«Ελα, βρε Αντουανέττα, να κάνουμε μια συνέντευξη πιο προσωπική, όχι πάλι μόνο για ταινίες και δυσκολίες και τι είναι ή δεν είναι το "πρωτοποριακό" σινεμά. Και θύμησέ μου, σε παρακαλώ, γιατί το έχω ψιλοξεχάσει, τι ακριβώς ήταν εκείνο το σούπερ τολμηρό φιλμάκι, με μια γυμνή έγκυο γυναίκα, που έφερες να προβάλλουμε στο Στέκι Γυναικών σε ένα από τα φεστιβάλ Αυγής-Θούριου, αρχές δεκαετίας του 1980, και πάθαν απανωτά εμφράγματα οι σύντροφοι του ΚΚΕ εσωτερικού με μας τις φεμινίστριες, και μάλλον αποκαθηλώθηκε. Πλιζ, πλιζ...».
Αντουανέττα Αγγελίδη, ένα από τα πιο ηρωικά, αγαπητά, καθιερωμένα αλλά και στο «περιθώριο» του ελληνικού σινεμά πρόσωπα. Από μόνη της σχεδόν μια ολόκληρη κατηγορία: πειραματικό και πρωτοποριακό σινεμά. Με τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους, «Idées Fixes/Dies Irae –Παραλλαγές στο Ιδιο Θέμα» (1977), «Τόπος» (1985), «Οι Ωρες - Μια Τετράγωνη Ταινία» (1995) και «Κλέφτης ή η Πραγματικότητα» (2001). Το Σαββατο, 28 Ιανουαρίου, στις 20.00, προβάλλεται σε καινουργια κόπια στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η πρώτη της ταινια, το «Idées Fixes/Dies Irae» στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Χώρα σε Βλέπω» της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μ' αυτήν είχε εισβάλλει η Αγγελίδη το 1977 στο περίφημο Αντι-Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αναστατώνοντας τα αρειμάνια πολιτικά μεταπολιτευτικά ένστικτα του σινεμά μας. Βραβεύτηκε, όμως, όπως και κάθε μα κάθε φορά που εμφανιζόταν με νέα ταινία, έχει χορτάσει από βραβεία και διακρίσεις, μέχρι και Τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο της απένειμε το 2005 το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Με την ευχή να ξαναδούμε σύντομα στην Αθήνα, σε ειδικές προβολές, και τις άλλες ταινίες της Αντουανέττας Αγγελίδη - η νέα γενιά σινεφίλ, που ξεδίψασε με το weird cinema, το δικαιούται - ας ακούσουμε την ίδια. Να μιλάει για τη ζωή της και το έργο της τόσο αποκαλυπτικά όσο ποτέ. Βρήκε το χρόνο να το κάνει για το Flix, ενώ γυρίζει, μαζί με την κόρη της, Ρέα Βαλντέν, μια ακόμα ταινία.
«Είμαι ένα περίεργο μείγμα»
Είμαι ένα περίεργο μείγμα. Η μητέρα μου η Μίλια γεννήθηκε στο Βατούμ της Μαύρης Θάλασσας το 1917, στον Καύκασο της Μήδειας, από Ελληνες της διασποράς. Ο πατέρας μου ο Ορέστης γεννήθηκε στη Μαδαγασκάρη, από τη μιγάδα, Γαλλίδα και Μαλγκάς, Αντουανέττα και πατέρα Ελληνα τυχοδιώκτη, λάτρη της αρχαιότητας. Ηρθαν και οι δυο μου γονείς στην Ελλάδα όταν ήταν 10 χρονών. Συναντήθηκαν στο Πολυτεχνείο, σπούδαζαν χημικοί μηχανικοί, στην Κατοχή. Αριστεροί. Η μητέρα μου ήταν υπεύθυνη για τον παράνομο πολύγραφο που εκτύπωνε το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ, που είχε εγκαταστήσει σ’ ένα υπόγειο στην πλατεία Πλαστήρα στο Παγκράτι, και συναντιόταν με τον Φιλίνη, που ερχόταν με το ποδήλατο και αντάλλασσαν τσάντες με υλικά. Αργότερα, η μητέρα μου έγραψε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο άγγελος με το ποδήλατο. Μετέφρασε από τα ρωσικά, μια γλώσσα που διατήρησε σαν κειμήλιο μέσα της, πρώτα Αντόν Τσέχοφ και μετά Ανα Αχμάτοβα, Μαρίνα Τσβετάγιεβα και Οσιπ Μάντελσταμ, με το ψευδώνυμο Μίλια Ροζίδη.
