Ο Αντονι Τσεν εμφανίστηκε στο κινηματογραφικό προσκήνιο το 2013. Το «Ilo Ilo», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, έκανε πρεμιέρα τότε στο Φεστιβάλ Καννών κι έφυγε με τη Χρυσή Κάμερα.
Του πήρε πάνω από 6 χρόνια για να κάνει το επόμενο βήμα. Ομως τα χρειαζόταν. Γιατί δεν έγινε τίποτα βιαστικό, τίποτα σπασμωδικό, τίποτα που απλώς θα εξαργύρωνε την απότομη φήμη του. Με μελετημένα, ήσυχα βήματα, έδωσε ένα ακόμα πορτρέτο του κινηματογραφικού του σύμπαντος. Ενός κόσμου που πρωταγωνιστής είναι η πολυπλοκότητα της ζωής. Ενα σινεμά που «θέλει να είναι πάντα ανθρωποκεντρικό, αλλιώς ας μην είναι τίποτα».
Διαβάστε τη γνώμη του Flix: για την «Εποχή της Βροχής» του Αντονι Τσεν
Συναντήσαμε τον Αντονι Τσεν στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχοντας μόλις δει την «Εποχή της Βροχής» και με τα συναισθήματα που αφήνει η ταινία ακόμα νωπά. Κάτσαμε σ' ένα πεζούλι στην παραλία και κάναμε μία κουβέντα από την οποία περισσότερο καθησυχαστήκαμε: όλοι βλέπουμε σινεμά γιατί παίρνουμε κουράγιο για όσα ζούμε όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους και βγαίνουμε ξανά έξω στο φως.
Κι ευτυχώς υπάρχουν τέτοιοι νέοι σκηνοθέτες που θα συνεχίζουν να το κάνουν.
Είμαι ο χειρότερος κριτικός μου. Αλλά το μόνο που πρέπει να θυμάμαι είναι να δουλεύω πολύ και με την καρδιά μου ανοιχτή. Κι ότι δεν υπάρχει τέλεια ταινία. Δεν πιστεύω στην τελειότητα – ούτε στο σινεμά, ούτε στη ζωή...»
Στην ταινία πρωταγωνίστρια είναι η μοναξιά. Μια μοναξιά μέσα στη σχέση, μια μοναξιά μέσα σ' έναν γάμο. Ποια ήταν η ιδέα σας για την ταινία;
Ηθελα να δείξω την ιστορία μίας γυναίκας γύρω στα 40 που συνειδητοποιεί ότι δε θα έχει στη ζωή της όλα όσα ονειρεύτηκε. Ολοι γύρω της κάνουν παιδιά, εκείνη δεν μπορεί. Ολοι στη δουλειά προοδεύουν, εκείνη όχι. Ολα γύρω της αλλάζουν, εκείνη μένει κολλημένη. Είναι μια μεγάλη μοναξιά αυτή η συνειδητοποίηση. Κι ήθελα να μιλήσω για τη μοναξιά μέσα σ' ένα γάμο. Και πώς μία γυναίκα που περνάει μία τέτοια κρίση, ας την πούμε μέσης ηλικίας, πρέπει να κάνει ένα restart για να μπορέσει να συνεχίσει.
Μία γυναίκα νιώθει ότι δεν έχει ταυτότητα αν δεν γίνει μητέρα. Ενα ακλόνητο στερεότυπο τελικά είτε είσαι στην Ανατολή είτε στη Δύση;
Η κοινωνία μας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια, όμως η ασιατική ρίζα των ταμπού παραμένει γερή μέσα μας: πρέπει να κάνεις παιδιά. Αλλιώς, πρόβλημα. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το σενάριο γιατί υπήρχε ένα προσωπικό βιώμα. Με τη γυναίκα μου ήμασταν παντρεμένοι για αρκετά χρόνια και προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί, μέχρι που ανακαλύψαμε ότι υπήρχε ένα θέμα υγείας που δυσκόλευε την προσπάθειά μας. Εχουμε φύγει από την Κίνα πάνω από 15 χρόνια, μένουμε στο Λονδίνο, εκεί η γυναίκα μου πήρε το master και το PHD της. Είναι μία μοντέρνα γυναίκα. Κι όμως, εκείνη την εποχή, την άκουγα να λέει πράγματα όπως «αν δεν μπορέσω να κάνω παιδί, τι σημαίνει αυτό για μένα ως γυναίκα;» Επίσης, για να είμαι ειλικρινής, αισθανόμουν κι εγώ ότι το παιδί σε πηγαίνει σ' ένα άλλο στάδιο στη σχέση και στο γάμο σου. Αλλιώς, είσαι κολλημένος. Ολα αυτά τα κουβαλάμε γενιές και γενιές.
Αρχετυπικά στερεότυπα που σε κάνουν να αισθάνεσαι λίγος και ηττημένος...
