρετισμό να μοιάζει σαν μια ισχυρή υπενθύμιση. Προς όλους τους κρατικούς ιθύνοντες που θα σπεύσουν να αποχαιρετήσουν το «σκηνοθέτη του “Ζορμπά”», ξεχνώντας πως από την τόσα χρόνια συνεχόμενη αδιαφορία τους για το σινεμά, ο Κακογιάννης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον γυρίσει στα...ελληνικά!
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1922 στη Λεμεσό της Κύπρου και σπούδασε Νομική, Δραματικές Τέχνες και σκηνοθεσία στο Λονδίνο. Το 1947, ζώντας στο Λονδίνο, ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός και με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1953 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» κερδιζοντας την πρώτη του διεθνή διάκριση στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Ακολούθησαν η «Στέλλα» (υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας), το «Κορίτσι με τα Μαύρα (Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας, Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας) και το «Τελευταίο Ψέμα» (υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών). Το 1963 σκηνοθετεί την «Ηλέκτρα» με την Ειρήνη Παππά στον πρωταγωνιστικό ρόλο και εκτός από δεκάδες διεθνείς διακρίσεις φτάνει μέχρι την υποψηφίοτητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, ενώ το 1964 είναι η χρονιά του «Ζορμπά» με τις 7 υποψηφιότητες για Οσκαρ (ανάμεσα τους αυτές της καλύτερης ταινίας και της σκηνοθεσίας για τον Κακογιάννη), τα 3 Οσκαρ (φωτογραφίας, σκηνογραφίας και β' γυναικείου ρόλου) και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης ταινίας. Οι διεθνείς διακρίσεις θα συνεχίσουν και για τις «Τρωάδες» του 1971 και για την «Ιφιγένεια» του 1977 (υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας) ενώ ο Κακογιάννης σκηνοθετεί θέατρο και οπερα στην Αμερική, τη Γαλλία και την Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Κύπρο, από την οποία έφυγε στα 17 του χρόνια, θα επέστρεφε το 1974, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή προκειμένου να καταγράψει τα τραγικά γεγονότα σε αυτό που τελικά θα γινόταν το συνταρακτικό ντοκιμαντέρ του, «Αττίλας 74'». Ως ενεργό μέρος του πολιτικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι υπήρξε μια δυνατή φωνή στο θέμα του Κυπριακού, ανέλαβε την πρωτοβουλία για τον φωτισμό των μνημείων στην Ακρόπολη και για το έργο του έχει τιμηθεί στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο εξωτερικό.Πέθανε στις 25 Ιουλίου του 2011, σε ηλικία 89 ετών, στην Αθήνα.
Φιλμογραφία
1954 / Κυριακάτικο Ξύπνημα1955 / Στέλλα1956 / Το Κορίτσι με τα Μαύρα1958 / Το Τελευταίο Ψέμα1960 / Ερόικα1961 / Χαμένο Κορμί1962 / Ηλέκτρα1964 / Ζορμπάς 1967 / Οταν τα Ψάρια Βγήκαν στη Στεριά1971 / Τρωάδες1975 / Αττίλας 74' 1977 / Ιφιγένεια1986 / Γλυκειά Πατρίδα1992 / Πάνω, Κάτω και Πλαγίως 1999 / Ο Βυσσινόκηπος