Η μητέρα της Αντουανέττας Αγγελίδη, Αιμιλία. Εγραφε με το ψευδώνυμο Μίλια Ροζίδη. Φωτογραφία από τη φοιτητική της ταυτότητα, 1939.
Εχω γεννηθεί μέσα στο φεμινισμό και τη ρωσική πρωτοπορία. Η μητέρα μου ήταν φεμινίστρια του πρώτου κύματος. Ελεγε για αυτήν ο παππούς Αγγελίδης: «Αυτή η σουφραζέτα που ανεβαίνει στα τραπέζια και λέει ποιήματα». Μέσα στο φεμινισμό γεννήθηκε και η κόρη μου Ρέα. Εσπασαν τα νερά όταν ήμουν σε συγκέντρωση γυναικών, στο κοινόβιο που ζούσα εκείνη την εποχή στο Παρίσι. Σε εκείνη την ομάδα ήταν η Αγγέλικα Ψαρρά, η Εφη Αβδελά, η Αννα Φραγκουδάκη... Πάντα έλεγα στη Ρέα ότι όταν έφευγε το νοσοκομειακό για το μαιευτήριο, έβλεπα από το πίσω παράθυρο να με χαιρετούν οι φίλες με τις κλαδωτές φούστες. Κι εκείνη λέει: «Είναι οι νεράιδες που με ευλόγησαν». Είναι αισιόδοξο που στον παρόντα χρόνο ξαναξύπνησε το φεμινιστικό κίνημα.
Στο Παρίσι, μαζί με τη σημειολογία και την ψυχανάλυση, ήταν το περιοδικό Sorcières (μάγισσες), ανθούσε το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, με την Hélène Cixous, τη Luce Irigaray, την Julia Kristeva. Αυτούσιες φράσεις από το έργο της Irigaray έχουν ενσωματωθεί στη σύνθεση του «μεγάλου γράμματος» που εκφέρω η ίδια μπροστά στην κάμερα, προς το τέλος του «Idées Fixes / Dies Irae».
Η Αντουανέττα Αγγελίδη, φωτογραφισμένη από τη Ρέα Βαλντέν, στη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουν, 2022.
Ενα από τα φεμινιστικά καλέσματα τότε ήταν: «γυρίστε στις γιαγιάδες σας και πάρτε τις ιστορίες τους!» Ετσι κι εγώ, γυρνώντας στην Αθήνα, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, πλησίασα τη γιαγιά Αντουανέττα, δυστυχώς χωρίς μαγνητόφωνο. Και η σιωπηλή γιαγιά Αντουανέττα μου μίλησε. Οσο πρόλαβα να ακούσω, πριν με διώξουν κακήν κακώς, που ρωτούσα για το απωθημένο. Μου μίλησε για την εμπειρία που είχε στην τρίτη γέννα της στη Μαδαγασκάρη, στο θείο Απόλλωνα. Είχε ακατάσχετη αιμορραγία και ο Γάλλος γιατρός είπε ότι είναι καταδικασμένη και έφυγε. Η ιθαγενής γιαγιά της γιαγιάς μου, που την είχε μεγαλώσει με την αδερφή της από τότε που πέθανε η μητέρα τους και τις άφησε ο Γάλλος πατέρας τους και γύρισε στη Γαλλία – ήταν μηχανικός με τον Leceps στο Σουέζ και είχε κατέβει στην τότε αποικία Μαδαγασκάρη για τεχνικά έργα… Η γιαγιά της, λοιπόν, δεν άφησε αβοήθητη την Αντουανέττα. Εφερε έναν σαμάνο. Εκείνος έδιωξε τους πάντες γύρω από το κρεββάτι, έκλεισε τα παράθυρα και της ζήτησε σιωπή και ακινησία, και έμεινε κρατώντας το χέρι της όλη τη νύχτα. Το πρωί είχε σταματήσει η αιμορραγία, και τα επόμενα χρόνια η Αντουανέττα γέννησε άλλα δυο παιδιά, το Σωκράτη και την Ιριδα.