Mίλησα με πολύ κόσμο που περνάει μια παρόμοια αγωνία, όπως και έκανα έρευνα και συζήτησα με γιατρούς που ειδικεύονται σε εξωσωματικές. Το 50% των ζευγαριών που περνούν τέτοιες διαδικασίες οδηγούνται σε διαζύγιο. Γιατί ένας γάμος μπορεί να αντέξει μέχρι ένα σημείο. Μετά δεν μπορείς άλλο πόνο. Δεν μπορείς άλλη αποτυχία.
Δεν χαρίζεστε καθόλου στο πώς σκιαγραφείται τον άντρα μέσα σε όλο αυτό. Είναι απών. Την έχει αφήσει να παλεύει μόνη της. Μού έκανε εντύπωση για έναν άντρα σκηνοθέτη να τολμήσει να το δείξει αυτό.
Ο άντρας στην Ασία μεγαλώνει με το βάρος του ότι δεν επιτρέπεται να δείχνει τα συναισθήματά του. Πρατηρώ τους φίλους μου, παρατηρώ τον εαυτό μου. Εχουμε κόψει τους δεσμούς μας με τη χώρα, έχουμε φύγει, έχουμε στήσει τη ζωή μας στη Δύση. Και πάλι. Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από όλες τις ενοχές και το βάρος της ταυτότητάς μας. Και δεν ξέρουμε να πούμε «shit happens». Και να αντιμετωπίσουμε την κρίση και το πρόβλημα. Οι περισσότεροι απλά φεύγουν. Δεν μπορούν να μείνουν και να το παλέψουν. Ή το θάβουν, το αγνοούν και κάνουν ότι δεν υπάρχει. Πάντα οι γυναίκες στην κουλτούρα μας πάλευαν με το πρόβλημα. Οι άντρες είναι δειλοί. Για αυτό έκανα τον ανδρικό χαρακτήρα έτσι. Είναι απών. Εφυγε με τον τρόπο του. Για αυτό δείχνω την ηρωίδα μου έτσι. Μοιάζει δειλή κι άτολμη, ενώ στην ουσία χρειάζεται τόση δύναμη για να αντέξει τη ζωή της.
Ηθελα να δείξω μια άλλη Σιγκαπούρη από αυτή που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σήμερα, όλα έχουν γίνει πια για το κέρδος, οι άνθρωποι κυνηγούν το χρήμα, τις μετοχές, έχουν κλειστεί και παγώσει. Γιατί έξω "βρέχει"....»
Ηταν επιλογή να δείξετε την μοναξιά στη Σιγκαπούρη τόσο «ήσυχη»; Θα πίστευε κανείς ότι θα πιάνατε το θέμα μέσα στο πολύβοο αστικό, τοπίο, αλλά επιλέγετε αντιθέτως μια «σπιτική» μοναξιά...
Ναι, ήταν επιλογή. Γιατί βλέπουμε τη ζωή μέσα από τα μάτια αυτής της γυναίκας. Κι εκείνη δεν είναι κομμάτι της πολύβοης μοντέρνας πόλης. Δεν έχει χρόνο. Εκείνη είναι δουλειά-σπίτι. Δεν έχει χρόνο να πάει σινεμά, ή να πιει ένα ποτό. Εχει εγκλωβιστεί στους ρόλους της. Ηθελα να δείξω αυτή την «σπιτική» μοναξιά που λέτε. Γιατί, ειδικά αν ζεις σε μια πόλη που πάλλεται από επιλογές, αλλά εσύ είσαι εγκλωβισμένος, αυτό είναι ακόμα πιο έντονο.
Η ταινία απορρέει όμως μια δική της γλυκιά αισιοδοξία. Ενας πεθερός παίρνει στοργή και φροντίδα όχι από την κόρη του, αλλά από τη γυναίκα του γιου του. Ενας μαθητής βρίσκει μητρική φιγούρα στην καθηγήτριά του κι εκείνη το παιδί που δεν μπορεί να κάνει. Θέλατε να δείξετε ότι στη ζωή φτιάχνουμε τις δικές μας εναλλακτικές οικογένειες τελικά;
Ναι, με ενδιαφέρει πολύ αυτή η ματιά. Το έκανα και με την προηγούμενη ταινία μου, το κάνω κι εδώ. Μου αρέσει να εξερευνώ την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Τι σημαίνει οικογένεια τελικά; Είναι αυτή που γεννιόμαστε, τυχαία; Ή αυτή που δημιουργούμε εμείς με τις επιλογές μας. Στη σκηνή που η ηρωίδα τρώει με τον παραπληγικό πεθερό και το αγόρι-μαθητή της, ο θεατής βλέπει μπροστά του μια οικογένεια. Και κανείς δεν μοιράζεται κοινό αίμα ή DNA. Είναι όλοι ξένοι μεταξύ τους. Και καθόλου ξένοι. Αλλά νομίζω ότι η ταινία δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Η ζωή είναι πολύ σύνθετη. Προτιμώ να θέτω ερωτήσεις.