Ημουν πάντα περήφανη για τη γιαγιά Αντουανέττα, που με μεγάλωσε στα πρώτα νηπιακά μου χρόνια. Αυτή μου την περηφάνεια πλήρωσα σε μια από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στην Πάτρα, όταν η δασκάλα μου έσκισε το τετράδιο. Εκτός από το απαράδεκτο ότι είχα ζωγραφίσει κιόλας τη σελίδα «μεγάλο παιδί εσύ», με είπε και ψεύτρα επειδή έγραψα μια φανταστική εμπειρία μου από τη ζωή στη Μαδαγασκάρη.
Η λατρεία μου για τους έρημους εργοστασιακούς χώρους φανερώθηκε ξεκάθαρα όταν μπαίνοντας στο Γκάζι το 1984 – έψαχνα χώρους για την ταινία μου "Τόπος" –, λύγισαν τα πόδια μου, γονάτισα και ακούμπησα το κεφάλι μου στο έδαφος, που το ένοιωθα σαν κινούμενη άμμο. Αισθάνθηκα το ιερό, έτσι όπως ποτέ δεν έχω αισθανθεί σε κανέναν ναό, καμιάς θρησκείας.»
Μέχρι τα τρία μου έζησα στο σπίτι της γιαγιάς Αντουανέττας στην Αγίου Φανουρίου στο Παγκράτι. Ο πατέρας μου ήταν στο Παρίσι με υποτροφία του ΙΚΥ για μεταπτυχιακά. Η μητέρα μου δούλευε στο Χημείο του Κράτους. Πήγαινε τις ζωγραφιές μου στη Γαβριέλλα Σίμωσι για να τις δει ο Γαΐτης που μελετούσε παιδική ζωγραφική. Και η θεία μου η Ιρις πήγαινε τις ζωγραφιές μου στον Χατζηκυριάκο Γκίκα, που ήταν δάσκαλός της στην Αρχιτεκτονική. Πριν λίγο καιρό, η Ιρις μου θύμισε ότι ο Γκίκας είχε ερμηνεύσει ένα παράξενο σχέδιο που είχα κάνει, έναν άνθρωπο με κουμπιά από πάνω μέχρι κάτω.
Από όταν γύρισε ο πατέρας μου από το Παρίσι, ζήσαμε στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Πάτρα, πριν επιστρέψουμε στην Αθήνα στην εφηβεία μου. Η μεγάλη και ίσως μόνη μου ευχαρίστηση της παιδικής ηλικίας εκτός από τη ζωγραφική, ήταν οι ατελείωτοι μοναχικοί περίπατοι σε εργοστασιακούς χώρους. Κάθε Κυριακή με έπαιρνε ο πατέρας μου στα διάφορα εργοστάσια που ως τεχνικός διευθυντής δούλευε και μόνος του τις Κυριακές. Η λατρεία μου για τους έρημους εργοστασιακούς χώρους φανερώθηκε ξεκάθαρα όταν μπαίνοντας στο Γκάζι το 1984 – έψαχνα χώρους για την ταινία μου «Τόπος» –, λύγισαν τα πόδια μου, γονάτισα και ακούμπησα το κεφάλι μου στο έδαφος, που το ένοιωθα σαν κινούμενη άμμο. Αισθάνθηκα το ιερό, έτσι όπως ποτέ δεν έχω αισθανθεί σε κανέναν ναό, καμιάς θρησκείας.
Η Αντουανέττα Αγγελίδη, από σειρά φωτογραφιών της Μαρίας Στέφωση, 1988.
Στα δέκα μου χρόνια βίωσα μια πολύ τραυματική εμπειρία, που με έφτασε στην αφωνία. Ο πατέρας μου, στηριζόμενος στην εμμονή μου με τη ζωγραφική, με βοήθησε να ξανακαταλάβω τις λέξεις, ζωγραφίζοντάς μου τα σχολικά μαθήματα, που είχα σταματήσει να καταλαβαίνω, σε ένα είδος πρωτόγονου storyboard. Στηρίχτηκα στη ζωγραφική, ακόμα πιο εμμονικά στην εφηβεία μου. Η ζωγραφική μού έσωσε τη ζωή. Ξενυχτούσα ζωγραφίζοντας. Τα μόνα δώρα που ζητούσα ήταν βιβλία ζωγράφων. Η γιαπωνέζικη ζωγραφική χειρονομία πήγαινε παράλληλα με την αγάπη μου στην πρώιμη Αναγέννηση, τον Uccello, τον Piero della Francesca, αλλά και τον de Chirico, τον Magritte, τον Max Ernst, τον Klee.
Πέρασα διάφορες φάσεις στη ζωγραφική: από την τεράστια λεπτομέρεια των ιστών της αράχνης και των σάπιων φύλλων, στο γυμνό σώμα της μητέρας μου, στα συνεχή αυτοπορτραίτα μέσα από το τζάμι της βιβλιοθήκης στο δωμάτιό μου, σε μια εμμονική ζωγραφική επανάληψη φευγαλέων εικόνων από το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» του Μιτσογκούσι. Η Βάσω Κατράκη και ο Πάνος Σαραφιανός μου ενίσχυσαν την επιθυμία να ζωγραφίζω με τον δικό μου προσωπικό τρόπο. Δεν θέλησα να δώσω εξετάσεις στην Καλών Τεχνών, θεωρώντας την πολύ συμβατική. Εκανα μια τελετή, τύλιξα τις ζωγραφιές μου και τις έθαψα στη ντουλάπα μου, να κοιμηθούν μυστικά. Μπήκα στην Αρχιτεκτονική.
Οσο ήμουν στη Αρχιτεκτονική είδα ένα όνειρο, που ήταν πολύ σημαδιακό για τις αποφάσεις της ζωής μου. Είδα μια εικόνα που έμοιαζε με πίνακα του Magritte και είχε μέσα της μια αδιόρατη κίνηση. Η έννοια του timing με σημάδεψε με τέτοιο τρόπο, που όχι μόνο αποφάσισα να κάνω σινεμά, αλλά και ότι το είδος σινεμά που θα κάνω θα είναι εικαστικό.»
Στην Αρχιτεκτονική, μεγάλη αλληλοεκτίμηση και αγάπη για το δάσκαλό μου Νίκο Εγγονόπουλο. Κάθε πρωί πριν από το μάθημα, μιλούσαμε για τον de Chirico, τον Magritte, τον Max Ernst, αλλά και τους μοναχούς που προετοιμάζονταν ψυχικά και σωματικά για να ζωγραφίσουν. Γρήγορα η Αρχιτεκτονική με απογοήτευσε ως μαθητεία. Εξ άλλου ήταν η εποχή των εντόνων ερώτων και της πολιτικής στράτευσης. Στα διαβάσματα, εκτός από τον ίδιο τον Μαρξ, ήρθαν και οι Καταστασιακοί και ο Baudrillard από την αγαπημένη μου δασκάλα Μαίρη Μαντουβάλου, που μόλις είχε έρθει από το Παρίσι.
Οσο ήμουν στη Αρχιτεκτονική είδα ένα όνειρο, που ήταν πολύ σημαδιακό για τις αποφάσεις της ζωής μου. Είδα μια εικόνα που έμοιαζε με πίνακα του Magritte και είχε μέσα της μια αδιόρατη κίνηση. Η έννοια του timing με σημάδεψε με τέτοιο τρόπο, που όχι μόνο αποφάσισα να κάνω σινεμά, αλλά και ότι το είδος σινεμά που θα κάνω θα είναι εικαστικό. Εκείνη την περίοδο, το 1972, πήγα στην Ντοκουμέντα του Κάσελ, και αυτή η εμπειρία της δυνατότητας του ονειρικού χώρου, επιβεβαίωσε την επιθυμία μου να στραφώ στο σινεμά.
Μόλις είχα τελειώσει την Αρχιτεκτονική, ήμουν στο Κ.Σ. του Ρήγα Φεραίου, όταν πιάσαν το γραμματέα Σταύρο Τσακυράκη στο Μόλυβο, με βρήκε ο Σταύρος Ιωαννίδης και μου μήνυσε: «ή φεύγεις ή βγαίνεις στην παρανομία». Εφυγα χωρίς μπαγκάζια για το Παρίσι στις 6/8/1973.