Να μιλήσουμε λίγο για τον συμβολισμό της βροχής;
Στη Σιγκαπούρη, ξέρετε, δεν βρέχει συχνά. Είναι ένα τροπικό μέρος, χωρίς εποχές, με μόνιμη ζέστη γύρω στους 25-30 βαθμούς Κελσίου. Εκτός από την εποχή των Μουσώνων. Για δύο μήνες έχουμε τροπικές βροχές. Αυτό ήθελα να το χρησιμοποιήσω με δύο τρόπους. Πρώτον, για να αποτυπώσω ότι η ηρωίδα βρίσκεται σε κρίση. Την πετυχαίνουμε στην εποχή της ζωής της που μέσα της βρέχει. Και δεύτερον γιατί ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για τη χώρα μου. Ολοι βλέπουν την ανάπτυξη της Σιγκαπούρης και την περιγράφουν θετικά. Εγώ βλέπω την αλλοτρίωσή της. Πόσο όλα έχουν γίνει πια για το κέρδος, οι άνθρωποι κυνηγούν το χρήμα, τις μετοχές, έχουν κλειστεί και παγώσει. Γιατί έξω «βρέχει». Είναι μια άλλη Σιγκαπούρη από αυτή που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Πάρα πολλοί σκηνοθέτες ενδιαφέρονται για το στιλ, τα κόλπα, την εικόνα, την πρωτοπορία, ή το να σε σοκάρουν. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο. Αλλά εγώ μόνο αυτό το σινεμά θέλω να κάνω...»
Μετά την επιτυχία του «Ilo Ilo», που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα του φεστιβάλ Καννών το 2013, άνοιξαν οι πόρτες για τη δεύτερη ταινία, ή έπεσε ένα μεγαλύτερο βάρος στους ώμους σας;
Είναι εντυπωσιακό, αλλά αυτή είναι μία ερώτηση που μου την κάνουν παντού, όπου ταξιδέψω με την ταινία, σε όλο τον κόσμο. Κι αυτό γιατί κρύβει μια μεγάλη αλήθεια με τον τρόπο που έχουμε στήσει την παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία. Μπορεί να έρθει μια μεγάλη επιτυχία με την πρώτη σου ταινία, και ναι, εγώ τη γνώρισα τόσο στα φεστιβάλ και στα βραβεία, όσο και στο box office στη Σιγκαπούρη, αλλά αυτό τι σημαίνει για το μέλλον; Θα σας πω κάτι: είχα τεράστιο άγχος για αυτή εδώ την ταινία. Αλλά όχι το άγχος που νομίζετε. Ανησυχώ πάντα όταν γράφω γιατί το άγχος μου είναι να μην προδώσω την ιδέα μου, την ιστορία μου και τους ήρωές μου. Δεν έχω άγχος από ατζέντηδες, μάνατζερ, την αγορά, τους δημοσιογάφους. Το άγχος μου είναι δικό μου. Είμαι ο χειρότερος κριτικός μου. Αλλά το μόνο που πρέπει να θυμάμαι είναι να δουλεύω πολύ και με την καρδιά μου ανοιχτή. Κι ότι δεν υπάρχει τέλεια ταινία. Δεν πιστεύω στην τελειότητα – ούτε στο σινεμά, ούτε στη ζωή.
Εχετε σκηνοθέτες που νιώθετε ότι ακολουθήσατε τα βήματά τους; Ποιοι ήταν οι ήρωές σας μεγαλώνοντας;
Δεν ξέρω αν είναι ο ήρωάς μου ακριβώς, κι αν ακολούθησα τα βήματά του, αλλά αγαπώ πάρα πολύ το σινεμά του Ανγκ Λι. Είναι ένας σκηνοθέτης με τόση ανθρωπιά που στέκεται ως φάρος για μένα και το σινεμά που θέλω να κάνω. Παρομοίως, μάλιστα ήταν και καθηγητής μου, το ίδιο αισθάνομαι για το σινεμά του Πάβελ Παβλικόφσκι. Μπορεί να είναι άλλες σχολές, αλλά και οι δύο έχουν κάτι πολύ κοινό: ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο. Πρώτα και πάνω από όλα. Πάρα πολλοί σκηνοθέτες ενδιαφέρονται για το στιλ, τα κόλπα, την εικόνα, την πρωτοπορία, ή το να σε σοκάρουν. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο. Κι εγώ αυτό το σινεμά θέλω να κάνω.
«Η Εποχή της Βροχής» κάνει πρεμιέρα από σήμερα στα θερινά σινεμά της Αθήνας και από την 1η Οκτωβρίου θα προβάλλεται και στη Θεσσαλονίκη, από την One From the Heart
Διαβάστε εδώ την κριτική της ταινίας από το Flix:Eνα βραδυφλεγές δράμα για τη μοναξιά (που ίσως είναι σκληρότερη μέσα στο γάμο), τη μητρότητα (και τι σημαίνει αυτό για την ταυτότητα μιας γυναίκας), τα ανεκπλήρωτα όνειρα που μάς κάνουν να νιώθουμε λίγοι και μικροί.