Το "Idées Fixes/Dies Irae" είναι μια αφιέρωση στον Carl Dreyer και την ταινία του Dies Irae, που θεωρώ από τις πιο φεμινιστικές που γυρίστηκαν ποτέ. Οταν ήταν να προβληθεί στο Αντι-Φεστιβάλ, μου είπαν ότι πρέπει να αλλάξει τίτλο. Αμέσως είπα "Παραλλαγές στο ίδιο θέμα", όπως στη μουσική και τη ζωγραφική. Και όταν το κοινό κραύγαζε ρυθμικά μαζί με το διακοπτόμενο λεξικό των ήχων της ταινίας, είπα στο τέλος "Ευχαριστώ", γιατί αισθάνθηκα ότι ήταν ένα είδος συμμετοχής στην ταινία.»
Το Παρίσι εκείνη την εποχή ήταν γεμάτο ζωντανή σκέψη, δημιουργία και αναδημιουργία, μετά την απόσυρση της σκουριάς που σάρωσε ο Μάης του’68. Για ένα χρόνο στη Vincennes «μύριζα» σημειολογία, ψυχανάλυση, φεμινισμό. Προς την άνοιξη, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στην IDHEC (Institut des Hautes Études Cinématographiques) και όχι να ακούσω τους συντρόφους μου που πρότειναν Πολεοδομία, ή έστω ένα διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης! Ο μόνος που ήταν με το μέρος μου στην ακλόνητη θέληση για σινεμά ήταν ο Μίμης Δεσποτίδης, που από ευγνωμοσύνη έδωσα αργότερα το όνομά του της παρανομίας στο γιο μου Πέτρο.
Η IDHEC τότε πέρναγε την πιο δημιουργική της περίοδο. Ξανάφτιαχνε τη δομή της σε άλλη βάση από τις συμβατικότητες που γκρέμισε ο Μάης του ’68. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους παρισινούς δασκάλους μου που με στήριξαν στο δικό μου προσωπικό βλέμμα και στην εμμονή μου για έναν ιδιόμορφο εικαστικό κινηματογράφο, όπως τον είχα ονειρευτεί. Οι Noël Burch, Thierry Kuntzel, Jean Thibaudeau, Christian Metz ήταν δάσκαλοί μου. Ο Thibaudeau ενθουσιάστηκε με τις σκέψεις μου για την ταινία «Idées Fixes/Dies Irae» που τότε προετοίμαζα – στηριζόμουν σε στοιχεία που συνέθετα, από πίνακες, από το ίδιο μου το σώμα, τη γλώσσα μου, το αιδοίο μου, το πρόσωπό μου – και μου είπε: «το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να είσαι όσο πιο πιστή μπορείς να είσαι στον εαυτό σου». Αργότερα δημοσίευσε την παρτιτούρα της ταινίας στο Cahiers critiques de la littérature. Η προσέγγιση του Kuntzel για τη σύνδεση της ψυχαναλυτικής δομής των ονείρων με την κινηματογραφική γραφή, που διεύρυνε τις απόψεις του Metz, με οδήγησε στη διαπίστωση του τρόπου σχέσης της δουλειάς μου με το ασυνείδητο. Ο Burch πρόβαλε το «Idées Fixes/Dies Irae» στο τότε μόλις ιδρυθέν Beaubourg. Η συζήτηση μετά από εκείνη την προβολή ανέδειξε τη σχέση του timing της ταινίας με το έργο των μινιμαλιστών. Οταν την είδε στο Αντι-Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης ο Louis Marcorelles, στην εφημερίδα Le Monde τη συνέκρινε με τους Αμερικάνους Ken Jacobs και Enrie Gehr, τους οποίους εγώ φυσικά αγνοούσα.
Idées Fixes/Dies Irae
Το «Idées Fixes/Dies Irae» είναι μια αφιέρωση στον Carl Dreyer και την ταινία του Dies Irae, που θεωρώ από τις πιο φεμινιστικές που γυρίστηκαν ποτέ. Οταν ήταν να προβληθεί στο Αντι-Φεστιβάλ, μου είπαν ότι πρέπει να αλλάξει τίτλο. Αμέσως είπα «Παραλλαγές στο ίδιο θέμα», όπως στη μουσική και τη ζωγραφική. Και όταν το κοινό κραύγαζε ρυθμικά μαζί με το διακοπτόμενο λεξικό των ήχων της ταινίας, είπα στο τέλος «Ευχαριστώ», γιατί αισθάνθηκα ότι ήταν ένα είδος συμμετοχής στην ταινία. Κάθισαν να συζητήσουν μαζί μου για την ταινία ως το πρωί, και ήρθαν και την επομένη να συνεχίσουν τη συζήτηση. Ο ενθουσιασμός του Χρήστου Βακαλόπουλου και η στήριξη του Παύλου Ζάννα με κράτησαν εκείνη την περίοδο, απέναντι σε ένα κοινό που δεν αναγνώριζε την έντονα πολιτική διάσταση της ταινίας μου. Προσπαθούσα να τρυπήσω την ίδια την πρωτοπορία, που παρά τις ρήξεις της, ήταν διαβρωμένη από την πατριαρχεία. Ενας κριτικός έγραφε τότε ότι η Αγγελίδη «ράβει χωρίς κλωστή». Πολύ αργότερα, θεωρώντας αυτήν τη φράση ύμνο και όχι ύβρη, τη χρησιμοποίησα ως τίτλο σε μια εικαστική εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη, το 2012 – «Ράβοντας χωρίς κλωστή».
Idées Fixes/Dies Irae
Εχοντας γυρίσει στην Ελλάδα, και θεωρώντας ότι ο ευρωκομμουνισμός ήταν η πολιτική πλευρά του πειραματισμού στην τέχνη, συμμετείχα μεταξύ άλλων στα «γυναικεία στέκια» των φεστιβάλ Αυγής – Θούριου. Είχα εκθέσει, θυμάμαι, μια κατασκευή με μαύρα καλσόν και σερβιέτες. Μια άλλη φορά, φωτογράφισα μια έγκυο συντρόφισσα γυμνή να κάνει δουλειές του σπιτιού. Το έργο αυτό λογοκρίθηκε από την ηγεσία κι εγώ πάγωσα. 12/12/1980, μια μέρα πριν την προγραμματισμένη δεύτερη καισαρική μου, κινηματογράφησα κρυφά το έγκυο γυμνό μου σώμα. Το 16άρι υλικό έκρυψα στο πατάρι. Το τύπωσα το 2008, και το κάναμε ταινία με τη βασική συνεργάτιδα της ζωής μου, την κόρη μου Ρέα.
Αρχές της δεκαετίας του 1980 χώρισα και φύγαμε με λεωφορείο για το Παρίσι με τη μεγάλη μου φίλη και συνεργάτιδα, την υπέροχη Κλαίρη Μιτσοτάκη. Πίσω στην Ελλάδα ξανά, οι απορρίψεις έρχονταν η μια μετά την άλλη. Μετά τους «13 Τρόμους» (σενάρια που δεν γυρίστηκαν), χτίσαμε με την Κλαίρη το σενάριο του Τόπου. Και, ω! του θαύματος!, στο ΕΚΚ έγινε πρόεδρος ο Παύλος Ζάννας. Τηλεφώνησα το φίλο μου τον Τάκη Σπετσιώτη: «Τάκη, τρέχα, κάνε αίτηση για ταινία στο Κέντρο, κάνω κι εγώ, πήγε ο Ζάννας!»
Η Αντουανέττα Αγγελίδη και η κόρη της Ρέα Βαλντέν, 2008.
Ο «Τόπος» είναι ο παράδοξος τόπος και χρόνος του σώματος μιας γυναίκας που γεννά και πεθαίνει, όπως η γιαγιά μου που δεν πέθανε τελικά. Στο Παρίσι, με τα σκίτσα από τα πλάνα του «Τόπου» και τη σχέση τους με τη ζωγραφική, συνάντησα το Γιώργο Απέργη. Μου έδωσε να χρησιμοποιήσω κομμάτια από τις παρτιτούρες των Récitations. Η Martine Viard, που τις είχε τραγουδήσει, αυτοσχεδίασε πάνω σε αυτές και παρήγαγε όλους τους ήχους της ταινίας. Μια δεύτερη φωνή, που περνάει μέσα από όλα τα πρόσωπα του έργου, εκφέρεται από την Ανίττα Σαντοριναίου. Η Μάγια Λιμπεροπούλου εκφέρει στα ιταλικά στίχους από το πρώτο canto της Κόλασης του Δάντη. Ο Γιάννης Κόκκος μου σύστησε τη Λιλή Κεντάκα, που σχεδίασε τα κοστούμια του Τόπου. Ευφορία και δυσκολίες, αλλά κυρίως ευφορία.
Τόπος
Η φόρα αυτή γκρεμίστηκε με το δυστύχημα να φύγει ο Ζάννας από το ΕΚΚ. Την ίδια περίοδο πέθανε και ο πατέρας μου. Οι επαναληπτικές απορρίψεις των σεναρίων μου, οδήγησε στην απονενοημένη απόπειρα να ενισχυθεί η παραγωγή της ταινίας «Οι Ωρες» με προαγορά εισιτηρίων. Το κείμενο συμπαράστασης στο εγχείρημα υπέγραψαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι – Κι εσύ ανάμεσά τους, Βένα. Θυμάσαι; – Η ταινία δεν εγκρίθηκε από το ΕΚΚ και η προαγορά εισιτηρίων αποδείχθηκε ουτοπική. Τελικά μια εκδοχή της ταινίας χρηματοδοτήθηκε από το νέο-ιδρυθέν European Script Fund, οπότε και έγινε δεκτή και από το ΕΚΚ, και γυρίστηκαν «Οι Ωρες – Μια τετράγωνη ταινία», δέκα χρόνια μετά τον «Τόπο». Από εκεί και μετά, ξεκινά η σημαντική συνεργασία μου με τη Ρέα, που οδήγησε στην ταινία μας «Κλέφτης ή η Πραγματικότητα».
Οι Ωρες – Μια τετράγωνη ταινία
Μετά τα 50 μου, άρχισα να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Θεώρησα ότι ο μηχανισμός των ονείρων και ο πειραματισμός, η μέθοδός μου δηλαδή, είναι μια μέθοδος που μπορεί να στηρίξει τα σχέδια πολλών και διαφορετικών δημιουργών. Πιστεύω στη στροφή των νέων δημιουργών στις προσωπικές τους εμπειρίες και στην ελευθερία της αναζήτησης του προσωπικού βλέμματος. Οσο δίδασκα, συνάντησα τεράστιο δυναμικό ταλέντων. Νοιώθω μεγάλη ευφορία για την ανάσα που έδωσε στο ελληνικό σινεμά το Weird Wave. Η δυσκολία ήρθε πάλι προς το τέλος της θητείας μου στο Πανεπιστήμιο, με την κρίση, και τη σταδιακή μου τύφλωση και από τα δυο μάτια, και άλλες δυσκολίες.
Κλέφτης ή η Πραγματικότητα
Εκανα μεταμοσχεύσεις και στα δυο μου μάτια και μπόρεσα να δω ξανά. Είμαι ευγνώμων στο γιατρό μου και στους νεκρούς δότες. Τώρα φτιάχνουμε με τη Ρέα μια ταινία ντοκιμαντέρ για το βλέμμα και την τύφλωση. Ο τίτλος της συνδυάζει τους τίτλους από τις τέσσερεις μεγάλου μήκους ταινίες μου: Έμμονες ώρες στο τόπο της πραγματικότητας.
Αντουανέττα Αγγελίδη
Στη Βένα Γεωργακοπούλου
Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 2022
Σημείωση της Αντουανέττας Αγγελίδη: Η κόπια της ταινίας είναι καινούρια! Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του «Χώρα σε βλέπω», έφερα από τη Γαλλία την μόνη καλή κόπια της ταινίας που υπάρχει και φυλάσσεται στη Cinédoc Paris Films Coop. Το αρνητικό της ταινίας έχει χαθεί, ενώ η κόπια που έχουμε στην Ελλάδα είναι πολύ φθαρμένη. Επιπλέον, στην κόπια αυτή απότο Παρίσι υπάρχει και το μοναδικό έγχρωμο πλάνο της ταινίας (η ταινία είναι ασπρόμαυρη εκτός από αυτό το πλάνο), που είχε αντιγραφεί κατά λάθος ασπρόμαυρο στην ελληνική κόπια. Από το φιλμ που μου έστειλαν από το Παρίσι έγινε νέα ψηφιοποίηση, και πάνω στο ψηφιοποιημένο υλικό έγινε αποκατάσταση και της εικόνας και του ήχου. Με άλλα λόγια, κανείς δεν έχει δειτόσο καλή κόπια της ταινίας από το 1977 που φτιάχτηκε.